✍️ ο Απόστολος Πιστόλας
Έχοντας μπει στην τελική στροφή για τις ευρωεκλογές οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας δείχνουν συγκεκριμένα δεδομένα.
Ένα πρώτο κόμμα με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο, τη δεύτερη θέση σχεδόν κλειδωμένη, μια τρίτη θέση που παίζεται ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και Ελληνική Λύση, με το κόμμα του κυρίου Ανδρουλάκη να έχει τον πρώτο λόγο, και μια σειρά κομμάτων στην ουρά να τρέχουν για να περάσουν το εκλογικό όριο της εκπροσώπησης στην ευρωβουλή.
Όμως, επειδή αυτή η εκλογική αναμέτρηση είναι ιδιαίτερη και δε γνωρίζουμε το ποσοστό της συμμετοχής, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με όσα βλέπουμε διότι το ποσοστό αυτό μπορεί να τα επηρεάσει καταλυτικά. Το γεγονός πως προερχόμαστε από μια βαριά εκλογική χρονιά, με δύο εθνικές αναμετρήσεις και τις αυτοδιοικητικές εκλογές, δε βοηθάει τη συμμετοχή. Ούτε το ότι, σε αντίθεση με το 2019, οι ευρωεκλογές δε συνδέονται με άλλου είδους εκλογές που θα τραβούσαν τους πολίτες στην κάλπη. Αλλά ούτε και η νοοτροπία της μεγαλύτερης μερίδας των πολιτών που βλέπουν τις ευρωεκλογές ως δευτερεύουσας σημασίας εκλογές. Τέλος, οι αθλητικοί αγώνες του Final Four της Ευρωλίγκας αλλά και ο τελικός του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού στην Ευρώπη θα κρατήσουν το ενδιαφέρον πολλών μακριά από τις ευρωεκλογές μέχρι την τελευταία εβδομάδα. Και δε βάζω καν στην εξίσωση ένα πιθανό θερμό σαββατοκύριακο που μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο στις παραλίες αντί για τις κάλπες.
Όλα αυτά λοιπόν κάνουν την όποια πρόβλεψη για το αποτέλεσμα των εκλογών επισφαλή. Διότι πολύ απλά δεν γνωρίζουμε πόσοι και ποιοι θα ψηφίσουν αλλά και με τι σκεπτικό θα βρεθούν στην κάλπη αυτοί που τελικά θα αποφασίσουν να ψηφίσουν. Για παράδειγμα, οι συντηρητικοί της βάσης της Νέας Δημοκρατίας που είναι πληγωμένοι από την ηγεσία του κόμματος θα βρεθούν στην κάλπη; Κι εάν βρεθούν θα υπάρχει ψήφος τιμωρητική ή «αναγκαστική» υπέρ ΤΙΝΑ; Οι νέοι πολίτες που βρίσκονται μακριά από το πολιτικό σύστημα και στους οποίους στοχεύει ο κύριος Κασσελάκης θα του κάνουν το χατίρι να ψηφίσουν ή θα μείνουν σπίτι τους; Όπως καταλαβαίνετε, κάθε συνδυασμός διαφορετικών απαντήσεων σε αυτά τα δύο ερωτήματα μας δίνει διαφορετικό αποτέλεσμα, άρα και διαφορετική εικόνα για το μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό.
Εάν πάμε σε μια πολύ χαμηλή συμμετοχή (στα ποσοστά του δευτέρου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών) τότε πιο πιθανό χαμένος της υπόθεσης είναι να βρεθεί ο κύριος Κασσελάκης και όχι όσο κερδισμένα θα μπορούσαν να είναι τα κόμματα στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Ευνοημένος θα είναι λογικά ο κύριος Μητσοτάκης αλλά και μικρά κόμματα που έχουν δυνατή βάση ψηφοφόρων, καθώς με μικρότερο απόλυτο αριθμό ψήφων θα λαμβάνουν υψηλότερα ποσοστά σε μικρή κάλπη. Κερδισμένος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο κύριος Ανδρουλάκης καθώς σε ένα τέτοιο σενάριο θα έχει διασωθεί. Από την άλλη με μια μέτρια συμμετοχή (στα επίπεδα του 2019) θα έχουμε πιθανότατα ακόμα πιο ενισχυμένα τα δεξιά της ΝΔ, και ιδιαίτερα την Ελληνική Λύση, ψηλά τον κύριο Κασσελάκη, τα περισσότερα μικρά κόμματα να έχουν μια αδυναμία να φτάσουν το όριο εκλογής Ευρωβουλευτή και το ΠΑΣΟΚ σε δύσκολη θέση.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως δεν πρέπει να παίρνουμε τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων ως δεδομένα. Το μεγάλο ερώτημα είναι η συμμετοχή. Αυτή θα κρίνει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την αρχική μορφή του μετεκλογικού πολιτικού σκηνικού που θα μας συντροφεύσει μέχρι τις επόμενες εκλογές.