Αναρωτιέστε αν είναι φυσιολογικό να νιώθετε ή να μη νιώθετε νεότεροι απ΄την πραγματική σας ηλικία; Ξέρετε αν είναι καλό να «κοροϊδεύουμε» τον εαυτό μας; Ψυχολόγοι κι επιστήμονες απαντούν σε σχετικά άρθρα της El País και του BBC.
Το ζήτημα της υποκειμενικής ηλικίας, δηλαδή η ηλικία που αισθάνεται κάποιος, σε αντίθεση με το τι αναγράφεται στην ταυτότητα, είναι ένα θέμα που απασχολεί τους περισσότερους. Σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2006 από το Psychonomic Bulletin & Review, έδειξε πως οι άνω των 40 ετών βλέπουν τους εαυτούς τους κατά μέσο όρο 20% νεότερους απ’ ό,τι πραγματικά είναι.
Οι περισσότεροι μπαίνουν σ’ αυτή τη διαδικασία γύρω στα 25, όταν φτάνει στο τέλος της η ακαδημαϊκή ζωή που συνοδεύεται σχεδόν πάντα με τη συνεχή αλληλεπίδραση αποκλειστικά με συνομήλικα άτομα. Στην ηλικία των 30, το 70% δήλωσε ότι θεωρεί την υποκειμενική ηλικία του μικρότερη της πραγματικής. Όσο, δε, η πραγματική ηλικία αυξάνεται, η έρευνα έδειξε πως υπάρχει αύξηση και στην απόσταση απ’ την υποκειμενική ηλικία.
Πολλοί επιστήμονες στηρίζουν το φαινόμενο της υποκειμενικής ηλικίας στην κοινωνική και πολιτισμική του διάσταση. Για παράδειγμα, σε έρευνα του American Psychological Association το 1989, μια εποχή που η σύγχρονη κοινωνία της Δύσης βίωνε έντονες αλλαγές, η υποκειμενική ηλικία χαρακτηρίστηκε ως «αμυντική άρνηση στο στίγμα του να μεγαλώνεις». Πολλά χρόνια πίσω, αλλά σα να θυμίζει και το σήμερα, με τη μόνη διαφορά ότι τώρα υπάρχει και σχετικός όρος, το Ageism. Με άλλα λόγια, βασικός λόγος που δίνουμε στον εαυτό μας μια δεύτερη ηλικία εκτός απ’ την πραγματική μας όσο μεγαλώνουμε είναι ο ηλικιακός ρατσισμός.
Κι εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι όλα τα στερεότυπα. Οι εικόνες που όλοι έχουμε για την ομορφιά είναι πάντα άμεσα συνδεδεμένες, μεταξύ άλλων, και με τη νεότητα. Η Belén Alfonso, ψυχολόγος, εξηγεί στο άρθρο του Enrique Alpañes: «πρόκειται για ένα φαινόμενο που αντλεί από τα στερεότυπα που υπάρχουν για τις μεγαλύτερες ηλικίες. Με αυτά στο νου, δε θέλουμε να δεχτούμε ότι κι εμείς ανήκουμε σ’ αυτές τις ομάδες από μια ηλικία και μετά».
Η Alfonso αναφέρεται επίσης στη σημασία της ανάλυσης των λόγων που κάποιος χρησιμοποιεί την υποκειμενική ηλικία κόντρα στην πραγματική, έχοντας σα βάση τα κοινωνικά στερεότυπα. Όπως αναφέρει, ένας 65χρονος που νιώθει 20χρονος, το πιθανότερο είναι να πει ότι βλέπει τον εαυτό του ως δυνατό, ελκυστικό και γεμάτο ενέργεια. Γιατί όμως να μη μπορεί να πει τα ίδια ως ιδιότητες των 65 ετών, εφόσον τις κατέχει στην πραγματική του ηλικία;
Μπορεί η πραγματική ηλικία να μην αλλάζει, ο καθένας όμως μπορεί ν’ αλλάξει συνήθειες και συμπεριφορές, ώστε να κερδίσει τα μέγιστα, πρωτίστως στη σωματική και ψυχική υγεία. Σε σχετικό άρθρο του BBC, ειδικοί εξηγούν ότι η χαμηλή υποκειμενική ηλικία μπορεί να έχει επίδραση στην υγεία του ατόμου, και, συνεπώς όχι μόνο να μας κάνει να νιώθουμε νεότεροι, αλλά και να είμαστε, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Κάποιοι, μάλιστα, υποστηρίζουν πως οι γιατροί θα πρέπει να ρωτούν σχετικά και με τις δύο ηλικίες για να καταλάβουν ποιοι ασθενείς έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας στο μέλλον.
Ας εστιάσουμε λοιπόν στη θετική πλευρά κι ας ξεχάσουμε τα στερεότυπα. Eίναι απόλυτα υγιές, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να δώσουμε στον εαυτό μας την ηλικία που θέλουμε κι αισθανόμαστε, χωρίς περιορισμούς.