ΑρχικήΜε ΆποψηΠαγωμένη λίμνη

Παγωμένη λίμνη

Δύο χρόνια έχουν περάσει από τις εθνικές εκλογές του 2019. Δύο όχι ομαλά χρόνια με την πανδημία να κυριαρχεί στη ζωή όλων και με το μεταναστευτικό και τα ελληνοτουρκικά να κάνουν την κατάσταση στη χώρα ακόμα πιο περίεργη. Κι όμως, παρόλη την κρίση, παρά τη δυσφορία των πολιτών για αυτήν, το πολιτικό σκηνικό είναι σταθερό. Ενώ σε άλλες χώρες τα ποσοστά των κομμάτων που είναι στην κυβέρνηση ανεβοκατεβαίνουν σαν ασανσέρ (κυρίως με βάση την αντίληψη των ψηφοφόρων για την επίδοσή τους στην αντιμετώπιση της πανδημίας), στην Ελλάδα τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος είχαν μια πολύ μικρή κάμψη (από τα ψηλά που είχαν φτάσει) η οποία μέσα σε λίγους μήνες «μαζεύτηκε». Και είναι πιθανό να εκμηδενιστεί (σχεδόν) όταν τελειώσουμε με την πανδημία. Μάλιστα η Νέα Δημοκρατία, με βάση τις δημοσκοπήσεις, βρίσκεται σε υψηλότερα ποσοστά από αυτά των εκλογών του 2019. Εάν βέβαια δει κανείς τις δημοσκοπήσεις σε βάθος 2 ετών θα διαπιστώσει πως το πολιτικό σκηνικό στο σύνολό του μοιάζει με παγωμένη λίμνη. Όλα τα κόμματα κινούνται μέσα σε ένα συγκεκριμένο εύρος τιμών το καθένα. Γιατί συμβαίνει αυτό; 

Η εξήγηση είναι απλή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί για πολλούς ψηφοφόρους τη μοναδική εναλλακτική (TINA – there is no alternative). Αυτό ισχύει και για κάποιους δεξιούς που ενώ διαφωνούν με την πολιτική του δικαιωματισμού και έχουν παράπονα για τη διαχείριση του μεταναστευτικού δε δείχνουν διατεθειμένοι να αλλάξουν την ψήφο τους αλλά και για μερίδα φιλελεύθερων που θα προτιμούσαν η κυβέρνηση να ακολουθήσει μια πιο φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Γιατί αποτελεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης τη μοναδική εναλλακτική; Διότι πολύ απλά ο δεύτερος πόλος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα που έχει ταμπουρωθεί στην αριστερά για να μη χάσει τη δεύτερη θέση και έτσι άφησε (όχι ότι τα είχε ακουμπήσει ποτέ) πεδίο ελεύθερο σε κέντρο και κεντροαριστερά.  Το οποίο κάλυψε ο Μητσοτάκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα που και σε δεξιούς και φιλελεύθερους ψηφοφόρους «βγάζει» συναισθήματα  αποστροφής. 

Γιατί είναι ο ΣΥΡΙΖΑ δεύτερος πόλος; Όχι γιατί το 25% που λαμβάνει δημοσκοπικά τον στηρίζει. Αλλά γιατί μια μεγάλη μερίδα αυτού (όσοι ψηφίζουν με βάση την κυβερνητική προοπτική, οι οποίοι είναι κυρίως κεντροαριστεροί ψηφοφόροι) περιμένουν στην πλατφόρμα το τρένο που δεν έρχεται. Θέλουν να φύγουν αλλά δεν έχουν που να πάνε. Γιατί συμβαίνει αυτό; Σε μεγάλο βαθμό διότι η ηγετική ομάδα του ΚΙΝΑΛ ενώ είχε όλο το πεδίο ανοιχτό στην κεντροαριστερά (και άρα μπορούσε να διεκδικήσει το χώρο) αποφάσισε να ακολουθήσει στρατηγική «me too» (καμία σχέση με το κίνημα – στρατηγική μάρκετινγκ είναι) και να γίνει «ακόλουθος» του ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογική αγορά της αριστεράς. Είναι μια στρατηγική επιλογή η οποία έχει οδηγήσει το κόμμα σε αδιέξοδο, το έχει καθηλώσει σε χαμηλά ποσοστά και έχει δώσει στον Πρωθυπουργό την ευκαιρία να «παίζει μπάλα» μόνος του σε ένα χώρο που βρίσκεται μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων. 

Με βάση αυτό, οποίες κινήσεις και να γίνουν στα «δεξιά» της ΝΔ δε θα φέρουν αποτέλεσμα, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές στο ΚΙΝΑΛ και για ένα διάστημα μετά από αυτές (προσωπικά πιστεύω για αρκετά μεγάλο διάστημα μετά από αυτές). Γιατί πολύ απλά ελάχιστοι θα ρισκάρουν να φύγουν από τη Νέα Δημοκρατία όσο ο ΣΥΡΙΖΑ (του Τσίπρα) είναι δεύτερο κόμμα. Μέχρι τις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ δηλαδή δε θα πρέπει να περιμένουμε μεγάλες αλλαγές (εκτός συγκλονιστικού και απροόπτου γεγονότος που θα ανακατέψει τα πάντα). Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι TINA και το πολιτικό σκηνικό θα μοιάζει παγωμένη λίμνη. Από εκεί και πέρα και ανάλογα του ποιος θα εκλεγεί, θα δούμε τα διαφορά σενάρια. Και πάλι όμως η κυριαρχία του Πρωθυπουργού στο πολιτικό σκηνικό θα απειληθεί σε δεύτερο χρόνο (πιθανόν στις μεθεπόμενες εκλογές) καθώς για να απειληθεί χρειάζεται αυτός που διεκδικεί να μπορεί να απειλήσει. Αυτό αυτή τη στιγμή δε γίνεται. Ο Τσίπρας επιμένει (και θα επιμένει) σε μια συνταγή που πετυχαίνει μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Παρόλα αυτά, οι νωπές μνήμες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η απέχθεια πολλών ψηφοφόρων προς το πρόσωπό του και ο φόβος μιας επιστροφής του κρατά ακόμα και τους όποιους διαφωνούντες/δυσαρεστημένους εντός των τειχών του κυβερνώντος κόμματος.