Αναλυτικά, το πόρισμα αναφέρει:
Η ερευνητική ομάδα παρατήρησε τη σημαντική επίδραση του Τύπου και των μέσων ενημέρωσης στην έρευνα, τα θύματα και τις οικογένειές τους.
Στις 28.02.2023, μετά τη λήξη της επιχείρησης αναζήτησης επιζώντων, η αποτροπή παρεμβάσεων των μέσων ενημέρωσης και η προστασία των πιο σκληρών και θλιβερών εικόνων από τη δημοσιοποίηση αποτέλεσαν μεγάλη πρόκληση στον χώρο του δυστυχήματος. Η πίεση από τους συντονιστές για την αποκατάσταση του χώρου του ατυχήματος οδήγησε σε απώλεια αποδεικτικών στοιχείων. Η ερευνητική ομάδα τονίζει την ανάγκη να διδαχθούμε από αυτή την έλλειψη σεβασμού και τάξης.
Ενώ το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης για το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν και παραμένει έντονο, η εστίαση στην ασφάλεια των σιδηροδρόμων είναι ελάχιστη, συχνά ακόμη και παραποιώντας βασικά ευρήματα. Ένα παράδειγμα είναι η δυσανάλογη έμφαση στην αιτία της πυρκαγιάς, η οποία, αν και επιδείνωσε τις συνέπειες, δεν ήταν αιτιώδης παράγοντας του ατυχήματος. Επιπλέον, γενικά, οι διαρροές πληροφοριών μετατρέπονται σε άρθρα χαμηλής ποιότητας, καθώς η υπερβολική προβολή επισκιάζει σημαντικά στοιχεία της έρευνας.
Τα μέσα ενημέρωσης δίνουν συχνά προτεραιότητα στην απόδοση νομικών ευθυνών αντί στη βελτίωση της ασφάλειας, καταδικάζοντας ακόμη και δημόσια άτομα πριν από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση. Οι διαρροές και η προσέγγιση των μέσων με επίκεντρο την επίρριψη ευθυνών επηρεάζουν σημαντικά την προσπάθεια της ερευνητικής ομάδας να διατηρήσει μια καλή συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική, προοδευτική ερευνητική προσέγγιση.