ΑρχικήΜε ΆποψηΗ γαλλογερμανική πρόταση ως ο καταλύτης σαρωτικών αλλαγών εντός Ε.Ε.

Η γαλλογερμανική πρόταση ως ο καταλύτης σαρωτικών αλλαγών εντός Ε.Ε.

H γαλλογερμανική πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα τεράστιο βήμα που ανοίγει τις πόρτες για σοβαρές αλλαγές στην αρχιτεκτονική της Ε.Ε.

Ουσιαστικά η  πρόταση της  Γερμανίας και της  Γαλλίας , είναι προσφυγή στο  Άρθρο 122 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

Άρθρο 122 – Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

  1. Με την επιφύλαξη άλλων διαδικασιών που προβλέπονται στις Συνθήκες, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να θεσπίζει, σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ κρατών μελών, τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης, ιδίως εάν ανακύψουν σοβαρές δυσκολίες στον εφοδιασμό με ορισμένα προϊόντα, ιδίως στον τομέα της ενέργειας
  2.  Όταν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει να του χορηγήσει, υπό ορισμένους όρους, χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη ληφθείσα απόφαση.

Η  πρόταση χρειάζεται ομοφωνία για να περάσει, δεδομένου όμως ότι Γαλλία και Γερμανία αντιπροσωπεύουν τα δυο στρατόπεδα που το προηγούμενο διάστημα διαφωνούσαν και είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο, είναι μάλλον απίθανο κάποιες χώρες να μπλοκάρουν την πρόταση συνολικά.

Αυτό που καθιστά την πρόταση ελκυστική πολιτικά είναι ότι κανείς δεν πρέπει να πληρώσει άμεσα.

Οι πρόσθετες δαπάνες θα χρηματοδοτηθούν με ομόλογα, τα οποία δεν χρειάζεται να εξοφληθούν  πριν από το 2028.

Προς το παρόν, καμία χώρα δεν θα αναγκαστεί να αυξήσει τη συνεισφορά της στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

H Frankfurter Allgemeine Zeitung αναλύοντας την γερμανογαλλική πρωτοβουλία, ανέφερε πως «το γερμανογαλλικό σχέδιο θα απαιτούσε την αύξηση του ανώτατου ορίου συνεισφοράς στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για δύο έως τρία χρόνια. Πρακτικά αυτό θα σήμαινε δέσμευση επιπλέον κεφαλαίων των κρατών – μελών για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Αυτά τα χρήματα όμως δεν θα κατατεθούν άμεσα, αλλά θα χρησιμοποιηθούν ως εγγύηση προκειμένου να αντληθούν πόροι από τις αγορές και να αυξηθεί με αυτόν τον τρόπο δραστικά ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. για περιορισμένο χρονικό διάστημα».

Η συμφωνία αυτή συνιστά υπέρβαση για την Άνγκελα Μέρκελ αφού μέχρι τώρα  η Γερμανία  ήταν επιφυλακτική στο να δοθούν ως επιχορήγηση τέτοια χρήματα, τα οποία θα προέρχονταν από δανεισμό, διότι με αυτόν τον τρόπο τα ευρωπαϊκά χρέη δεν θα έπρεπε να αποπληρωθούν από το κράτος που εισπράττει, αλλά από κοινού και μάλλον μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ή ιδίων εσόδων της Ε.Ε.

Ο ιδρυτής της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου Wolfgang Ischinger σε συνέντευξη του στο POLITICO δήλωσε ότι η πρόταση θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα προς μια βαθύτερη ολοκλήρωση που θα  μετατρέψει την ΕΕ σε παγκόσμια δύναμη τόσο σε  θέματα εξωτερικής πολιτικής όσο και σε ζητήματα ασφάλειας, και  εάν τελικά εγκριθεί και από τις 27 χώρες της ΕΕ, θα μπορούσε να είναι ο καταλύτης για σαρωτικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας συνθήκης της  ΕΕ.

Η πρόταση είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού το ποσό αυτό θα είναι επιπλέον του προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027, ο οποίος ανέρχεται κοντά στο 1 τρισ. ευρώ.

Πέραν αυτού, είναι σημαντική, επειδή είναι προφανές ότι ορισμένες κυβερνήσεις βρίσκονται σε καλύτερη θέση ως προς τη δυνατότητα  αντισταθμίσματός του κόστους  τόσο του  lockdown όσο  και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (social distancing).

Οι χώρες του Νότου είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσουν βαθύτερη και πιο μακροχρόνια ύφεση από τις χώρες του Βορρά.

Ο μεταποιητικός τομέας και ο τουρισμός  από τους  οποίους εξαρτώνται μερικές χώρες του Νότου όπως η Ελλάδα, πλήττονται περισσότερο από τους περιορισμούς και ο τουρισμός αναμένεται να δεχτεί ισχυρό πλήγμα και μετά την άρση των περιορισμών.

Το υψηλό χρέος των χωρών της Νότιας Ευρώπης ενδεχομένως οδηγήσει σε υψηλότερα κόστη δανεισμού σε σύγκριση με άλλες χώρες ενώ η υψηλή φορολόγηση περιορίζει την ικανότητα για επενδύσεις.

Άρα  στην παρούσα φάση είναι αναγκαία η αναθεώρηση των  δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ που είναι πολύ άκαμπτοι και επιβάλλουν μείωση του χρέους ακόμα και σε αδύναμες οικονομίες,   προκειμένου οι χώρες του Νότου να έχουν τη δυνατότητα τόνωσης της οικονομίας τους.

Μέσα από τη διαχείριση αυτής της πρωτοφανούς παγκόσμιας κρίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει ένα μεγαλύτερο οικονομικό χάσμα μεταξύ των πιο πλούσιων και των φτωχότερων χωρών.

Εάν δεν τα καταφέρει και αυτό το χάσμα διευρυνθεί, δεν αποκλείεται να υπάρξει πολιτική αστάθεια αφού η οικονομική ύφεση έχει αποδειχθεί ότι ευνοεί τα άκρα και τους λαϊκιστές και υπονομεύει την ενότητα  και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά.

Τα λάθη του παρελθόντος δεν πρέπει να επαναληφθούν.

Οι χώρες του Νότου ( Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, και Ισπανία) φάνηκε με την πάροδο των ετών ότι δεν κατάφεραν να συγκλίνουν οικονομικά με τον πλουσιότερο βορρά και μετά την κρίση του 2010, οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ Βορρά-Νότου διευρύνθηκαν. Η κρίση του  κορωνοϊού λοιπόν είναι ένα στοίχημα για την Ε.Ε και για την επιβίωση της δεδομένου ότι οι χώρες του Νότου θα χρειαστούν μεγαλύτερη βοήθεια για να ανταπεξέλθουν.

Με αυτήν την έννοια η γαλλογερμανική πρόταση  αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς η διαπραγμάτευση με τις δύσπιστες χώρες (Αυστρία, η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία, Πολωνία κλπ) θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Αυτή η τολμηρή πρόταση αν περάσει θα αποτελέσει ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Ανεξάρτητα όμως από αυτό και λαμβάνοντάς υπόψη τις ιδιαίτερες οικονομικές  συνθήκες που προκύπτουν λόγω της πανδημίας, μια συζήτηση που να αφορά την επανεξέταση των δημοσιονομικών κανόνων που θα επέτρεπαν την ενθάρρυνση της ανάκαμψης στις πιο αδύναμες χώρες είναι πιο αναγκαία από ποτέ.