ΑρχικήΕπικαιρότηταΤηλεργασία στο Δημόσιο: Μεταρρύθμιση ή ανέκδοτο;

Τηλεργασία στο Δημόσιο: Μεταρρύθμιση ή ανέκδοτο;

✍️ ο Παναγιώτης Καρκατσούλης

Με την ευκαιρία της είδησης του «παλαιοχριστιανού» που τηλεργαζόταν από τα σπήλαια της Κορινθίας, επανήλθε στην επικαιρότητα η τηλεργασία– και ειδικότερα, η τηλεργασία στο Δημόσιο.

Είναι γεγονός ότι η τηλεργασία στο Δημόσιο προέκυψε όχι μέσω μιας τεκμηριωμένης μελέτης για την αναγκαιότητά της η για την βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών του προς τους πολίτες. Ο νόμος 4807/21 «θεσμικό πλαίσιο τηλεργασίας, διατάξεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις» που ήρθε ως λύση ανάγκης απέναντι στον κορωνοϊό, σκοπό είχε να προστατεύσει την δημόσια υγεία κι όχι να λύσει τα θέματα της τηλεργασίας.

Ουδέν, όμως, μονιμότερο του προσωρινού. Η τηλεργασία είχε την ίδια τύχη με το «μπόνους παραγωγικότητας» κι άλλες μεταρρυθμίσεις που δεν ευοδώθηκαν στη χώρα μας, καταλήγοντας να αποτελεί μια πρόσθετη ημέρα άδειας, χρήση της οποίας κάνουν, εναλλάξ, οι υπάλληλοι.

Ευθύνη γι’ αυτό έχουν όλοι: Αρχής γενόμενης από τον νομοθέτη που μ’ ένα πρόχειρο θεσμικό πλαίσιο προσπάθησε να βρει μια εμβληματική λύση, μέχρι την συγκεκριμένη υπηρεσία που το εφαρμόζει κατά το δοκούν και τον, εκάστοτε, συγκεκριμένο υπάλληλο που προσπαθεί να επωφεληθεί το μέγιστο δυνατόν.
Για του λόγου το αληθές, ιδού ορισμένα παραδείγματα:
Ο ν. 4807/21 αντί να αναφέρεται στα περιγράμματα θέσεων που οι κάτοχοί τους μπορούν η δεν μπορούν να τηλεργαστούν (δηλαδή, στη δουλειά που κάνουν) αναφέρεται στη σχέση εργασίας τους με το Δημόσιο (μόνιμοι, αορίστου και ορισμένου χρόνου) συμπεριλαμβάνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό τους σ’ εκείνους που δικαιούνται να τηλεργαστούν.

Ο συντάκτης του νόμου αδιαφορεί για την αδυναμία εφαρμογής και ελέγχου των όσων ορίζει. Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι πρέπει «να είναι γνωστός ο τόπος παροχής της τηλεργασίας» (αρθρ. 15 παρα. 1α) χωρίς να έχει ορίσει τις είδους τηλεργασία υιοθετεί κι επιπλέον, δεν ορίζει τι θα συμβεί εάν παραβιαστεί ο κανόνας.
Το ίδιο συμβαίνει κι όταν ο νόμος ορίζει ότι «ο τηλεργαζόμενος υποχρεούται να κάνει αποκλειστική χρήση του επίσημου ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του φορέα κατά την εκτέλεση της τηλεργασίας».

Ποιος και πως θα το ελέγξει αυτό, ιδίως, σε υπηρεσίες Δήμων που έχουν ελλιπέστατο προσωπικό;
Αλλά ακόμη και πιο συγκεκριμένες υποχρεώσεις που θέτει ο νόμος, όπως, για παράδειγμα, ότι «ο προϊστάμενος Διεύθυνσης/Τμήματος καθορίζει τις θέσεις εργασίας που είναι επιλέξιμες για τηλεργασία» (άρθρ.13) είναι ατελείς. Αφού δεν υπάρχουν κριτήρια επιλογής και ο προϊστάμενος θα έχει να αντιμετωπίσει την πίεση όσων αποκλειστούν από το σύστημα τηλεργασίας ως διακριτική μεταχείριση, δεν θα προτιμήσει να κάνει «τα στραβά μάτια» ακόμη και σ’ εκείνους που θα έπρεπε να αποκλειστούν από το ευεργέτημα;

Αλλά ακόμη κι εκεί που ο νομοθέτης είναι συγκεκριμένος, όπως, για παράδειγμα, στο άρθρο 8 παρα. 1 που ορίζει ότι «η τηλεργασία παρέχεται σε καθορισμένες ημέρες ανά εβδομάδα και μήνα εκάστου ημερολογιακού έτους και δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τις 44 εργάσιμες ημέρες ανά ημερολογιακό έτος» η εφαρμογή της επαφίεται στην συνείδηση του Προϊσταμένου. Τι θα γίνει εάν ξεπεράσει τις 44ημέρες; Θα ισχύσουν οι γενικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα με τις άκρως χρονοβόρες και χαοτικές διαδικασίες που τις περισσότερες φορές καταλήγουν σε ατιμωρησία;

Την ίδια τύχη έχουν και οι διατάξεις εκείνες με τις οποίες ο νομοθέτης προσπαθεί να μεταφέρει το βάρος της εφαρμογής τους (και της ευθύνης) στον ίδιο τον υπάλληλο. ΄Ετσι, λοιπόν, οι διατάξεις που αναφέρουν ότι «στο αίτημα του υπαλλήλου που θέλει να τηλεργαστεί (πρέπει να) αναφέρονται ο αριθμός των ημερών» η ότι «ο υπάλληλος οφείλει να διασφαλίσει ότι ο επιλεγόμενος χώρος πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προδιαγραφές που καθιστούν εφικτή την απρόσκοπτη και αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του» (άρθρ. 11 παρα.2), είναι ατελείς. Ο νομοθέτης γνωρίζει ότι δεν υπάρχει μηχανισμός ελέγχου της εφαρμογής τους και, στην πράξη, οι διατάξεις αυτές θα ατονήσουν.

Όταν πια, η τηλεργασία κατέληξε να εφαρμόζεται με την ίδια θρησκευτική ευλάβεια της πρώτης περιόδου του κορωνοϊού, με το ποσοστό των οικουρώντων υπαλλήλων να φθάνει στο 40% των υπηρετούντων σε μια μονάδα, η ΑΑΔΕ αντέδρασε προσπαθώντας να φρενάρει την κατάσταση. Έτσι, με μια εγκύκλιό της, το 2023, ερμηνεύει συσταλτικά την διάταξη του αρχικού νόμου ορίζοντας ότι «το μέγιστο ποσοστό των υπαλλήλων ανά Διεύθυνση του φορέα που δύναται να απασχολείται μέσω τηλεργασίας, δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) επί του συνόλου των υπαλλήλων της εν λόγω Διεύθυνσης, των οποίων η φύση των καθηκόντων καθιστά εφικτή την εκτέλεσή τους μέσω τηλεργασίας».

Η δεσμευτικότητα της εξαγγελίας αφορά, προφανώς, την ίδια.
Η τηλεργασία δεν θα μπορέσει ποτέ- όπως κι όλες οι υπόλοιπες τεχνολογικές εφαρμογές- να προσπεράσουν κρίσιμα θέματα της διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού που παραμένουν ανεπίλυτα.
Όταν η εξατομίκευση και η αίσθηση «ιδιοκτησίας» της εργασίας στο Δημόσιο είναι, ακόμη, όνειρο θερινής νυκτός και η ισοπεδωση είναι κανόνας, τότε και η τηλεργασία θα είναι το ίδιο. Εφ’ όσον δεν αποτιμάται η παραγωγικότητα της εργασίας, δεν αποτιμάται ούτε και η τηλεργασία.

Όταν ο υπάλληλος πάει στο γραφείο του και κάθεται περιμένοντας να του πουν τι να κάνει, κάθεται και στο σπίτι του. Στο Δημόσιο δεν υπάρχουν παρά στα σπάργανα συστήματα παρακολούθησης της εργασίας, διαχείρισης χρόνου, λήψης αποφάσεων, κλπ. Ακόμη και η εφαρμοζόμενη στοχοθεσία είναι πολύ μακριά από το να αποτελεί παράγοντα αναβάθμισης της εργασίας. Και, τελικά, δεν είναι εύκολη η παραδοχή ότι η τηλεργασία είναι βολική σε μια γραφειοκρατική κουλτούρα γιατί ο προϊστάμενος απαλάσσεται από «προβληματικούς» υπαλλήλους που του αδειάζουν ένα γραφείο.

Εν κατακλείδι, ακόμη μια φορά, βρισκόμαστε στο ίδιο έργο θεατές. Οι μεταρρυθμίσεις θέλουν σχέδιο, αποφασιστικότητα, επιμονή και υποστήριξη από μια κρίσιμη μάζα υπαλλήλων. Οι κάτι-σαν-μεταρρύθμιση εξαγγελίες βλάπτουν τις μεταρρυθμίσεις και μεταφέρουν στο απώτατο μέλλον το πλήρωμα του χρόνου για μια δημόσια διοίκηση αρωγό της ανάπτυξης και του πολίτη.