ΑρχικήΘυμάσαι τότε που…13/10/1925: Γεννιέται η «Σιδηρά Κυρία», Μάργκαρετ Θάτσερ

13/10/1925: Γεννιέται η «Σιδηρά Κυρία», Μάργκαρετ Θάτσερ

Στις 13 Οκτωβρίου 1925, γεννιέται η Μάργκαρετ Θάτσερ. Ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας και η πιο διάσημη βρετανίδα πολιτικός του 20ου αιώνα μετά τον Γουίνστον Τσόρτσιλ.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ – η «Κόρη του Μπακάλη», όπως την είχαν αποκαλέσει για την ταπεινή της καταγωγή ή «Σιδηρά Κυρία», προσωνύμιο που της είχαν προσάψει επιτυχημένα οι Σοβιετικοί για την ασυμβίβαστη πολιτική της και το ύφος της ηγεσίας της ήταν η μακροβιότερη πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου του 20ου αιώνα.

Έμεινε στην ιστορία για την οικονομική και πολιτική ιδεολογία που πήρε το όνομά της. Ο «Θατσερισμός» εφαρμόστηκε στα 11 χρόνια της παντοδυναμίας της (1979-1990), προς μεγάλη δόξα της ελεύθερης αγοράς, και καταγράφηκε ομόφωνα στα λεξικά ως συνώνυμο του πιο σκληρού φιλελευθερισμού, γνωστού και ως νεοφιλευθερισμού.

Η Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς γεννήθηκε πάνω από το μπακάλικο του πατέρα της στην πόλη Γκράνθαμ της κεντρικής Αγγλίας. «Γεννήθηκα σε ένα σπίτι που ήταν πρακτικό, σοβαρό και έντονα θρησκευόμενο» έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφία της. Σπούδασε Χημεία με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και εργάστηκε ως χημικός για τέσσερα χρόνια.

Το 1951 παντρεύτηκε τον Ντένις Θάτσερ, έναν διαζευγμένο πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος χρηματοδότησε τις νομικές σπουδές της Μάργκαρετ. Το 1953 γεννήθηκαν τα δίδυμα παιδιά τους, Κάρολ και Μαρκ.

Το 1959 εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων και το 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος. Υποστήριξε προτάσεις νόμου για την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τη διατήρηση της θανατικής ποινής, αλλά ψήφισε ενάντια στη χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου. Άσκησε σκληρή κριτική στην πολιτική υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την βήμα «όχι προς τον σοσιαλισμό, αλλά προς τον κομμουνισμό».

Μετά τη νίκη των Συντηρητικών υπό τον Έντουαρντ Χίθροου το 1970, η Θάτσερ έγινε Υπουργός Παιδείας και Επιστήμης. Κατά τη διάρκεια της θητείας της περιέκοψε τον Προϋπολογισμό για την Παιδεία, ενώ κατάργησε τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών. Οι αποφάσεις της αυτές προκάλεσαν κύμα διαμαρτυριών, κατά το οποίο της αποδόθηκε το σύνθημα «Thatcher Thatcher, Milk Snatcher» (Θάτσερ, Θάτσερ, άρπαγας του γάλακτος).

Στις 11 Φεβρουαρίου 1975, εξελέγη αρχηγός των Συντηρητικών. Στις 19 Ιανουαρίου 1976, σε μια ομιλία της, καταφέρθηκε εναντίον της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης. Σε απάντηση, σοβιετική εφημερίδα «Κράσναγια Ζβεζντά» (= Κόκκινο αστέρι), όργανο του Υπουργείου Άμυνας, της απέδωσε το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία», το οποίο τη συνόδεψε σε όλη την πολιτική της καριέρα.

Η πρώτη κυβέρνηση Θάτσερ

Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασίλειου στις 4 Μαΐου 1979, με βασικό καθήκον την αναστροφή της πτωτικής πορείας της οικονομίας, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του Ηνωμένου Βασιλείου, τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και την ανάδειξη του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, ο οποίος έδινε την εντύπωση ότι συνεχώς έφθινε, από την εποχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ιδεολογικά βρισκόταν πολύ κοντά με τον Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος το 1980 εξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1988. Μαζί, οι δυο ηγέτες αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις οικονομικές πολιτικές του οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν, διδάγματα τα οποία είχε ακολουθήσει μόνο ο δικτάτορας της Χιλής και μετέπειτα φίλος της Θάτσερ, Αουγκούστο Πινοσέτ.

Η Θάτσερ έθεσε ως βασική προτεραιότητά της την μείωση του πληθωρισμού. Ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να χαμηλώσει τον πληθωρισμό. Έδειξε προτίμηση προς την έμμεση φορολογία, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Καταργήθηκαν οι μισθολογικοί περιορισμοί και οι συναλλαγματικοί περιορισμοί. Οι πολιτικές αυτές διατήρησαν την αξία της στερλίνας σε υψηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα η ανεργία εκτοξεύτηκε (το 1983 υπήρχαν 3,6 εκ. άνεργοι- διπλάσιοι από το 1979).

Σταδιακά, όμως η οικονομική πολιτική άρχισε να αποδίδει. Τον Ιανουάριο του 1982, ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 8,6% από 18% και μειώθηκε και άλλο στη συνέχεια. Τα δημοσιονομικά βελτιώθηκαν. Η ανάκαμψη στηριζόταν και στα αυξανόμενα έσοδα από το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας. Επίσης, δρομολογήθηκαν οι πρώτες αποκρατικοποιήσεις κυρίως κοινοτικών κατοικιών. Αυτό αύξησε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Μ. Βρετανία. Η National Freight Company ιδιωτικοποιήθηκε το 1982 και πωλήθηκε στους εργαζόμενους της.

Η πρώτη περίοδος της πρωθυπουργίας της Θάτσερ σημαδεύτηκε από το Βορειοϊρλανδικό Ζήτημα και τον Πόλεμο των Φόκλαντς. Στις 5 Ιουνίου 1981, ύστερα από δυο και πλέον μήνες απεργία πείνας πέθανε ο Μπόμπι Σαντς, αρχηγός του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού (IRA) στη φυλακή Μέιζ της Βόρειας Ιρλανδίας. Αίτημα των απεργών πείνας ήταν να θεωρηθούν πολιτικοί κρατούμενοι όλα τα φυλακισμένα μέλη του που έφεραν στην στάμπα του τρομοκράτη από τις βρετανικές αρχές. Η Θάτσερ κράτησε σκληρή στάση και αρνήθηκε να διαπραγματευτεί μαζί τους. Τον Απρίλιο του 1982, ξέσπασε ο πόλεμος των Φόκλαντς, νησιών στον Νότιο Ατλαντικό, που διεκδικούσε και είχε καταλάβει προσωρινά η Αργεντινή. Η Βρετανία επικράτησε στα πεδία των μαχών και ανακατέλαβε τα νησιά.

Η δεύτερη θητεία

Τον Ιούνιο του 1983, η Θάτσερ εξελέγη για δεύτερη θητεία στην πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας, εξασφαλίζοντας μεγάλη πλειοψηφία του Συντηρητικού Κόμματος στην Βουλή των Κοινοτήτων. Η δεύτερη σαρωτική νίκη της στις εκλογές της έλυσε τα χέρια προκειμένου να εφαρμόσει ένα αυστηρό οικονομικό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, αγνοώντας τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις και «λυγίζοντας» ανεπανόρθωτα τα συνδικάτα. Η απεργία που σημάδεψε την πρωθυπουργία της ήταν αυτή των ανθρακωρύχων που διήρκεσε ένα χρόνο. Στο τέλος οι απεργοί ηττήθηκαν και πολλά από τα υπό κρατικό έλεγχο ανθρακωρυχεία έκλεισαν.

Τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου 1984, μια βόμβα εξερράγη σε ξενοδοχείο του Μπράιτον όπου είχαν καταλύσει η Θάτσερ και η κυβέρνησή της για το συνέδριο των Συντηρητικών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άτομα. Η βρετανίδα πρωθυπουργός δεν έπαθε το παραμικρό, αλλά ο IRA πήρε την εκδίκησή του, καθώς ανέλαβε την ευθύνη.

Η τρίτη νίκη και η πτώση

Τον Ιούνιο του 1987 οδήγησε το κόμμα της σε μια τρίτη ιστορική νίκη. Οι αποκρατικοποιήσεις συνεχίστηκαν. Η British Steel, η BP, η Rover Group, η Rolls Royce και οι εταιρίες ύδρευσης (Regional Water Authorities, RWAs) ιδιωτικοποιήθηκαν. Ο πληθωρισμός έπεσε πολύ χαμηλά (4,7%) το 1987 και η ανεργία άρχισε σταδιακά να αποκλιμακώνεται. Η κυβέρνηση προχώρησε σε περικοπές φόρων και αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος, ενώ επέβαλλε μυστική ψηφοφορία μεταξύ των μελών των συνδικάτων, προτού αναληφθεί απεργιακή δράση. Το 1987 τα δύο τρίτα των Βρετανών είχαν δικό τους σπίτι. Το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου αυξήθηκε κατά 26,8% την περίοδο 1979-1989, παραπάνω δηλαδή από τον μέσο όρο της ΕΟΚ (24,3%).

Από το 1989, η δημοτικότητα της Θάτσερ μειώθηκε, λόγω των υψηλών επιτοκίων (15%) που έπλητταν την βρετανική οικονομία. Ο πληθωρισμός άρχισε να αυξάνεται πάλι σε 7% το 1989 και σε 10% το 1990 και η ανάπτυξη άρχισε να επιβραδύνεται. Η παραγωγή πετρελαίου άρχισε να μειώνεται. Η Θάτσερ προσπάθησε να καθιερώσει τον φόρο κοινοτήτων, ένα είδος κεφαλικού φόρου. Συνεπώς, αντί για την φορολόγηση ακινήτων, φορολογούταν κάθε φυσικό πρόσωπο. Ο φόρος είχε πολλές αντιδράσεις, αφού όσο μεγαλύτερη ήταν μία οικογένεια τόσο περισσότερους φόρους πλήρωνε ανεξάρτητα από την αξία της κατοικίας.

Η αντιευρωπαϊκή της πολιτική άρχισε να διχάζει το κόμμα της, δημιουργώντας δύο αντίπαλες τάσεις, μια φιλοευρωπαϊκή και μια αντιευρωπαϊκή. Ο διχασμός αυτός έμελλε να αποβεί μοιραίος και για την ίδια. Οι Συντηρητικοί την αμφισβήτησαν με αφορμή τις αντιευρωπαϊκές θέσεις της (ήταν αντίθετη με την είσοδο της Βρετανίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και υπέρμαχος από τότε του Brexit) και την δημοσιονομική της πολιτική, που ήταν αρκούντως νεοφιλελεύθερη.

Στην εκλογή νέου προέδρου του, το 1990, το κόμμα των Συντηρητικών ήταν βαθιά διχασμένο, τόσο για το θέμα της Ευρώπης, όσο και για θέματα εσωτερικής φορολογικής πολιτικής. Με αντίπαλο τον πρώην Υπουργό της, Μάικλ Χέσελταϊν, η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και, κατόπιν διαβούλευσης με συνεργάτες της, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο. Στήριξε τον Τζον Μέιτζορ, ο οποίος και εξελέγη. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992.

Τα επόμενα χρόνια εξαργύρωνε την δόξα της δίνοντας διαλέξεις στις ΗΠΑ και σε χώρες της Ασίας όπου είναι πολύ δημοφιλής.Το φθινόπωρο του 2001, έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό ενώ γιόρταζε με τον σύζυγό τη την 50ή επέτειο του γάμου τους στη Μαδέρα. Τα εγκεφαλικά συνεχίστηκαν και, κατόπιν συμβουλής των γιατρών της, αποφάσισε να αποσυρθεί από το προσκήνιο.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέθανε στις 8 Απριλίου 2013 στο Λονδίνο, σε ηλικία 87 ετών.

Η «Σιδηρά Κυρία» εξακολουθεί να έχει φανατικούς οπαδούς και ορκισμένους εχθρούς, οι οποίοι δεν μπορούν ακόμη να συμφωνήσουν αν η περίοδος της πρωθυπουργίας της, ήταν καλή ή κακή για τη Βρετανία. Οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι η Θάτσερ απελευθέρωσε την οικονομία από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και το «καπέλωμα» των συνδικάτων.

Σε άλλους ακόμη και η αναφορά του ονόματος της προκαλεί ανατριχίλα. Γι’ αυτούς θα είναι πάντα η πρωθυπουργός που θυσίασε τρία εκατομμύρια ανέργους στον βωμό της ανεξέλεγκτης αγοράς, που κατάργησε τις κοινωνικές δαπάνες, που κατέστρεψε το εθνικό σύστημα υγείας, που μισούσε τους φτωχούς και που τόλμησε να πει: «Κοινωνία; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.Μόνο οικογένεια και άτομα».

Με πληροφορίες από: sansimera.gr