Γράφει η Αλεξάνδρα Πάλλη
Κάθε Δεκέμβρη, ο Άγιος Βασίλης επιστρέφει, και ενώ ξέρουμε την ιστορία απέξω και ανακατωτά, εξακολουθεί να μας συγκινεί και να μας παρασύρει στον κόσμο του παραμυθιού. Δεν πρόκειται απλά για μια φιγούρα των Χριστουγέννων, αλλά για έναν παγκόσμιο μύθο με βαθύ ψυχολογικό και κοινωνικό νόημα. Για τα παιδιά δεν είναι μύθος, είναι η πρώτη τους επαφή με τη μαγεία. Με την μαγική σκέψη. Με εκείνη την μοναδική περίοδο της ζωής που η φαντασία δεν χρειάζεται αποδείξεις, όπου ο άνθρωπος είναι βέβαιος ότι μπορεί να διαμορφώσει την πραγματικότητα χωρίς λογική, επειδή απλά το πιστεύει και αυτό είναι υγιές. Σε κάθε άλλη ηλικία η ικανότητα αυτή αποτελεί ψυχικό πρόβλημα και χρήζει θεραπείας.
Η παιδική σκέψη δεν είναι μια μικρή εκδοχή της ενήλικης. Ακολουθεί τη δική της πορεία. Περνά διάφορα στάδια κατά την ανάπτυξή της, τα οποία έχουν περιγραφεί αναλυτικά από διάσημους θεωρητικούς της ψυχολογίας και μελετηθεί επί πολλά χρόνια. Στο βρέφος η σκέψη βασίζεται στις αισθήσεις και στην κίνηση. Στο επόμενο, 2-6 χρονών, το προσχολικό παιδί βρίσκεται σε μια προλογική φάση όπου μαγεία και παραμύθια βιώνονται ως αληθινά και η πίστη σε αυτά έχει βάθος. Ετσι, ανεβαίνοντας τον στολισμένο πεζόδρομο της Ερμού και συναντώντας σε κάθε γωνία έναν Άγιο Βασίλη έτοιμο να φωτογραφηθεί για κάποια ευρώ, τα μικρά παιδιά ενθουσιάζονται χωρίς να αμφιβάλλουν ούτε δευτερόλεπτο ότι όλοι αυτοί οι πάμπολλοι Άγιοι Βασίληδες είναι αληθινοί! Πρόκειται για μια εγωκεντρική σκέψη, εντελώς φυσιολογική σε αυτό το στάδιο της ανάπτυξης, όπου το παιδί αδυνατεί να σκεφτεί πέρα από τον εαυτό του. Μεγαλώνοντας, στα 7-12 αναπτύσσεται η λογική σκέψη και η επαφή με την πραγματικότητα. Τότε οι μαρτυρίες μεγαλύτερων συμμαθητών και το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να μπαίνει στο σπίτι ο Άγιος Βασίλης αφού δεν υπάρχει καμινάδα, ταλανίζει επίμονα τα παιδικά βράδια. Κι όμως η αμφιβολία της ηλικίας αυτής έχει τη δική της μαγεία. Σε κάποια παιδιά μάλιστα οδηγεί σε ξενύχτι στον καναπέ μπροστά στο δέντρο και σε γουλιές της μαγικής coca cola με την μάταιη ελπίδα να τα κρατήσει ξύπνια όλη νύχτα για να βεβαιωθούν ότι (δεν) υπάρχει. Είναι ένα σημάδι ότι η σκέψη ωριμάζει. Τα μεγαλύτερα αδέλφια όπως και το διαδίκτυο επιταχύνουν την μετάβαση από τη μαγική στη λογική σκέψη, κάποιες φορές απότομα, κάποιες φορές με χιούμορ. Παράλληλα τα παιδιά αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τους άλλους διαφορετικά και να αναπτύσσουν ενσυναίσθηση, την ικανότητα να βλέπει κανείς τον κόσμο από την θέση του άλλου. Η ικανότητα αυτή ολοκληρώνεται μετά τα 12 χρόνια όπου αναπτύσσεται η αφηρημένη σκέψη και ολοκληρώνεται η διαδικασία της γνωστικής? εξέλιξης. Εδώ η μαγεία δεν έχει χώρο πλέον.
Αλλά η εποχή των παραμυθιών δεν χάνεται, παραμένει ξεχωριστή ακόμα και αν η ιστορία αλλάζει. Γιατί κάθε παραμύθι, όπως και ο μύθος του Άγιου Βασίλη, δεν αντικατοπτρίζει μόνο τις κοινωνικές αξίες και τον πολιτισμό της εποχής αλλά καθρεπτίζει και τις βασικές ψυχικές συγκρούσεις που βιώνει το παιδί στις διάφορες φάσεις. Το ποιο παραμύθι προτιμά και ποιο διηγείται, εμπλουτίζει, ή τροποποιεί όταν παίζει μόνο του με τα ζωάκια ή τα playmobil του, μας αποκαλύπτει πολλά για τα συναισθήματα, τους φόβους, τις επιθυμίες του. Γιατί τα παραμύθια έχουν πολλαπλές λειτουργίες: συχνά αποτελούν για τα παιδιά τα πρώτα σημεία επαφής με θεμελιώδεις αλήθειες και προβλήματα, όπως ο φόβος, η επιθετικότητα και ο θάνατος. Παρότι πάντα έχουν happy end. Στα περισσότερα παραδοσιακά παραμύθια, ο ήρωας επιβιώνει, το κακό νικιέται ή τιμωρείται, και αποκαθίσταται μια μορφή τάξης ή δικαιοσύνης που κάνει τον παιδικό κόσμο ξανά ασφαλή. Ακόμη και η συχνά επικρινόμενη σκληρότητα των παραμυθιών έχει θετικές πλευρές, κόντρα στις επικρίσεις που δέχεται στην σύγχρονη περισσότερο υπερπροστατευτική κουλτούρα. Τα παραμύθια, σε αντίθεση με πολλές σύγχρονες εξωραϊσμένες παραλλαγές τους, αφήνουν χώρο για ερμηνεία και προσφέρουν επιφάνειες προβολής, καθώς πολλά στοιχεία διατυπώνονται με ιδιαίτερα συνοπτικό και ανοιχτό τρόπο. Έτσι, για παράδειγμα, η Χιονάτη δεν μιλά για το πώς αισθάνεται όταν η μητριά της προσπαθεί να τη σκοτώσει. Αφήνει το παιδί να ψάξει και να προσθέσει τα συναισθήματα — αφού πρώτα κοιτάξει το σκοτάδι κατάματα- και με αυτόν τον τρόπο να ξαναζήσει και να επεξεργαστεί τις δικές του εσωτερικές συγκρούσεις. Ή να αλλάξει την εξέλιξη του παραμυθιού και να δημιουργήσει ένα διαφορετικό τέλος ανάλογα με το πώς αισθάνεται εκείνη τη στιγμή, να εκφράσει όσα δεν μπορεί να πει εύκολα με λόγια. Και να βεβαιωθεί ότι παρότι ο κόσμος είναι επικίνδυνος, εκείνο θα μπορέσει να τα καταφέρει.
Όπως μας υπενθυμίζει χρόνια τώρα η γνωστή ψυχαναλύτρια Francoise Dolto, γιορτή είναι η ελευθερία που γεννιέται όταν αισθανόμαστε ασφαλείς. Είναι η επιδίωξη και η απόλαυση μιας επιθυμίας για κάτι πέρα του γνωστού που για να το κατακτήσουμε περνάμε από διάφορους κινδύνους. Για να περιέχει όμως χαρά η απόλαυση αυτή πρέπει στην διαδρομή να μας πλοηγήσει η πυξίδα της φαντασίας.
Τα δώρα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι απλώς αντικείμενα. Το δώρο που επιθυμεί το παιδί είναι σημαντικό. Η επιλογή του εκφράζει τις επιθυμίες του, την προσωπικότητά του, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Και έχει μεγάλη αξία για το παιδί γιατί παρέχει ασφάλεια, εμπιστοσύνη και συναισθηματικό δέσιμο. Θα θυμηθώ ένα αγόρι που έκλαιγε όταν δεν βρήκε κάτι από το δέντρο το δικό του δώρο- και πόση ανακούφιση ένιωσε όταν «αποκαλύφθηκε» ότι ο Άγιος Βασίλης το είχε αφήσει στο κοντινό σπίτι του θείου για να του το δώσει την άλλη ημέρα. Θα θυμηθώ ένα κορίτσι που ζήτησε κάτι πολύ προσωπικό του Άγιου Βασίλη, το κουδουνάκι του δεύτερου τάρανδου. Και οι γονείς της κατάφεραν να της εξηγήσουν ότι δεν μπορούν να του το στερήσουν αλλά θα κάτσουν να ακούσουν μαζί τον ήχο του σε πολλά CD και θα την βοηθήσουν να βρει κάποιο άλλο δώρο. Ή το πιο σύγχρονο defense doll ενός μελλοντικού James LeBron για να βάζει καλύτερα καλάθια στην μπασκέτα του δωματίου του.
Ο μύθος του Άγιου Βασίλη δεν αφορά τελικά τα δώρα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν να πιστεύουν, να περιμένουν και να ονειρεύονται. Συμβολίζει την ανιδιοτέλεια, την χαρά της προσφοράς, την αλληλεγγύη, την ταύτιση με την ικανότητα να δίνεις, την ελπίδα και τη αισιοδοξία, το όνειρο, την συνεργατικότητα και την ομαδική δουλειά, την προσμονή, την διαχείριση της προσδοκίας και της ανυπομονησίας, την αίσθηση ότι κάποιος μας σκέφτεται, την βεβαιότητα ότι δεν θα μας ξεχάσει, την εμπιστοσύνη, την τόσο θεραπευτική πεποίθηση ότι το καλό υπάρχει και ότι πρέπει να υπερασπιστούμε την πιθανότητα να κερδίσει στο τέλος, για να πορευτούμε στην ζωή μας.
Για τους ειδικούς όμως, είναι κάτι περισσότερο: ένα ψυχολογικό εργαλείο φαντασίας και συναισθηματικής ανάπτυξης. Γι αυτό το γράμμα στον Άγιο Βασίλη που θα γράψει το κάθε παιδί έχει σημασία και αποτελεί μια πύλη προς την χαρά. Η βοήθεια των ενηλίκων είναι σημαντική, Η θεωρία μας αποδεικνύει ότι η μάθηση προηγείται της ψυχικής ανάπτυξης και είναι μοχλός εξέλιξης. Όταν ένα παιδί έχει βοήθεια και υποστήριξη μαθαίνει περισσότερα από όσα μπορεί μόνο του και με τον τρόπο αυτό εξελίσσεται η ανάπτυξή του.
Στην πραγματική ζωή, τα γράμματα καταργούνται όπως πια και οι Χριστουγεννιάτικες κάρτες που βρίσκουμε στο κουτί με τα περσινά στολίδια και αναβιώνουν αναμνήσεις μοναδικών στιγμών χαράς. Η Δανία, ως πρώτη ευρωπαϊκή χώρα είναι αυτή που στις 31 αυτού του Δεκέμβρη σταματά οριστικά το ταχυδρομείο γραμμάτων. Τα ολοζώντανα κινούμενα flyers στους υπολογιστές παίρνουν την θέση τους με αποδέκτες ψηφιακά avatar και αυτοματοποιημένες ευχές περιορισμένης πρωτοτυπίας από την τεχνητή νοημοσύνη.
Ας ελπίσουμε ότι το γραμματοκιβώτιο του Άγιου Βασίλη θα συνεχίσει πάντα να γεμίζει. Και το παιδί, το παιδί μας ή το παιδί μέσα μας, θα συνεχίσει να μαγεύεται ζωγραφίζοντας το όνειρο και τη γιορτή στα χρώματα της φαντασίας του.
Η Δρ Αλεξάνδρα Πάλλη είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια.

