ΑρχικήEvergreenΙσραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση: Πως φτάσαμε από τους Φιλισταίους και τη «Γη της Επαγγελίας»...

Ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση: Πως φτάσαμε από τους Φιλισταίους και τη «Γη της Επαγγελίας» στον πόλεμο Ισραήλ- Χαμάς

H «Ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση» είναι η συνεχιζόμενη διένεξη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστίνιων κι έχει καταβολές στην εβραϊκή μετανάστευση και στη θρησκευτική σύγκρουση των δύο λαών στην υπό βρετανική κατοχή Παλαιστίνη.

Παρά το γεγονός πως η σύγκρουση έχει τις ρίζες της στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η περιοχή που αποτελεί το μήλο της έριδος μέχρι και σήμερα ήταν τόπος μεγάλων εντάσεων κι εχθροπραξιών από την αρχαιότητα.

Πώς φτάσαμε, όμως, από την αντιπαλότητα ενός αρχαίου λαού της θάλασσας κι ενός γειτονικού λαού με έντονο θρησκευτικό υπόβαθρο, σ’ έναν πόλεμο που μετρά σήμερα πάνω από έναν αιώνα ιστορίας;

Οι Φιλισταίοι, η «Γη της Επαγγελίας» των Ιουδαίων και ο ρόλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Η ονομασία «Παλαιστίνη» (Φιλαστίν στα αραβικά) προέρχεται από τους Φιλισταίους (ή Πελεσέτ). Οι Φιλισταίοι ήταν λαός της θάλασσας που κυριάρχησε περίπου το 1180 π.Χ και κατείχε τις πόλεις Ασκελόν, Ασντόντ, Γεθ, Ακκαρών, καθώς και την Γάζα.

Οι Φιλισταίοι αποτελούσαν βσικούς εχθρούς των Ισραηλιτών, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Αν και δεν έχουμε πολλά στοιχεία από αρχαιολογικές έρευνες, οι αναφορές στις μεταξύ τους πολεμικές συγκρούσεις είναι πολλές στην εβραϊκή Βίβλο, με γνωστότερη όλων τη μάχη του Δαβίδ με τον Γολιάθ.

πηγή: wikipedia

Η «Γη του Ισραήλ» που βρισκόταν στα ανατολικά της Φιλισταίας, θεωρείται από τους Ιουδαίους κληρονομιά που υποσχέθηκε ο Θεός στους απογόνους του Αβραάμ μέσω του γιου του, Ισαάκ και στους Ισραηλίτες, τους απογόνους του Ιακώβ, εγγονού του Αβραάμ. Η θρησκευτική πίστη της «Γης της Επαγγελίας» βασίζεται στα βιβλία της Γένεσης και της Εξόδου, καθώς και στους Προφήτες.

πηγή: wikipedia

Μετά τον Τρίτο Ιουδαϊκό Πόλεμο μεταξύ Ρώμης και Ιουδαίων (132-135 μ.Χ.), η μέχρι τότε γνωστή ως «Ιουδαία» μετονομάστηκε σε «Παλαιστίνη της Συρίας», ακριβώς για να συνδεθεί με τους Φιλισταίους που ήταν παραδοσιακοί αντίπαλοι των Ιουδαίων, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως είχε άμεση σχέση με την προγενέστερη ή τη μεταγενέστερη Παλαιστίνη. Η νίκη των Ρωμαίων έφερε την εκδίωξη του ιουδαϊκού λαού από τα εδάφη στην περιοχή της Ιερουσαλήμ και την πραγματική αρχή της ιουδαϊκής διασποράς.

Η οθωμανική Παλαιστίνη και η άνοδος του Σιωνισμού

Η περιοχή κατακτήθηκε στη συνέχεια από Βυζαντινούς (330-640 μ.Χ.), Άραβες (7ο αιώνα μ.Χ.), Σελτζούκους Τούρκους (1071 μ.Χ.), Σταυροφόρους (1099 – 1187 μ.Χ.), Μαμελούκους Αιγύπτιους (περί το 1250 – 1516 μ.Χ.), Οθωμανούς (1516-1831), Αιγύπτιους (1831-1841) και πάλι Οθωμανούς/Τούρκους (1841 – 1917).

Η Παλαιστίνη στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφορούσε μια κυρίως αγροτική περιοχή, με κοινωνικές σχέσεις που παραπέμπουν στην επονομαζόμενη ως «Οθωμανική φεουδαρχία». Πλησιάζοντας προς το τέλος του 19ου αιώνα, άρχισαν να αναπτύσσονται περισσότερο οι πόλεις, ενώ ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά.

Την ίδια περίοδο, έκανε την εμφάνισή του στην Ευρώπη ένα πολιτικό κίνημα με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου εβραϊκού κράτους που θα συγκέντρωνε όλους τους Ισραηλίτες της διασποράς στην περιοχή της Παλαιστίνης. Ο Σιωνισμός, το όνομα του οποίου προέρχεται από τον Λόφο της Σιών στην Ιερουσαλήμ, αν και βασίστηκε εν μέρει στην ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση, ήταν κυρίως ένα κοσμικό κίνημα που εμφανίστηκε ως απάντηση στο δεύτερο μεγάλο κύμα αντισημιτισμού στην ιστορία της Ευρώπης (το πρώτο κύμα του Μεσαίωνα είχε οδηγήσει στη δημιουργία των γκέτο σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις).

Η ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ και οι πρώτες συγκρούσεις

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η περιοχή πέρασε στον έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας. Τότε, δημιουργήθηκε ένα κράτος από τις όχθες του Ιορδάνη ως τις ακτές της Μεσογείου. Το νέο κράτος ονομάστηκε από τους Άγγλους Παλαιστίνη και οι κάτοικοι του Παλαιστίνιοι. Στην περιοχή δυτικά του Ιορδάνη κατοικούσαν κυρίως Άραβες Μουσουλμάνοι, αλλά υπήρχαν και σημαντικές μειονότητες Χριστιανών Αράβων και Εβραίων.  Η εβραϊκή κοινότητα ήταν ακόμα μικρή σε πληθυσμό, αν και είχε ξεκινήσει να καταγράφει άνοδο λόγω του Σιωνιστικού κινήματος, ειδικά μετά το 1882 και έως το 1914.

Το 1917 υπογράφηκε από τον Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών, Άρθουρ Μπάλφουρ, η Διακήρυξη Μπάλφουρ, σύμφωνα με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο τασσόταν υπέρ της ίδρυσης εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Η δήλωση αυτή θεωρείται ως ένα από τα πρώτα βήματα στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ.

πηγή: wikipedia

Οι Άγγλοι, όμως, είχαν υποσχεθεί στους Άραβες τα ίδια εδάφη με αυτά που ανέφερε η Διακήρυξη Μπάλφουρ, δύο χρόνια πριν την υπογραφή της, προκειμένου να τους προσεταιρισθούν στον αγώνα εναντίον των Τούρκων, πράγμα που οδήγησε στις πρώτες συγκρούσεις πριν καν ιδρυθεί επίσημα το Κράτος του Ισραήλ. Η εντολή για την Παλαιστίνη περιελάμβανε μια δεσμευτική υποχρέωση για «την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής περιοχής για τον εβραϊκό λαό», πράγμα που επίσης συνέβαλε στις αρχικές εντάσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων στην περιοχή. Η Αραβική εξέγερση του 1936-1939 στην Παλαιστίνη έγινε ενάντια στην διακήρυξη Μπαλφούρ και το σχέδιο των Βρετανών, καθώς οι Άραβες της Παλαιστίνης έβλεπαν τον αριθμό των Εβραίων να αυξάνεται μετά την άνοδο του Ναζισμού στην Ευρώπη.

Το σχέδιο διχοτόμησης των Ηνωμένων Εθνών (1947) προέβλεπε τη δημιουργία δύο κρατών στην Παλαιστίνη, ενός αραβικού και ενός εβραϊκού, ενώ η Ιερουσαλήμ θα αποτελούσε ξεχωριστό κράτος υπό την διοίκηση του ΟΗΕ. Το σχέδιο αυτό έγινε αποδεκτό από την πλευρά των Εβραίων αλλά απορρίφθηκε από την αραβική πλευρά.

Μια μέρα πριν την αποχώρηση των Βρετανών από την Παλαιστίνη (απόφαση που είχε ληφθεί μερικά χρόνια νωρίτερα), ο Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν κήρυξε την ίδρυση του «Κράτους του Ισραήλ» και οι στρατοί των γειτονικών αραβικών κρατών (Αίγυπτος, Συρία, Ιράκ, Υπεριορδανία και Λίβανος) έσπευσαν προς υπεράσπιση των Παλαιστινίων. Ο πόλεμος κατέληξε σε συμφωνία εκεχειρίας και σε εξασφάλιση ακόμη περισσότερων εδαφών από τους Ισραηλινούς το 1949.

Η Κρίση του Σουέζ και ο Πόλεμος των Έξι Ημερών

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, η Αίγυπτος και η Ιορδανία υποστήριζαν τις διασυνοριακές επιθέσεις των Παλαιστινίων μαχητών Φενταγίν στο Ισραήλ. Το Ισραήλ με τη σειρά του επιχειρούσε στις χώρες υποδοχής. Τελικά, η κρίση του Σουέζ το 1956  έφερε μια βραχυπρόθεσμη ισραηλινή κατοχή της Λωρίδας της Γάζας και εξορία της πανπαλαιστινιακής κυβέρνησης. Η Αίγυπτος εξακολούθησε να κατέχει τη Λωρίδα της Γάζας μέχρι το 1967 (εκτός από τους 4 μήνες της ισραηλινής κατοχής). 

Τα ξημερώματα της 5ης Ιουνίου 1967, το Ισραήλ εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας και μέσα σε λίγες ώρες έθεσε εκτός μάχης το μεγαλύτερο τμήμα των πολεμικών αεροπλάνων και αεροδρομίων της Αιγύπτου. Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, που υπήρξε η κύρια αιτία των διενέξεων που συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας, ήταν ένας από τους πλέον σύντομους πολεμικούς θριάμβους όλων των εποχών. Στο τέλος του πολέμου, το Ισραήλ είχε κερδίσει τον έλεγχο της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, της Χερσονήσου του Σινά και των Υψιπέδων του Γκολάν, τριπλασιάζοντας τα εδάφη του.

Η Πρώτη Ιντιφάντα και το Όσλο

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1987, ξεκίνησε η εξέγερση των Παλαιστίνιων ενάντια στην κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας από το Ισραήλ. Η Πρώτη Ιντιφάντα άρχισε στις 9 Δεκεμβρίου στον προσφυγικό καταυλισμό Τζαμπάλια, μετά από σύγκρουση ενός φορτηγού των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων με πολιτικό αυτοκίνητο. Η σύγκρουση κατά την οποία σκοτώθηκαν 4 Παλαιστίνιοι εργάτες θεωρήθηκε σκόπιμη απάντηση για τη δολοφονία ενός Εβραίου στη Γάζα μέρες νωρίτερα. Η  Πρώτη Ιντιφάντα στοίχισε τη ζωή σε 1.500 Παλαιστίνιους και περίπου 400 Ισραηλινούς.

πηγή: wikipedia

Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1993, δόθηκε μπροστά στις κάμερες μια από τις πιο σημαντικές χειραψίες στην ιστορία. Ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ, Γιτζάκ Ράμπιν και ο ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Γιάσερ Αραφάτ, επικύρωσαν τη συμφωνία του Όσλο κι έκαναν έστω και για λίγο πραγματικότητα την ελπίδα και την ανάγκη και των δύο πλευρών για ειρήνη στην περιοχή. 

Τα δύο βασικά σημεία της συμφωνίας ήταν η αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από περιοχές της Λωρίδας της Γάζας και τη Δυτική Όχθη, και το δικαίωμα των Παλαιστινίων για αυτονομία και διακυβέρνηση μέσω της Παλαιστινιακής Αρχής.

Παρά τις διαφωνίες πολλών, ο Παλαιστίνιος ηγέτης, Γιάσερ Αραφάτ, ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών, Σιμόν Πέρες και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Γιτζάκ Ράμπιν τιμήθηκαν με το Νόπμελ Ειρήνης το 1994. 

Οι ελπίδες που καλλιεργήθηκαν έμειναν κατά κύριο λόγο στα χαρτιά, αφού και στις δύο πλευρές υπήρχαν πολλοί που ήταν αντίθετοι με τη συμφωνία. Ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ θεωρήθηκε προδότης για πολλούς Ισραηλινούς και πλήρωσε ακριβά το τίμημα της συμφωνίας. Ο Γιτζάκ Ράμπιν δολοφονήθηκε από τον εβραίο εξτρεμιστή Γιγκάλ Αμίρ το 1995.

Στην παλαιστινιακή πλευρά, αν και η Φατάχ (το κόμμα του Αραφάτ και του σημερινού προέδρου Μαχμούντ Αμπάς) δέχθηκε τις συμφωνίες, δεν έκαναν το ίδιο τόσο η Χαμάς– παλαιστινιακή παραστρατιωτική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1987 με την έναρξη της Πρώτης Ιντιφάντα- όσο και η Ισλαμική Τζιχάντ.

Η Δεύτερη Ιντιφάντα και η άνοδος της Χαμάς

Η Δεύτερη Ιντιφάντα, γνωστή και ως Ιντιφάντα Αλ-Άκσα ήταν η δεύτερη εξέγερση των Παλαιστινίων ενάντια στο Ισραήλ. Η βία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2000, αφού ο τότε βουλευτής της αντιπολίτευσης και μετέπειτα Πρωθυπουργός του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, πραγματοποίησε μια ιδιαίτερα προκλητική επίσκεψη στον περίβολο του τρίτου ιερότερου χώρου για το Ισλάμ, του μουσουλμανικού τεμένους Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ. Η ίδια η επίσκεψη ήταν ειρηνική, αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, πυροδοτήθηκαν διαμαρτυρίες και ταραχές τις οποίες η ισραηλινή αστυνομία διέκοψε με πλαστικές σφαίρες και δακρυγόνα. Η εξέγερση προκάλεσε το θάνατο μαχητών και αμάχων, 3.000 Παλαιστίνιων, 1.000 Ισραηλινών και 64 ξένων.

Η Σύνοδος Κορυφής του Σαρμ ελ Σεΐχ στις 8 Φεβρουαρίου 2005 σφράγισε το τέλος της Δεύτερης Ιντιφάντα. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι όλες οι παλαιστινιακές παρατάξεις θα σταματήσουν κάθε πράξη βίας εναντίον των Ισραηλινών, ενώ το Ισραήλ με τη σειρά του θα σταματήσει τη στρατιωτική του δραστηριότητα εναντίον των Παλαιστινίων.

Παρ’ όλα αυτά, τα Ηνωμένα Έθνη και  άλλοι φορείς και ΜΚΟ συνεχίζουν να θεωρούν το Ισραήλ ως την κατοχική δύναμη της Λωρίδας της Γάζας. Το Ισραήλ ελέγχει μέχρι τις μέρες μας τον εναέριο χώρο, τα χωρικά ύδατα της Λωρίδας της Γάζας και τη μετακίνηση ανθρώπων ή αγαθών μέσα ή έξω από τη Γάζα από τον αέρα ή τη θάλασσα.

Τον Ιανουάριο του 2006, η Χαμάς πήρε μια νίκη- έκπληξη στις παλαιστινιακές βουλευτικές εκλογές. Η μέχρι σήμερα βασική αντίπαλος του Ισραήλ στην Ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση, έλαβε 76 από τις 132 έδρες στη βουλή, ενώ η κυβερνούσα Φατάχ πήρε 43. Την ίδια χρονιά, η λιβανέζικη οργάνωση Χεζμπολάχ εξαπέλυσε επιθέσεις με ρουκέτες στο Ισραήλ και αιχμαλώτισε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες. Το Ισραήλ αντεπιτέθηκε με δύναμη και πολλοί άμαχοι, κυρίως Λιβανέζοι, σκοτώθηκαν. 

Τον Ιούνιο του 2007, Χαμάς και Φατάχ συγκρούστηκαν στη Λωρίδα της Γάζας με την πρώτη να αποκτά τον πλήρη έλεγχο της περιοχής. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν το Ισραήλ να επιβάλλει σκληρό αποκλεισμό- ιδιαίτερα στην περιοχή της Γάζας- προκειμένου να ασκεί πίεση στη Χαμάς, η οποία δεν έπαψε ν΄ αναζητεί την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των εδαφών.

Σήμερα, πάνω από έναν αιώνα μετά την έναρξή της, η Ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση  περνάει μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία της. Ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς που ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου μετά την ξαφνική επίθεση της δεύτερης σηματοδότησε την αναζοπύρωση στη συνεχιζόμενη σύγκρουση των δύο πλευρών. Η κλιμάκωση του πολέμου και η άμεση ή έμμεση εμπλοκή τρίτων κρατών έχουν αναστατώσει ολόκληρο τον πλανήτη, την ώρα που τα χειρότερα σενάρια γίνονται όλο και πιο ρεαλιστικά.