Δύο εκλογικές αναμετρήσεις διεξήχθησαν την περασμένη Κυριακή, η μία στη Φινλανδία και η άλλη στη γειτονική Βουλγαρία. Στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση η Σάννα Μαρίν, η δημοφιλέστερη, εκτός των συνόρων της χώρας, Φινλανδή πολιτικός που υπήρξε ποτέ ηττήθηκε και δε θα είναι πλέον πρωθυπουργός της χώρας. Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν αποτελεί κάποια ανατροπή, ούτε και καταψήφιση της Μαρίν και της πολιτικής της, ειδικά σε ότι αφορά το κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής και της εισόδου της χώρας στο ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα τα εκλογικά δεδομένα ήταν από τις προηγούμενες εκλογές στην κόψη του ξυραφιού. Το 2019 το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είχε λάβει την πρώτη θέση με 17,7% οι Φινλανδοί (αντισυμβατικό συντηρητικό κόμμα με αντιμεταναστευτικές και εωρωσκεπτικιστικές θέσεις, αλλά όχι φιλορωσικό) ήταν δεύτερο με 17,5% και το κεντροδεξιό κόμμα ΚοΚ τρίτο με 17%. Τα ποσοστά των τριών πρώτων κομμάτων δηλαδή ήταν εξαιρετικά κοντά* μεταξύ τους. Τέσσερα χρόνια μετά και πάλι έχουμε επανάληψη του σκηνικού με άλλον νικητή όμως αυτή τη φορά. Και τα τρία κόμματα ανέβασαν τα ποσοστά τους. Αυτό όμως που τα ανέβασε περισσότερο ήταν το κεντροδεξιό κόμμα (20,8% από 17%). Δεύτερο βρέθηκε και πάλι το κόμμα των Φινλανδών με 20,1% και τρίτοι οι σοσιαλδημοκράτες της Σάννα Μαρίν με 19,9%. Με το κεντροδεξιό KoK να κρατάει σχεδόν ταυτόσημη στάση με την Μαρίν στο θέμα της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ (και έτσι να ουδετεροποιεί το δυνατό χαρτί των σοσιαλδημοκρατών) η προεκλογική συζήτηση κατευθύνθηκε κυρίως προς την οικονομία, την ακρίβεια και τις δημόσιες δαπάνες. Όταν η ατζέντα γυρνάει σε τέτοια θέματα είναι δύσκολο σε καιρό ακρίβειας για τον οποιονδήποτε που βρίσκεται στην κυβέρνηση να κερδίσει τις εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό πως όλα τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (κεντρώοι, πράσινοι, αριστεροί) έχασαν δυνάμεις με τους κεντρώους να καταποντίζονται. Αυτός είναι και ο λόγος που δηλώνουν πως θα μείνουν στην αντιπολίτευση δυσκολεύοντας τη δημιουργία κυβέρνησης δίχως το κόμμα των Φινλανδών να συμμετέχει σε αυτήν. Είναι σχεδόν δεδομένο βέβαια πως το πολιτικό αστέρι της Μαρίν δε θα σβήσει τόσο γρήγορα. Ήδη υπάρχουν φήμες πως θα ηγηθεί των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών στις ευρωεκλογές του 2024.
Και εάν στη Φινλανδία δεν είχαμε τίποτα παραπάνω από την επιβεβαίωση της ανόδου συντηρητικών κομμάτων ανά την Ευρώπη, στη Βουλγαρία ήχησαν δυνατά καμπάνες για την πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων. Οι πολίτες της χώρας πήγαν στην κάλπη για 5η φορά τα τελευταία δύο χρόνια. Πολιτικά η χώρα βρίσκεται σε αναταραχή. Κόμματα βρίσκονται ψηλά και έπειτα από δυο εκλογικές αναμετρήσεις εξαφανίζονται, βιώσιμες κυβερνήσεις συνεργασίας δεν προκύπτουν και ένας λαός μοιάζει να ψάχνει τον έναν, τον ηγέτη που θα τους πάρει από το χέρι και θα τους οδηγήσει στο ξέφωτο. Σε αυτό το πλαίσιο ένα επικίνδυνο κόμμα άρχισε να αναπτύσσει δυναμική μέσα από τις αλλεπάλληλες εκλογικές διαδικασίες, το Revival. Πρόκειται για ένα υπερεθνικιστικό (ζητά μέχρι και την προσάρτηση των Σκοπίων), αντιευρωπαϊκό, αντινατοϊκό, φιλορωσικό κόμμα. Κατάφερε από το 2,41% του Απριλίου του 2021 να βρεθεί δυο χρόνια μετά στο 14,2% και την τρίτη θέση. Με ανοδικές τάσεις μέσα στην κοινωνία της Βουλγαρίας, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο σημαντικό κομμάτι του Βουλγαρικού λαού μη έχοντας από που αλλού να πιαστεί να πιάσει το χέρι του Κονσταντίνοφ (ηγέτης του κόμματος). Για ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πρέπει να είναι έτοιμη και η χώρα μας αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
*Ο αρχηγός του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Ρίννε συγκρότησε κυβέρνηση συνεργασίας και ανέλαβε την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 2019. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους παραιτήθηκε μετά από την απόσυρση στήριξης στο πρόσωπό του από κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού για το χειρισμό του σε απεργίες από συνδικάτα. Αντικαταστάθηκε από τη Σάννα Μαρίν