Ο ΣΥΡΙΖΑ μας έχει συνηθίσει στο να κάνει καλές προεκλογικές καμπάνιες που τον βοηθούν να συσπειρώσει το κοινό του, να πάρει μέρος των αναποφάσιστων και να καταγράψει ένα εκλογικό ποσοστό κοντά στα υψηλά των δημοσκοπήσεων.
Σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση όμως η καμπάνια του ήταν, επιεικώς, κακή. Ενώ ξεκίνησε με μία ξεκάθαρη στρατηγική πρώτης κάλπης επέμεινε στο να αναλώνεται σε συζητήσεις για τη σύνθεση μιας “προοδευτικής κυβέρνησης”, και άρα στο παραπολιτικό, αντί να εστιάσει στην ουσία που δεν είναι άλλη από το τι θα κάνει μια προοδευτική κυβέρνηση και γιατί και σε τι θα είναι διαφορετική από μια κυβέρνηση ΝΔ και Κυριάκου Μητσοτάκη. Αντί να δώσει απάντηση στις βασικές ερωτήσεις “γιατί να σε ψηφίσω (και γιατί να μην ψηφίσω τη ΝΔ)” και να προσπαθήσει να πάρει όσο περισσότερες ψήφους μπορεί, συζητά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο πρέπει το με ποιους θα συγκυβερνήσει εάν και εφόσον καταφέρουν όλοι μαζί να φτάσουν τις 151 έδρες. Και το κάνει με τέτοιο τρόπο που θολώνει το μήνυμα που προσπαθεί να περάσει στους ψηφοφόρους. Αντι να παρουσιάζεται ως ο ηγέτης μια πιθανής προοδευτικής κυβέρνησης τον κάνει να μοιάζει σαν κάποιον που προσπαθεί να κρατηθεί από όπου βρει.
Έτσι αφήνει μόνο του τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μιλά για την ουσία και άρα να φαίνεται ως η μόνη κυβερνητική επιλογή για μια σημαντική μερίδα ψηφοφόρων που ψηφίζουν με βάση την κυβερνησιμότητα. Ευτυχώς για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να τοποθετηθεί ως εναλλακτική και να εκμεταλλευτεί αυτό το σφάλμα του ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μιλούσαμε για διαφορετικό εκλογικό σκηνικό. Αυτό που μένει να φανεί την Κυριακή είναι το εάν και πόσο θα έχει στοιχίσει στον ΣΥΡΙΖΑ αυτή η προεκλογική επιλογή. Διότι θα είναι πολύ διαφορετικό το μετεκλογικό τοπίο με μια διαφορά τριών μονάδων από τη ΝΔ από ότι με μια διαφορά έξι μονάδων για παράδειγμα. Στην πρώτη περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει σοβαρό αφήγημα σε μια δεύτερη κάλπη με ενισχυμένη αναλογική, αυτό της ανατροπής, κάτω από το οποίο μπορεί να συσπειρώσει δυνάμεις που στην πρώτη κάλπη θα βρίσκονται εκτός ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι το θετικό για τον ΣΥΡΙΖΑ σενάριο.
Στο δεύτερο σενάριο όμως, αυτό της μεγάλης εκλογικής απόστασης από τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να έχει σοβαρό πρόβλημα. Διότι χάνει τον λόγο για τον οποίο τον ψηφίζει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της βάσης του: Την κυβερνητική προοπτική. Εάν γνωρίζουν δηλαδή οι ψηφοφόροι που δίνουν ψήφο εξουσίας πως δε θα είναι πρώτο κόμμα, άρα δεν έχει την πιθανότητα να πάρει το μπόνους και να κυβερνήσει τότε γιατί να τον ψηφίσουν; Και εδώ γεννάται το ερώτημα: Ποιο θα είναι το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ σε μια δεύτερη κάλπη (εάν δεν προκύψει κυβέρνηση από την πρώτη) με ένα τέτοιο αποτέλεσμα πρώτης κάλπης; Πώς θα πείσει τους συγκεκριμένους ψηφοφόρους να τον ψηφίσουν; Θα μιλήσει για ανατροπή ενώ θα είναι πίσω πχ έξι μονάδες; Κι εάν ναι, πόσοι θα ακολουθήσουν; Θα υπάρξει εσωκομματική αμφισβήτηση του Αλέξη Τσίπρα ανάμεσα από τις δυο κάλπες; Όλα αυτά μένουν να απαντηθούν μετά την Κυριακή. Από την άλλη βέβαια για να υπάρξει σοβαρό πρόβλημα θα πρέπει οι ψηφοφόροι που αποφασίσουν να φύγουν να βρουν εναλλακτική. Αμφιβάλλω εάν το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης καταφέρουν να αδράξουν μια τέτοια ευκαιρία. Έχουν χάσει πολλές για να πιστεύω πως σε αυτήν θα τα καταφέρουν. Όπως και να έχει, η ώρα της αλήθειας πλησιάζει.