ΑρχικήΜε ΆποψηΦτωχότεροι της Ευρώπης, επειδή κάνουμε ή επειδή δεν κάνουμε μεταρρυθμίσεις;

Φτωχότεροι της Ευρώπης, επειδή κάνουμε ή επειδή δεν κάνουμε μεταρρυθμίσεις;

✍️ ο Παναγιώτης Καρκατσούλης

Αφορμή για το άρθρο αυτό είναι η διαπίστωση των FT ότι είμαστε οι φτωχότεροι της ΕΕ παρά την ανάπτυξη και τις μεταρρυθμίσεις που επισυμβαίνουν στη χώρα.

Από την εποχή των μνημονίων μέχρι τώρα, όταν ακούω μακρο-οικονομολόγους να μιλούν για «δομικές μεταρρυθμίσεις» στο κράτος, είμαι σίγουρος ότι συμβαίνουν δύο πράγματα: Το πρώτο είναι ότι αυτό που εννοούν δεν είναι το ίδιο με εκείνο το οποίο κατανοούν οι διοικητικοί επιστήμονες και εμπειροτέχνες της δημόσιας διοίκησης. Το δεύτερο είναι ότι, όπως κι αν εννοούν τις μεταρρυθμίσεις, αυτές είχαν ελάχιστη επιρροή στη συνολική πορεία ανάκαμψης της χώρας και την απεμπλοκή της από το καταστροφικό πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης που την οδήγησε στη χρεοκοπία.

Στα τελευταία δεκαπέντε δύσκολα χρόνια έζησα την εμπρόθετη διαστροφή των διοικητικών εννοιών και πρακτικών με σκοπό το «φτιασίδωμα» των μεταρρυθμίσεων. Φτιασίδωμα συνιστά η μέριμνα των κυβερνήσεων να δείχνουν ότι μια μεταρρύθμιση υλοποιείται ενώ δεν παράγει πραγματικά αποτελέσματα η, στην καλύτερη των περιπτώσεων, παράγει ελάχιστα.
Τα παραδείγματα αφθονούν: Bαφτίστηκαν μεταρρυθμίσεις περιοριστικές πολιτικές, των απολύσεων συμπεριλαμβανόμενων, που απλώς απορρυθμίζουν. Το «κέντρο διακυβέρνησης» που, για περισσότερο από μια δεκαετία, προ μνημονίων, ειδικοί και διεθνείς οργανισμοί περιγράφαμε ως ένα συντονιστικό κέντρο διοικητικών λειτουργιών, μετασχηματίστηκε σε μια πολυπληθή γραμματεία του πρωθυπουργού.

Από την ίδρυση της «προεδρίας της κυβέρνησης» και μετά κανένας από τους εκατοντάδες «γραμματείς και φαρισαίους» δεν αξιολογήθηκε, δημόσια, ως προς το έργο του, ενώ απ’ όλες τις μείζονες καταστροφές που μεσολάβησαν από την δημιουργία της και μετά, καμία δεν αποφεύχθηκε με δική της παρέμβαση.

Η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών, οι οποίες, εδώ και δεκαετίες, καταγράφονται χωρίς να τυποποιούνται, μετασχηματίστηκε σε μια καταλογογράφηση υπηρεσιών και δικαιολογητικών, ενώ η πολυδιαφημισμένη ψηφιακή επανάσταση εξαντλήθηκε σε απλές ψηφιακές εφαρμογές, στα “low hanging fruits” της ψηφιακής τεχνολογίας, αφήνοντας ανέπαφη την γραφειοκρατία και την διαφθορά. Αυτές τρέφονται από την κατάρρευση της καλής νομοθέτησης. Η πιο σημαντική απ’ όλες τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις ευτελίστηκε στη χώρα μας τόσο από τα «υπερ-κατειπείγοντα» νομοσχέδια της περιόδου 2015-2019 όσο και από τις πολυ-τροπολογίες και τις ΠΝΠ που ακολούθησαν.

Η αξιολόγηση περιορίστηκε στα πρόσωπα κι όχι στις ίδιες τις δημόσιες οργανώσεις κι άλλοτε με τις «δεξαμενές εμπειρογνωμόνων» κι άλλοτε με τα μπόνους παραγωγικότητας, οι πελατοκράτες επανέφεραν τον υποκειμενισμό, τον κομματισμό και τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των ημετέρων και των άλλων. Κορωνίδα της υπονόμευσης της αξιοκρατίας είναι ο διορισμός διευθυντών και γενικών διευθυντών μέσω αναπλήρωσης αντί επιλογής- μια πρακτική που συνεχίζεται για περισσότερο από δέκα χρόνια.

Εν τω μεταξύ, οι νέοι δεν έλκονται, πλέον, από το δημόσιο- 4 στους 10 απορρίπτουν θέσεις που άλλοτε ήταν επίζηλες- το οποίο οδεύει προς τον αφανισμό του, αφού θα χάσει, εντός της επόμενης δεκαετίας, περί τους 250.000 εργαζόμενους λόγω συνταξιοδότησης.
Καμία από τις καίριες μεταρρυθμίσεις που, επί δεκαετίες, αναφέρονταν και αναλύονταν σε επιστημονικές εργασίες, δεν προχώρησε όλα αυτά τα χρόνια. Ο λόγος είναι ότι δεν υπήρχε ελληνική κυβέρνηση με γνώση και βούληση να τις αναδεχτεί.

Οι Βρυξέλλες, από την άλλη, δεν είχαν ούτε τη γνώση του ελληνικού πεδίου ούτε τους μηχανισμούς που θα τους επέτρεπαν να παρακολουθήσουν, σε βάθος χρόνου τα αποτελέσματα έργων δισεκατομμυρίων που στην πορεία είτε δεν επήλθαν είτε ατόνησαν και υπονομεύθηκαν από παράπλευρες ενέργειες των πελατειακών δικτύων. Μόνη η εμπειρία αυτή αρκεί να μας οδηγήσει σ’ εναν αναστοχασμό για την πραγματική ισχύ της ΕΕ, ανεξαρτήτως των ευσεβών πόθων των ηγετών της.

Κι ενώ η εικόνα είναι θολή, ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο ευκρινείς οι λόγοι που την παραμορφώνουν. Γνωρίζουμε, σήμερα, για το ελληνικό πελατειακό σύστημα διακυβέρνησης πιο πολλά απ΄ όσα γνωρίζαμε σε κάθε άλλη ιστορική περίοδο. Διαθέτουμε άξιους επιστήμονες και εμπειρογνώμονες που μπορούν να σχεδιάσουν, να εφαρμόσουν και να παρακολουθήσουν την εφαρμογή των πραγματικών μεταρρυθμίσεων.

Μένει ένα μεγάλο στοίχημα: Θα μπορέσει η κοινωνία πολιτών που έκανε τόσο έντονη την παρουσία της, το τελευταίο διάστημα, να επιβάλλει στις πελατοκεντρικές κυβερνήσεις μια γνήσια μεταρρυθμιστική ατζέντα κι έναν αξιόπιστο οδικό χάρτη εφαρμογής της;
Θα αναλάβει, εν τέλει, την ευθύνη του μέλλοντός της;