Πέθανε σε ηλικία 91 ετών η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός, Μπριζίτ Μπαρντό, σκορπίζοντας παγκόσμια θλίψη.
Τη δυσάρεστη είδηση ανακοίνωσε το ίδρυμα που φέρει το όνομά της (Fondation Brigitte Bardot).
«Το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό ανακοινώνει με απέραντη θλίψη τον θάνατο της ιδρύτριας και προέδρου του, της Μπριζίτ Μπαρντό, μιας διεθνώς αναγνωρισμένης ηθοποιού και τραγουδίστριας, που επέλεξε να εγκαταλείψει μια περίβλεπτη σταδιοδρομία για να αφιερώσει τη ζωή και την ενέργειά της στην υπεράσπιση των ζώων και στο Ίδρυμά της», αναφέρει ανακοίνωση που διαβιβάστηκε στο Γαλλικό Πρακτορείο, χωρίς να αναφέρει την ημέρα ή τον τόπο θανάτου.

Η Μπριζίτ Μπαρντό σημάδεψε μια ολόκληρη κινηματογραφική γενιά… Η καριέρα της εκτοξεύτηκε με την ταινία του 1956 «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα», σε σενάριο και σκηνοθεσία του τότε συζύγου της Ροζέ Βαντίμ, και για τις επόμενες δύο δεκαετίες ενσάρκωσε το αρχέτυπο του sex symbol.

Μύθος και σύμβολο του σεξ των δεκαετιών 1950 και 1960, ήταν αστέρι παγκόσμιας αναγνωρισιμότητας, ιέρεια και μούσα των μεγαλύτερων καλλιτεχνών της εποχής.

Με 48 ταινίες στο ενεργητικό της και περισσότερα από 80 τραγούδια σε 21 έτη καριέρας, η Μπριζίτ Μπαρντό, πασίγνωστη επίσης με τα αρχικά της, BB («Μπεμπέ»), είναι μια από τις γνωστότερες Γαλλίδες καλλιτέχνιδες παγκοσμίως.
Το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό, ένας οργανισμός στρατευμένος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, το οποίο και η ηθοποιός χρηματοδοτούσε βγάζοντας σε δημοπρασία διάφορα προσωπικά της αντικείμενα και κοσμήματα ιδρύθηκε το 1986.
Τα κύρια πεδία δραστηριοποίησης του ιδρύματος σχετίζονται με: τη μάχη κατά της αιχμαλωσίας άγριων ζώων για την τοποθέτησή τους σε τσίρκα και ζωολογικούς κήπους, για τις συνθήκες σφαγής των ζώων, για την καταπολέμηση της ιπποφαγίας, για την κατάργηση των πειραμάτων σε ζώα, για την καταπολέμηση της κακομεταχείρισης και του παράνομου κυνηγιού, για την εξάλειψη των αγώνων με ζώα (όπως οι ταυρομαχίες και κοκορομαχίες), καθώς και την ευαισθητοποίηση σχετικά με την εγκατάλειψη των κατοικιδίων.
Η γέννηση ενός θρύλου: Από το Ωδείο του Παρισιού και το μπαλέτο στην κορυφή του σινεμά
Η Μπριζίτ Αν Μαρί Μπαρντό γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1934 στο Παρίσι. Ο πατέρας της ήταν μηχανικός και εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής βιομηχανικών αερίων. Η μητέρα της, Μαρί Μισέλ, ασχολιόταν με τον χορό και την ποίηση. Έτσι, από μικρή η Μπριζίτ πήρε μαθήματα μπαλέτου, που λάτρευε. Αργότερα, όταν έγινε σταρ, θα πείσει μια σχεδιάστρια να δημιουργήσει τις «Cendrillon Ballerina», ένα ζευγάρι μπαλαρίνες που φορούσε στις εξόδους της, που έγινε ένα από τα πιο διαχρονικά παπούτσια της γυναικείας γκαρνταρόμπας.
Το 1949, η Μπριζίτ μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού, ενώ ο πατέρας της, παθιασμένος με το σινεμά, την κινηματογραφούσε. Η οικογένειά της ανήκε στην υψηλή κοινωνία· οι πολλές γνωριμίες στον χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου και της μόδας οδήγησαν τη νεαρή χορεύτρια στα περιοδικά ELLE και Le Jardin des Modes, χάρη στην Ελέν Λαζαρέφ, στενή φίλη της μητέρας της.
Μέσα σε έναν χρόνο έκανε το πρώτο της εξώφυλλο στο ELLE, και ο σκηνοθέτης Μαρκ Αλεκρέ την πρότεινε για ρόλο σε ταινία που τελικά δεν γυρίστηκε. Ωστόσο, εκεί γνώρισε τον βοηθό σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ κι ερωτεύτηκαν παθιασμένα· εκείνη ήταν 15 και αυτός 22. «Οι γονείς μου δεν με άφηναν να δω τον Βαντίμ, τον φίλο μου εκείνη την εποχή και μελλοντικό σύζυγό μου, οπότε αποφάσισα να βάλω το κεφάλι μου στο φούρνο», έχει εξομολογηθεί σε συνέντευξή της στο γαλλικό περιοδικό «Paris Match», εξηγώντας πώς κατάφερε τελικά να τους αλλάξει γνώμη.
Την ίδια περίοδο συμμετείχε στην πρώτη της ταινία, την κωμωδία του Ζαν Μπογιέ «Τρελός για αγάπη». Η παγκόσμια φήμη της εκτοξεύθηκε στα 22 της με την ταινία του Βαντίμ «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα». Έκτοτε γεννήθηκε ο μύθος B.B.: ξανθά, μακριά μαλλιά με μπούκλες-η διάσημη κόμμωση «choucroute»- μάτια τονισμένα με μαύρο eye-liner, κόκκινα ή ροζ χείλη, σέξι εφαρμοστά ρούχα, φούστες, φαρδιές ζώνες, μπαλαρίνες, τζιν, T‑shirt, και μπικίνι, έγιναν μόδα.
Η ταινία λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ, αλλά θριάμβευσε στη Γαλλία. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ στην κριτική της «Το σύνδρομο της Λολίτας» (1959) περιέγραψε την Μπαρντό ως «ατμομηχανή της γυναικείας ιστορίας» και τη χαρακτήρισε την πιο απελευθερωμένη γυναίκα της μεταπολεμικής Γαλλίας. Οι περιπέτειες της ταινίας στην Αμερική και η λογοκρισία συνέβαλαν στο μύθο της «Μπε‑Μπε», το παρατσούκλι προέρχεται από τα αρχικά του ονόματός της και όχι από τη λέξη «μωρό», όπως πολλοί πιστεύουν.
Το 1953 εμφανίστηκε για πρώτη και μοναδική φορά στο θεατρικό σανίδι σε ένα έργο του Ανούιγ, ενώ συμμετείχε και στο φιλμ «Κίτρινο Διαβατήριο». Η εμφάνισή της στις Κάννες επισκίασε τις τότε σταρ και έκλεψε τα φλας στην Κρουαζέτ. Ο Κερκ Ντάγκλας προσπάθησε να την πάρει στο Χόλιγουντ χωρίς επιτυχία, ενώ η σχέση της με τον Βαντίμ συνεχιζόταν. Διάσημοι ποιητές και συγγραφείς όπως ο Φρανσουά Νουρισιέ, η Μαργκερίτ Ντυράς, ο Ζαν Κοκτώ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ έγραψαν για εκείνη. Στιλιστικές επιλογές όπως οι κορδέλες στα μαλλιά ή το off‑shoulder top, που ονομάστηκε «λαιμόκοψη Bardot», άφησαν εποχή. Ήταν μάλιστα από τις πρώτες που φορούσαν τζιν και καθιέρωσαν το μπικίνι στην Κυανή Ακτή.
Μετά τον χωρισμό της από τον Βαντίμ, συνδέθηκε με τον Τρεντινιάν, έναν από τους πιο θυελλώδεις έρωτές της. Όπως έλεγε, «ο Ζαν‑Λουί με ήθελε ατόφια, γυμνή, φυσική… Μου μάθαινε τον έντονο, ολοκληρωτικό έρωτα. Την εξάρτηση μιας γυναίκας από τον άντρα που αγαπάει». Αργότερα παντρεύτηκε τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ, με τον οποίο απέκτησε τον μοναδικό της γιο, Νικολά‑Ζακ Σαριέ. Μετά το διαζύγιο δήλωσε ότι ποτέ δεν αισθανόταν έτοιμη να γίνει μητέρα και παρέδωσε την πλήρη κηδεμονία του γιου στον Σαριέ, μια ειλικρίνεια που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Οι απόγονοί της που ζουν σήμερα στη Νορβηγία δεν μιλούν γαλλικά ούτε έχουν σχέση με τον δημόσιο βίο της.
Στα διαλείμματα της κινηματογραφικής καριέρας της, η Μπαρντό ασχολήθηκε με τη μουσική και ηχογράφησε γνωστά κομμάτια όπως «Harley Davidson», «Je Me Donne À Qui Me Plaît», «Contact», «La Madrague», «Le Soleil De Ma Vie» κ.ά. Ο Σερζ Γκενζμπούρ, ερωτευμένος μαζί της, έγραψε το 1967 την μπαλάντα «Je t’aime… moi non plus», την οποία αρνήθηκε να ερμηνεύσει, όμως τελικά έγινε επιτυχία με την ερμηνεία της Τζέιν Μπίρκιν.
Η Μπαρντό αρνήθηκε τον τίτλο της «γατούλας» και έπαιξε σε ταινίες σπουδαίων σκηνοθετών όπως ο Λουί Μαλ («Ιδιωτική Ζωή», «Βίβα Μαρία»), ο Ζαν‑Λικ Γκοντάρ («Η Περιφρόνηση») και ο Ανρί‑Ζορζ Κλουζό («Όσα δεν έσβησε ο άνεμος»), κερδίζοντας τη γαλλική διανόηση.
Το 1966 παντρεύτηκε για τρίτη φορά τον Γκίντερ Ζακς, από τον οποίο χώρισε τρία χρόνια αργότερα.
Παρά τις προτάσεις του Χόλιγουντ, η Μπαρντό προτίμησε να παραμείνει στη Γαλλία. Αγόρασε μια έπαυλη στο Σαιν‑Τροπέ λοιπόν, όπου διοργάνωνε μεγάλα πάρτι. Ο Τύπος είτε την αποθέωνε είτε την επέκρινε. Το 1960 γύρισε με τον Ανρί‑Ζορζ Κλουζό την «Αλήθεια», μια ταινία που την εξάντλησε ψυχικά, ενώ η προδοσία του γραμματέα της, που διέρρευσε στον Τύπο προσωπικά της στοιχεία, την οδήγησαν σε κατάθλιψη. Έκανε απόπειρα αυτοκτονίας την ημέρα των γενεθλίων της, έπεσε σε κώμα και επέζησε από θαύμα.

