Τραγωδίες, όπως αυτή των Τεμπών, είναι γεγονότα καμπής. Επηρεάζουν συναισθηματικά τους πολίτες και επιδρούν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στην εκλογική τους συμπεριφορά. Το πρώτο συναίσθημα που εκδηλώνεται, πέρα από αυτό της θλίψης για τον άδικο χαμό ανθρωπίνων ζωών, είναι αυτά του θυμού και της οργής. Οι πολίτες ψάχνουν να βρουν έναν υπεύθυνο να του καταλογίσουν ευθύνες για την τραγωδία. Όταν συμβαίνει ένα τέτοιο γεγονός προφανώς κάτι δεν πήγε καλά και κάποιος ευθύνεται για αυτό. Αυτό που προσπαθούν οι κυβερνήσεις είναι να δείξουν κάποιον άλλον ως υπαίτιο (δηλαδή να διώξουν την οργή από αυτούς) και, όταν η ημερομηνία των εκλογών είναι κοντά σε ένα τέτοιο γεγονός, να σπρώξουν τις εκλογές προς τα πίσω χρονικά (εάν αυτό είναι εφικτό) με σκοπό να τους βρει η προεκλογική εκστρατεία με τα αρνητικά συναισθήματα του θυμού και της οργής σε ύφεση.
Το πιο κλασικό παράδειγμα όπου μια εθνική τραγωδία επηρέασε εκλογές είναι αυτό του 2004 στην Ισπανία. Ο τότε πρωθυπουργός Αθνάρ είχε βάλει τη χώρα σε έναν πόλεμο (Ιράκ) που η πλειοψηφία των πολιτών δεν ήθελε. Τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές της 14ης Μαρτίου γίνεται τρομοκρατική βομβιστική επίθεση με 192 νεκρούς και άνω των 2000 τραυματιών. Η κυβέρνηση Αθνάρ, που μέχρι τότε βρισκόταν μπροστά στις δημοσκοπήσεις με +5%, δήλωσε πως για την επίθεση ευθύνονται Βάσκοι αυτονομιστές της ΕΤΑ. Μία ημέρα πριν τις εκλογές και ενώ γίνονταν συλλήψεις και όλα έδειχναν προς την Αλ-Κάιντα η κυβέρνηση συνέχιζε να δείχνει ως υπεύθυνη την ΕΤΑ. Στις εκλογές του 2014 η κυβέρνηση τιμωρήθηκε στην κάλπη για τη συμμετοχή στον πόλέμο στο Ιράκ, για το ότι δεν απέτρεψε την τρομοκρατική επίθεση και για τα ψέμματα που έλεγε όσον αφορά τον υπαίτιο. Έχασε με 5 μονάδες διαφορά.
Προφανώς και η τραγωδία των Τεμπών δεν έχει ίδια χαρακτηριστικά με αυτή της Μαδρίτης. Έχει όμως κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία μας βάζουν να κατεβάζουμε μολύβια και να παρακολουθούμε. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι αυτή η τραγωδία βγάζει στην επιφάνεια όλες τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης. Από την πελατοκρατεία (πως ένας αχθοφόρος έγινε σταθμάρχης στα 60 του;), τις υπερτιμολογήσεις (που πήγαν τόσα δις;), την ελλειπή οργάνωση και τους ρυθμούς χελώνας του δημοσίου τομέα (πως πέρασαν τόσα χρόνια δίχως να εγκατασταθούν τα ηλεκτρονικά συστήματα και να είμαστε ακόμα στο χειροκίνητο;), την ανοχή στην παραβατικότητα (τι γίνεται με τους Ρομά που έχουν καταληστέψει το δίκτυο του ΟΣΕ;). Έχουμε δηλαδή μια τραγωδία που αποκαλύπτει τα χρόνια προβλήματα ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι πως οι πολίτες ταυτίζονται με τα θύματα και τις οικογένειές τους. Επειδή είναι μια διαδρομή που όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, έχουμε κάνει, στα νεκρά παιδία οι νέοι βλέπουν τον καθρέφτη και οι μεγαλύτεροι τα δικά του παιδιά. Και αυτό κάνει το συναίσθημα να “κολλάει” και άρα να μη φεύγει εύκολα.
Η εθνική αυτή τραγωδία έχει όμως και κάποια άλλα χαρακτηριστικά που αφορούν καθαρά την κυβέρνηση. Χτυπάει την κυβέρνηση στο συγκριτικό της πλεονέκτημα: την ικανότητα. Με αυτό το αφήγημα εξελέγη ο πρωθυπουργός. Είναι το στοιχείο που τον κάνει να ξεχωρίζει σε όλες τις δημοσκοπήσεις από τον κύριο αντίπαλό του. Αυτό σημαίνει πως το αφήγημα της σύγκρισης με βάση την ικανότητα χάνει σε ένα βαθμό τη δύναμή του. Όπως επίσης και το αφήγημα της υλοποίησης υποσχέσεων, αφού αυτά που η κυβέρνηση υποσχέθηκε το 2019, φαίνεται πως, δεν έχουν γίνει. Όταν υπάρχει χτύπημα στο συγκριτικό πλεονέκτημα, τότε είναι που γίνεται η εκλογική ζημιά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δημιουργείται κρίση εμπιστοσύνης με τους πολίτες να σκέφτονται “μήπως και τα υπόλοιπα που μας λέτε ότι τα κάνετε σωστά τελικά δεν τα κάνετε”. Πλέον η κυβέρνηση θα πρέπει να πείσει πως κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, όχι η αντιπολίτευση να πείσει πως δε γίνονται σωστά τα πράγματα.
Αυτό που μένει τώρα στο εκλογικό κομμάτι είναι να μάθουμε τρία δεδομένα. Πρώτον, κατά πόσο η οργή του κόσμου θα εστιάσει στον σταθμάρχη, στην κυβέρνηση ή στο πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Δεύτερον, εάν και πότε θα έχουμε ύφεση των συναισθημάτων οργής. Τρίτον, την ημερομηνία των εκλογών (φαντάζομαι πως η 9η Απριλίου έχει φύγει από το τραπέζι). Η γνώση αυτών των δεδομένων θα μας επιτρέψει να δούμε εάν θα έχουμε μεγάλη αποχή και/ή ψήφο αντισυστημικών (ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα στο σύνολό του), ψήφο τιμωρίας της Νέας Δημοκρατίας και ψήφο σε άλλο συστημικό κόμμα ή εάν θα κινηθούμε σε πιο ομαλά επίπεδα (οργή προς σταθμάρχη ή/και ύφεση οργής). Ένας συνδυασμός και των τριών θα προκύψει (οι νέοι ψηφοφόροι θεωρώ πως θα οδηγηθούν σε αντισυστημική ψήφο ή/και αποχή). Το ερώτημα είναι ποια δύναμη θα έχει μεγαλύτερη ισχύ. Και το ερώτημα αυτό τώρα δε μπορεί να απαντηθεί από κανέναν για την ώρα.