Η Ευρώπη σήμερα μοιάζει με το νερό κατσαρόλας λίγο πριν αρχίσει να κοχλάζει. Τα λοκντάουν και το «κόψιμο» χρήματος δίχως αύριο και οι αρρυθμίες στην αγορά που τα συνόδευσαν, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία έχουν δημιουργήσει μια γενική κρίση αγοραστικής δύναμης. Αυτό είναι το κύριο συστατικό που υπάρχει σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ειδικά θέματα των χωρών κολλούν πάνω σε αυτό το γενικό και πολλαπλασιάζουν την ισχύ τους. Για παράδειγμα η Γαλλία σείεται από τις διαδηλώσεις κατά της ασφαλιστική μεταρρύθμισης που προωθεί ο πρόεδρος Μακρόν. Μια μεταρρύθμιση (αύξηση ηλικίας συνταξιοδότησης κατά δύο έτη) την οποία περνάει παρακάμπτοντας τη Βουλή, αφού δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία. Η δημοφιλία του προέδρου Μακρόν πέφτει κάτω από το 30% και κοιτάει προς τα ιστορικά χαμηλά της. Το 70% του εκλογικού σώματος θεωρεί πως λειτουργεί αυταρχικά. Κερδισμένοι είναι η αριστερά (NUPES) αλλά κυρίως η Λε Πεν που βλέπει το κόμμα της να είναι πρώτο στην τελευταία δημοσκόπηση και να τα πηγαίνει καλά σε όλες τις ομάδες ψηφοφόρων, όχι μόνο σε εκείνες που παραδοσιακά το στήριζαν.
Λίγο πιο βόρεια, η Ολλανδία όλα δείχνουν πως στις επόμενες εκλογές θα βιώσει το τέλος μιας πολιτικής εποχής και την αρχή μιας νέας. Το αγροτικό κόμμα, το οποίο δημιουργήθηκε μέσα από τις αντιδράσεις στα σχέδια της κυβέρνησης για μείωση της κτηνοτροφίας στο μισό με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, κυριάρχησε στις τοπικές εκλογές και στην πρώτη δημοσκόπηση μετά από αυτές βρίσκεται με διαφορά στην πρώτη θέση. Παράλληλα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως εάν ο ανεξάρτητος ευρωσκεπτικιστής βουλευτής Όμτζιγκτ δημιουργήσει δικό του κόμμα τότε θα είναι εκείνος πρώτος με διαφορά με το αγροτικό κόμμα και το κόμμα Ρούτε να μάχονται για τη δεύτερη θέση. Αυτό δείχνει πως το πρόβλημα για πολλούς δεν είναι μόνο το ειδικό (κυβερνητικά σχέδια για κτηνοτροφία) αλλά κάτι πιο γενικό.
Την ίδια ώρα στη γειτονική Γερμανία τα πράγματα μέσα στον κυβερνητικό σχηματισμό μόνο ήρεμα δεν είναι. Το FDP, το οποίο οι δημοσκοπήσεις δίνουν μεταξύ 6% και 8% (είχε λάβει 11,5% στις εκλογές), συγκρούεται με τους πρασίνους και τους σοσιαλδημοκράτες στον τομέα της οικονομίας. Το Union μετά το φιάσκο Λάσετ ανέκαμψε και βρίσκεται λίγο κάτω από το 30% (24% στις εκλογές). Το SPD του Σολτς που «πούλησε» ηγεσία προεκλογικά αλλά φαίνεται να μη μπορεί να τηρήσει τη δέσμευση είχε λάβει 25,7% το Σεπτέμβριο του 2021. Τώρα βρίσκεται στο όριο του 20%. Οι πράσινοι βρίσκονται 2-3 μονάδες πάνω από το ποσοστό των εκλογών (14,8%) και σε κάποιες δημοσκοπήσεις δείχνουν να υπολείπονται του AfD το οποίο έχει αυξήσει τη δύναμη του κατά περίπου 50% και κυμαίνεται μεταξύ 14% και 16% (10,3% το 2021).
Στην Ιβηρική χερσόνησο τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Στην πλέον σοσιαλιστική Πορτογαλία το κυβερνών σοσιαλδημοκρατικό κόμμα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Από το 41,4% των εκλογών Ιανουαρίου 2022 βρίσκεται στο όριο του 30%. Από την άλλη το ακροδεξιό Σέγκα δείχνει να διπλασιάζει δημοσκοπικά τις δυνάμεις του μέσα σε 14 μήνες. Από το 7,2% στο 14%. Στην Ισπανία, η οποία έχει εκλογές προς το τέλος του 2023, το λαϊκό κόμμα είναι με διαφορά πρώτο ενώ οι σοσιαλιστές υπολείπονται περίπου 5% στις δημοσκοπήσεις. Το VOX δείχνει να έχει σταθεροποιηθεί δημοσκοπικά στην περιοχή του 14-15%. Οι αριθμοί δείχνουν πως δυο κυβερνήσεις είναι οι πιο εφικτές. Μεγάλος συνασπισμός ή λαϊκό κόμμα (PP) με VOX. Το τελευταίο έχει συμβεί στην τοπική Βουλή Castile και Leon και παρά τις διαβεβαιώσεις του αρχηγού του PP πως δεν πρόκειται να συμβεί σε εθνικό επίπεδο κανείς δε μπορεί να το απορρίψει.
Υπάρχουν κι άλλες χώρες στις οποίες παρατηρούνται αλλαγές στα εκλογικά σώματα. Κάποιες είναι πιο μπροστά στα γεγονότα, άλλες πιο πίσω. Το σίγουρο είναι πως μέσα σε αυτό το δυσμενές κλίμα της κρίσης αγοραστικής δύναμης, της αύξησης επιτοκίων και των δυσκολιών των τραπεζών αρκεί ένα ειδικό γεγονός για να βγούνε στην επιφάνεια αρνητικά συναισθήματα και να γίνει η σπίθα πυρκαγιά. Οι διαδηλώσεις και οι πτώσεις κυβερνήσεων πριν συμπληρώσουν τη θητεία τους θα αποτελούν κανονικότητα στην εποχή που έχουμε μπει. Είμαστε ακόμα στην αρχή.