Πρόσφατη έρευνα Ιταλών εισαγγελέων στο Μιλάνο έδειξε ότι ο Dior επιβαρύνεται με ελάχιστο κόστος παραγωγής για τις τσάντες που κατασκευάζει και στη συνέχεια τις πουλά σε εξωφρενικές τιμές.
Ο Dior, γαλλικός πολυεθνικός κολοσσός, στον οποίο είναι πρόεδρος ο μεγιστάνας Bernard Arnault και η οικογένειά του, πληρώνει έναν προμηθευτή περίπου 57 δολάρια (53€) για την κατασκευή μιας τσάντας, την οποία στη συνέχεια πουλά στα καταστήματα για περίπου 2.780 δολάρια (2.600€), σύμφωνα με τη Wall Street Journal.
Τα ευρήματα έχουν πυροδοτήσει συζήτηση σχετικά με την πραγματική αξία αυτών των τσαντών και την ηθική των στρατηγικών τιμολόγησης τους. Ο διάσημος γαλλικός οίκος μόδας πολυτελείας, που ιδρύθηκε το 1946 από τον Christian Dior, είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένος για τα ρούχα, τα αξεσουάρ, τα αρώματα και τα προϊόντα ομορφιάς υψηλής ποιότητας, ενώ οι τσάντες του είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στους celebrities όλου του κόσμου.
Αν και οι Ιταλοί εισαγγελείς επέκριναν τις μάρκες πολυτελείας για ανεπαρκή εποπτεία των αλυσίδων εφοδιασμού του Dior, φαίνεται πως δεν θα απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον της εταιρείας.
Τι αποκαλύπτει η ιταλική έρευνα
Η έρευνα αναδεικνύει ένα σύγχρονο ζήτημα στη βιομηχανία των εταιρειών μόδας πολυτελείας. Σε αντίθεση με άλλους κλάδους που έχουν μεταφέρει τη μεταποίηση σε χώρες με χαμηλούς μισθούς, πολλές μάρκες πολυτελείας έχουν διατηρήσει την παραγωγή τους στην Ιταλία, θεωρώντας ότι είναι ζωτικής σημασίας για την απήχησή τους. Ωστόσο, οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι ορισμένα είδη πολυτελείας που φέρουν την ετικέτα «Made in Italy» παράγονται από αλλοδαπούς εργάτες, πολλοί από τους οποίους είναι Κινέζοι και εργάζονται σε άθλιες συνθήκες.
Τα είδη πολυτελείας έχουν υψηλές τιμές, εν μέρει λόγω της προσδοκίας της ειδικευμένης χειροτεχνίας. Στην πραγματικότητα, ενώ οι επωνυμίες διατηρούν τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη προϊόντων εντός της εταιρείας, συχνά αναθέτουν την παραγωγή σε προμηθευτές.
Πολλά από αυτά συμβαίνουν στην Ιταλία, έναν κόμβο για την κατασκευή πολυτελών ενδυμάτων και δερμάτινων ειδών, που παράγει το 50% έως 55% της παγκόσμιας παραγωγής, σύμφωνα με την Bain. Παρά τις προσπάθειες για τον καλύτερο έλεγχο των αλυσίδων εφοδιασμού, οι προκλήσεις εξακολουθούν να υφίστανται, ιδίως καθώς οι προμηθευτές ενδέχεται να αναθέτουν περαιτέρω εργασίες υπεργολαβίας.
Η έρευνα έρχεται σε μια εποχή που πολλοί φιλόδοξοι αγοραστές, οι οποίοι έχουν τροφοδοτήσει μια έκρηξη πολυτελείας τα τελευταία χρόνια, περιορίζουν τις δαπάνες τους για προϊόντα υψηλής ποιότητας λόγω του σκληρότερου οικονομικού περιβάλλοντος και της αύξησης των τιμών. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία που έχει για τις μάρκες πολυτελείας η διαχείρηση των κινδύνων σχετικά με τη φήμη τους, του ελέγχου της ποιότητας και της συμμόρφωσης με τους νέους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που στοχεύουν στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της βιομηχανίας της μόδας.
Με πληροφορίες από: Wall Street Journal