Σε ημερίδα με θέμα: «Η παρακολούθηση του ηφαιστείου της Σαντορίνης και η πρόσφατη σεισμο-μαγματική κρίση: Τι έγινε, τι συμβαίνει, τι να περιμένουμε», μίλησε ο καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος.
Ο κ. Παπαζάχος, μιλώντας για τα σενάρια μεγάλης ηφαιστειακής έκρηξης στη Σαντορίνη, τόνισε μεταξύ άλλων: «Κάποια στιγμή θα συμβεί μια μεγάλη έκρηξη, αλλά τότε δεν θα υπάρχει ούτε η σκόνη μας», διευκρινίζοντας πως το ελάχιστο διάστημα ανάμεσα σε δύο μεγάλες εκρήξεις είναι περίπου 20.000 χρόνια. Η τελευταία μεγάλη καταστροφική έκρηξη σημειώθηκε γύρω στο 1570 π.Χ., πράγμα που σημαίνει ότι η επόμενη απέχει… αιώνες.
Παράλληλα, επισήμανε ότι μια τέτοια μεγάλη έκρηξη, αν και μακρινή, θα διαρκούσε περίπου 1.260 ημέρες (σχεδόν τέσσερα χρόνια), αλλά οι επιστήμονες θα την εντοπίσουν εγκαίρως, καθώς το υπέδαφος στέλνει προειδοποιητικά σημάδια.
Η Σαντορίνη βρίσκεται υπό συνεχή παρακολούθηση μέσω 124 σεισμογράφων και 32 σταθμών GNSS, ενώ οι επιστήμονες έχουν ήδη «κυκλώσει» το ηφαίστειο με εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας για την άμεση ανίχνευση κάθε μεταβολής.
Ο κ. Παπαζάχος σημείωσε ότι «υπάρχει μία τρύπα στην Καλδέρα που ευνοεί την έξοδο μάγματος», ενώ αναφέρθηκε και στους κινδύνους από τη μορφολογία του νησιού, ειδικά σε περίπτωση ισχυρών σεισμών, όπως εκείνον των 7,5 Ρίχτερ του 1956 που άφησε πίσω του 53 νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές.
Διευθυντής Γεωδυναμικού Ινστιτούτου: Σε διάστημα τριών ημερών είχαμε πλήθος σεισμών ισοδύναμο του έτους
Η σεισμο-ηφαιστειακή κρίση 2024-2025 στην περιοχή Αμοργού-Σαντορίνης αποτελεί μια σπάνια γεωδυναμική έξαρση, με εξαιρετικά αυξημένο πλήθος σεισμών, κυρίως από τις αρχές Φεβρουαρίου 2025, σύμφωνα με την εισήγηση που έκανε ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Βασίλης Καραστάθης, καθώς, όπως εξήγησε, σε λίγες μόνο μέρες καταγράφηκαν περισσότεροι σεισμοί από ό,τι σε ένα έτος, με κορύφωση στις 2-12 Φεβρουαρίου όπου σημειώθηκαν 213 σεισμοί άνω των 4 Ρίχτερ. Η πλειονότητα των υποκέντρων περιορίζεται μεταξύ 7-13 χλμ βάθος, ενώ παρατηρήθηκε μετακίνηση της σεισμικότητας από το Κολούμπο προς την Ανύδρο.
Το φαινόμενο χαρακτηρίζεται ως σμηνοσειρά – σεισμική δραστηριότητα χωρίς κύριο σεισμό – που ενδέχεται να συνδέεται με διείσδυση μάγματος, είσοδο ρευστών σε προϋπάρχουσες τεκτονικές ζώνες στον φλοιό, φαινόμενα ασεισμικής (αργής ολίσθησης σε ενεργά ρήγμα) ή συνδυασμό των παραπάνω μηχανισμών.
Ο κ. Καραστάθης στάθηκε στις κομβικές στιγμές των κρίσιμων εκείνων ημερών όπως ο διαχωρισμός της σεισμικότητας από την ηφαιστειακή δραστηριότητα. «Σε διάστημα τριών ημερών είχαμε το πλήθος σεισμών ισοδύναμο του έτους. Είχε πάρει φωτιά η βάρδια, είδα σκηνές απίστευτες με τους αναλυτές σε πανικό, όπου έβλεπαν τα μόνιτορ συνέχεια μαυρισμένα και έτρεχαν. Σε καθημερινή βάση 27-30 σεισμοί άνω του M4.0 και εκατοντάδες μικρότεροι αναλύθηκαν χειρακτικά από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο. Οι σεισμοί ήταν σε τεράστια συχνότητα που υπερβαίνει ακόμα και τις δυνατότητες του αυτόματου συστήματος. Γινόταν σε τακτική βάση και ανάλυση με αυτοματοποιημένες μεθόδους μηχανικής μάθησης για την ανίχνευση μικρότερων σεισμών», σημείωσε.
Αναφερόμενος στην αναβάθμιση της παρακολούθησης και τη συμβολή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του ΕΑΑ ο διευθυντής του σημείωσε: «Εγκαταστάθηκαν νέοι σταθμοί real time παρακολούθησης στο πεδίο με άριστη συνεργασία των σεισμολογικών φορέων. Νέοι σεισμολογικοί, γεωδαιτικοί και παλιρροιογραφικοί σταθμοί προστέθηκαν στην περιοχή. Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο εγκατέστησε άμεσα σεισμολογικούς σταθμούς σε Θήρα, Θηρασιά, Ανάφη, Αμοργό και Αστυπάλαια. Το προηγούμενο διάστημα είχε συμβάλει και σε δύο θέσεις στο σεισμολογικό της Σαντορίνης του ΙΜΠΗΣ/ΑΠΘ. Επίσης εγκατέστησε σε τρεις θέσεις σταθμούς GNSS (Αρχαία Θήρα, Οία, Άνυδρο) σε συνεργασία με ΕΚΠΑ. Και επισκεύασε έναν ακόμη στη Θήρα. Το ΑΠΘ πρόσθεσε επίσης σεισμολογικούς σταθμούς σε Άνυδρο και Χριστιανά. Ανανέωσε θέσεις στο δίκτυο της Σαντορίνης», σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση σήμερα ανέφερε ότι «η σεισμική ακολουθία στη θαλάσσια περιοχή της Ανύδρου μεταξύ Θήρας και Αμοργού, διατηρείται σταθερά σε χαμηλό επίπεδο», όμως «στο πλαίσιο της σεισμικής ακολουθίας δεν αποκλείεται η σποραδική εκδήλωση ισχυρότερων σεισμών».
Ο κ. Καραστάθης επισήμανε ότι το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών ενισχύει μέσω του προγράμματος ΝΟΑ-Aegis τις υποδομές παρακολούθησης του Ελληνικού και Ηφαιστειακού Τόξμου, σε συντονισμό με το Ενιαίο Εθνικό Δίκτυο Σεισμογράφων και τα υφιστάμενα τοπικά παρατηρητήρια σε Σαντορίνη, Μέθανα και Νίσυρο. «Με τη συνεργασία όλων των σχετιζόμενων φορέων, όπως τα ελληνικά πανεπιστήμια, το ΙΜΠΗΣ, τις τοπικές αρχές, ερευνητικούς φορείς του εξωτερικού το ΕΑΑ αποσκοπεί στη δημιουργία μιας εθνικής προσπάθειας για την παρακολούθηση των ενεργών ηφαιστείων της χώρας. Μελέτες θα ακολουθήσουν την εγκατάσταση του εξοπλισμού αναβαθμίζοντας τη γνώση για το ηφαίστειο της Σαντορίνης», υπογράμμισε.
Οι εδαφικές μετακινήσεις
Ο καθηγητής Γεωδαισίας και Τοπογραφίας του ΤΑΤΜ/ΑΠΘ Χρήστος Πικριδάς, μίλησε για την παρακολούθηση του Ηφεστείου της Σαντορίνης από τα πρώτα ενόργανα δίκτυα μέχρι τις σύγχρονες εξάρσεις (2011-2012 & 2024-2025) .
«Τα φαινόμενα του 2024-2025 παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά του 2011-2012. Η συνεχής παρακολούθηση είναι κρίσιμη για την έγκυρη λήψη μέτρων και έγκαιρη πρόβλεψη εξάρσεων. Το Ηφαίστειο παρακολουθείται συνεχώς», σημείωσε. Επισήμανε, δε, την ανάγκη εξειδίκευσης σε επιχειρησιακό επίπεδο του σχεδίου ΤΑΛΩΣ ιδίως σε σχέση με τις τοπικές υποδομές. «Δεν έχει γίνει καμία άσκηση εφαρμογής του μέχρι σήμερα», είπε. Αναφέρθηκε τέλος στην ανάγκη ενίσχυσης της επιστημονικής συνεργασίας των ακαδημαϊκών ερευνητικών φορέων. «Η ίδρυση από την Πολιτεία Ηφαιστειακού Παρατηρητηρίου θα επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση του ηφαιστείου, την έγκαιρη πρόβλεψη πιθανών διεγέρσεων και την άμεση ενημέρωση των αρχών και των κατοίκων, ενισχύοντας έτσι την ασφάλεια και την πολιτική προστασία. Παράλληλα θα προάγει την επιστημονική έρευνα με τη συμμετοχή όλων των φορέων», σημείωσε.
Στην παρακολούθηση της σεισμο-ηφαιστειακής έξαρσης του 2024-2025 στην περιοχή Σαντορίνης – Ανύδρου με τη χρήση δεδομένων δορυφορικών συστημάτων πλοήγησης GNSS αναφέρθηκε ο επ. Καθηγητής Γεωδαισίας και Τοπογραφίας του ΤΑΤΜ-ΑΠΘ Στέλιος Μπίθαρης.
Όπως είπε, από το 2019 το ΑΠΘ και το ΙΜΠΗΣ εγκατέστησαν σταθμούς GNSS για τη γεωδαιτική παρακολούθηση της ηφαιστειακής δραστηριότητας στη Σαντορίνη και το 2025, λειτουργούν συνολικά 32 μόνιμοι σταθμοί στην ευρύτερη περιοχή Σαντορίνης – Ανύδρου. Αναφερόμενος στην έξαρση της σεισμικότητας στην περιοχή Ανύδρου στις αρχές Φεβρουαρίου 2025, ανέφερε ότι τα δεδομένα GNSS κατέγραψαν έντονες και απότομες εδαφικές μετακινήσεις.
«Τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου παρατηρήθηκε συστηματική και ραγδαία εδαφική μετακίνηση βόρεια- ανατολικά και αλλαγή της κατακόρυφης μετακίνησης», σημείωσε ο κ. Μπίθαρης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε παρατηρήθηκε καθίζηση στη νησίδα Άνυδρο με ρυθμό περίπου τρία μέτρα τον χρόνο και ν-δ οριζόντια μετακίνηση και συστηματική Β-Α μετακίνηση του βόρειου τμήματος της Σαντορίνης με ρυθμό περίπου 1,5 μέτρο τον χρόνο. Ο ρυθμός της παραμόρφωσης διήρκεσε περίπου δύο εβδομάδες, ενώ η εξομάλυνση ξεκίνησε στις 22 Φεβρουαρίου. Στην αρχή του φαινομένου η σταδιακή καθίζηση ήταν 3 εκατοστά σε 12 ημέρες. Στην έντονη περίοδο του φαινομένου η μέγιστη οριζόντια μετακίνηση έφτασε έως 7,5 εκατοστά σε 17 ημέρες, δηλαδή 0,4 την ημέρα και η καθίζηση 3,5 εκατοστά σε 4 ημέρες.
Στη συμβολή των δορυφορικών δεδομένων Παρατήρησης Γης στην παρακολούθηση της σεισμο-ηφαιστειακής έξαρσης του 2024-2025 στην περιοχή Σαντορίνης-Ανύδρου, αναφέρθηκε ο αν. Καθηγητής του Τμήματος Γεωλογίας Μιχάλης Φουμέλης.
Μιλώντας για τον ρόλο των δορυφορικών τεχνικών, ιδίως της διαφορικής συμβολομετρίας ραντάρ (InSAR), στην ανίχνευση παραμορφώσεων εδάφους που προηγούνται της σεισμικής έξαρσης, εξήγησε ότι όπως συνέβη το 2011, έτσι και το 2024-25, παρατηρήθηκαν παραμορφώσεις 1-2 μήνες πριν την έντονη σεισμικότητα, οι οποίες όμως δεν είναι εύκολα ερμηνεύσιμες σε πραγματικό χρόνο.
Από δορυφορικά δεδομένα (ιδίως του συστήματος Copernicus/Sentinel) και με τη χρήση δύο τροχιών (ανιούσας-καθοδικής) παρατηρήθηκε σημαντική ανύψωση στη Νέα Καμένη, κυρίως στη βόρεια πλευρά, από τα μέσα του 2024. Οι μεταβολές αυτές ήταν χαμηλής έντασης (χιλιοστά) μέχρι το καλοκαίρι του 2024, οπότε και άλλαξε η δυναμική της περιοχής.
Ο καθηγητής τόνισε η συνεχής παρακολούθηση είναι κρίσιμη, καθώς τα σημάδια προειδοποιούν και επεσήμανε την ανάγκη δημιουργίας μόνιμου παρατηρητηρίου στη Σαντορίνη, ώστε να αναγνωρίζονται μικρές, πρώιμες μεταβολές, αντί να εξαρτώνται οι επιστήμονες από περιστασιακές εκστρατείες παρακολούθησης. «Σαν επιστημονική κοινότητα είμαστε σε φάση να αναγνωρίσουμε τέτοια φαινόμενα. Η δημιουργία ενός παρατηρητηρίου ελπίζω Αυτή τη φορά να επιτευχθεί», τόνισε.