Ήταν αργά τη νύχτα, ακριβώς έναν μήνα πριν από τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, όταν ο Φρίντριχ Μερτς εκμυστηρεύτηκε σε μια ομάδα στελεχών του κόμματός του ότι είχε πάρει μια ιστορική απόφαση.
Η χώρα ήταν ακόμα σοκαρισμένη από μια φρικτή επίθεση που είχε σημειωθεί την προηγούμενη ημέρα, όταν ένας Αφγανός αιτών άσυλο μπήκε σε ένα πάρκο στη Βαυαρία και, χρησιμοποιώντας ένα μαχαίρι κουζίνας, σκότωσε ένα δίχρονο αγόρι και τον άνδρα που το πρόσεχε.
Σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν καλά, ο Μερτς – ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας – είναι ένας ηγέτης που μπορεί να κινηθεί τόσο από το συναίσθημα όσο και από τον ψυχρό πολιτικό υπολογισμό. Εκείνη η νύχτα απέδειξε ότι μπορούσε να συνδυάσει και τα δύο.
Ο ίδιος είπε στους συνεργάτες του ότι αυτές οι δολοφονίες ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τις προηγούμενες εβδομάδες, η υποστήριξη προς το κόμμα του είχε αρχίσει να υποχωρεί, ενώ το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) ανέβαινε σε πρωτοφανή επίπεδα. Τότε αποφάσισε να ακολουθήσει μια ριζοσπαστική πορεία που θα άλλαζε τις τελευταίες εβδομάδες της εκλογικής εκστρατείας, θα τον οδηγούσε στη νίκη και θα άλλαζε τη Γερμανία για πάντα.
«Ο Μερτς είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να κινηθεί συναισθηματικά», δήλωσε η βουλευτής των Χριστιανοδημοκρατών, Σεράπ Γκιουλέρ, η οποία ενημερώθηκε από τον ίδιο αμέσως μετά την επίθεση. «Αυτή η επίθεση, ειδικά επειδή επηρέασε ένα παιδί, τον συγκλόνισε βαθιά».
«Δεν με νοιάζει»
Η επίθεση στο Άσαφενμπουργκ λειτούργησε σαν σπίθα για τον Μερτς. Είχε ήδη την πεποίθηση ότι η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) έπρεπε να ακολουθήσει μια πιο σκληρή γραμμή στο μεταναστευτικό – αλλά η σοκαριστική φύση της επίθεσης, σε συνδυασμό με την άνοδο του AfD, τον έπεισε ότι ήταν τώρα ή ποτέ.
«Δεν με νοιάζει ποιος θα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο πολιτικά», δήλωσε στους δημοσιογράφους την επόμενη μέρα της επίθεσης, υπονοώντας τις επικρίσεις που ήξερε ότι θα δεχόταν για την προσέγγισή του στη ρητορική των λαϊκιστών αντιπάλων του. «Απλώς λέω ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσω άλλη οδό».
Σε μια μεταμεσονύκτια κλήση με στελέχη του CDU, παρουσίασε τη νέα του στρατηγική. Ανακοίνωσε ότι τις επόμενες εβδομάδες θα προωθούσε σκληρά μεταναστευτικά μέτρα στο κοινοβούλιο και ότι δεν θα δίσταζε να βασιστεί – για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας – στις ψήφους της ακροδεξιάς, αν χρειαζόταν.
Ήταν ένα τεράστιο ρίσκο. Κάποιοι στο κόμμα του πίστευαν ότι έτσι θα αναχαίτιζε τη μετακίνηση ψηφοφόρων προς την ακροδεξιά. Ωστόσο, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να απομακρύνει κεντρώους ψηφοφόρους ή ακόμα και να νομιμοποιήσει το AfD, ενισχύοντας περαιτέρω την υποστήριξή του.
Το στοίχημα του Μερτς
Η απόφαση αυτή άλλαξε εντελώς την πορεία της προεκλογικής εκστρατείας. Μέσα σε μια νύχτα, όλα τα κόμματα άρχισαν να επικεντρώνονται στο μεταναστευτικό και στο αν ο Μερτς είχε παραβιάσει το λεγόμενο «Brandmauer», το φράγμα που μέχρι τότε απέτρεπε τη συνεργασία με την ακροδεξιά.
Το στοίχημα του απέδωσε – έστω και οριακά. Την Κυριακή, το CDU/CSU κατέκτησε την πρώτη θέση με σχεδόν 29% των ψήφων. Το AfD ήρθε δεύτερο με πάνω από 20%, διπλασιάζοντας το ποσοστό του από το 2021.
Η μεταστροφή του Μερτς στο μεταναστευτικό δεν ήταν μόνο συναισθηματική. Σύμφωνα με στελέχη του CDU, ήταν και μια στρατηγική επιλογή για να επαναπατρίσει ψηφοφόρους που είχαν στραφεί στην ακροδεξιά.
Η αντίδραση των άλλων κομμάτων
Η απόφαση του Μερτς προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι χρησιμοποίησαν το ζήτημα ως όπλο εναντίον του, υποστηρίζοντας ότι είχε παραβιάσει τις κόκκινες γραμμές της γερμανικής πολιτικής.
Παρόλα αυτά, το μεγαλύτερο κέρδος από το αντι-Μερτς κύμα είχε η Αριστερά, η οποία εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και κατάφερε να φτάσει σχεδόν στο 9%, εκφράζοντας την πιο έντονη αντίθεση στη ρητορική του CDU.
Η διεθνής διάσταση
Ενώ στη Γερμανία η συζήτηση επικεντρωνόταν στο μεταναστευτικό, στις ΗΠΑ η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ ετοιμαζόταν για δραματικές ανακοινώσεις.
Ο Αμερικανός αντιπρόεδρος JD Vance προκάλεσε σάλο στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, μόλις εννέα ημέρες πριν τις εκλογές, κατηγορώντας τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι άνοιξαν «τις πύλες σε εκατομμύρια ανεξέλεγκτους μετανάστες».
Παράλληλα, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι σχεδίαζε ειρηνευτικές συνομιλίες με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, παρακάμπτοντας τους Ευρωπαίους και τους Ουκρανούς ηγέτες.
Μόνο τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές, το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής ήρθε ξανά στο προσκήνιο. Ο Μερτς προειδοποίησε ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην προστασία των ΗΠΑ. «Μπορούμε πραγματικά να επιτύχουμε ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ», δήλωσε μετά τη νίκη του, υπογραμμίζοντας ότι «οι Αμερικανοί δείχνουν αδιαφορία για τη μοίρα της Ευρώπης».
Το ρίσκο του Μερτς στο μεταναστευτικό καθόρισε την εκστρατεία. Όμως, η νέα του κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να αγνοήσει τις γεωπολιτικές εξελίξεις που συνέβησαν ενώ όλοι κοιτούσαν αλλού.
Πηγή: Politico