✍Ο Αντώνης Καραμπατζός, καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Ναι, το διεθνές δίκαιο έχει έντονα χαρακτηριστικά ήπιου δικαίου, soft law. Πάσχει ιδίως σε επίπεδο καταναγκασμού. Τα ερωτήματα εύλογα, ήδη από τα φοιτητικά μας χρόνια: Πώς επιβάλλεται; Πόσο πειστικό είναι ένα δίκαιο που πάσχει στο επίπεδο του καταναγκασμού;
Είναι καν δίκαιο; Διεθνή δικαιοδοτικά όργανα υπάρχουν μεν, πολλές αποφάσεις τους τηρούνται. Αλλά η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου δεν παύει να εξαρτάται έντονα από τους διεθνείς συσχετισμούς, τους συσχετισμούς ισχύος μεταξύ των κρατών. Και είναι επίσης αλήθεια ότι, σε διεθνές επίπεδο, δεν είναι λίγες οι φορές που το δίκαιο και η ιδέα της δικαιοσύνης υποχωρούν μπροστά στην οικονομική ή στρατιωτική υπεροχή μιας χώρας ή σ’ έναν συσχετισμό δυνάμεων.
Η επιβολή της ισχύος συνοδεύεται ενίοτε και από επίκληση μεγάλων ιδεών και σχημάτων, αρχών ή αξιών. Επέκταση της δημοκρατίας, προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κοκ. Τα ακούσαμε στο πρόσφατο παρελθόν. Κάποτε, μάλιστα, τα πράγματα μπορεί, με την επέμβαση μιας μεγάλης δύναμης, να οδηγήσουν σε αιματοχυσίες ή αλλαγές καθεστώτος που επιτείνουν μία ήδη άσχημη κατάσταση στο έδαφος. Και προφανώς εδώ άμοιρες (σοβαρών) ευθυνών κατά το παρελθόν δεν είναι ούτε οι ΗΠΑ, η υπερδύναμη της μεταπολεμικής περιόδου – βλ. λ.χ. πόλεμο στο Ιράκ κ.λπ.
Μπορεί όμως, στην εποχή μας, να ασκείται διεθνής πολιτική χωρίς καμία επίκληση αρχών και αξιών; Ιδίως σε κορυφαίο επίπεδο, όταν κρίνεται η μοίρα ολόκληρων λαών και κρατών; Μπορούν οι τύχες τους να καθορίζονται από μία ωμή, κυνική πολιτική προσέγγιση ή μία business-oriented διαπραγμάτευση, χωρίς καμία επίκληση αρχών δικαιοσύνης;
Ναι το ξέρω, έχουν ήδη εμφανιστεί στο προσκήνιο ένα σωρό «ρεαλιστές» –λες και όλοι οι υπόλοιποι είμαστε τυφλοί ή δεν διαβάσαμε κάποτε στη ζωή μας–, που υποστηρίζουν ότι από τα αρχαία χρόνια (βλ. Θουκυδίδη, Σοφιστές κ.λπ.) μέχρι τη σύγχρονη εποχή επικρατεί εν τέλει το δίκαιο του ισχυρότερου και θα πρέπει να πορευόμαστε με βάση τις επιταγές του: έτσι έχουν τα πράγματα, αμιγώς περιγραφική ερμηνευτική προσέγγιση, χωρίς δεοντικό-κανονιστικό περιεχόμενο – ή από το είναι εξάγεται το δέον, που είναι το χειρότερο. Συνήθως οι προσεγγίσεις αυτές διανθίζονται και με λίγο Κλαούζεβιτς ή Π.Κονδύλη (τον, αναμφίβολα, μεγάλο Έλληνα διανοητή).
Έτσι, τώρα, οι υποστηρικτές αυτοί εμφανίζονται υπέρμαχοι της (τάχα) ρεαλπολιτίκ του αμερικανού Προέδρου στο Ουκρανικό, ο οποίος φαίνεται πρόθυμος να στηρίξει την πλευρά της Ρωσίας, κλείνοντας τα μάτια στον αυταρχισμό που ενσαρκώνει ο –καταζητούμενος από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο– Πρόεδρος Πούτιν (υπενθυμίζω εδώ ότι ο Πούτιν κατηγορείται για το έγκλημα πολέμου της παράνομης απέλασης και μεταφοράς πληθυσμού –και δη παιδιών– από κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας προς τη Ρωσική Ομοσπονδία). Εδώ εισφέρονται στη συζήτηση διάφορες περαιτέρω εξηγήσεις, όπως λ.χ. ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν μ’ αυτόν τον τρόπο να αποσπάσουν τη Ρωσία από την επιρροή της Κίνας και να την φέρουν εγγύτερα στο δυτικό στρατόπεδο (η επιχειρηματολογία αυτή φαίνεται να πείθει ιδιαίτερα το εσωτερικό των Ρεπουμπλικάνων, που μάλλον θέλουν από κάπου να πιαστούν…).
Απορεί κανείς πραγματικά αν συνειδητοποιούν όλοι αυτοί –μαζί τους και κάποιοι πολιτικοί ταγοί στη χώρα μας– τι μπορεί να συνεπάγεται η αβίαστη υιοθέτηση της λογικής περί ωμής και άνευ ετέρου επιβολής του δικαίου του ισχυρότερου, και μάλιστα από έναν αμερικανό Πρόεδρο που συμπεριφέρεται εν γένει ανερμάτιστα, και στο εσωτερικό της χώρας του και εκτός αυτής.
Ας αφήσουμε κατά μέρος τις προφανείς επιπτώσεις μιας τέτοιας προσέγγισης σε άλλες υποθετικές περιπτώσεις των διεθνών σχέσεων και ιδίως στη σχέση μας με την αναθεωρητική γειτονική μας χώρα, την Τουρκία. Αλήθεια, είναι κανείς έτοιμος πράγματι να αποδεχθεί την επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου στην καθημερινή του βιοτική πραγματικότητα; Απέναντι στον οικονομικά ισχυρότερο ή πιο ρωμαλέο συνάδελφο ή εργοδότη του, απέναντι στον βίαιο γείτονά του, τον κακοποιητικό σύντροφό κοκ; Να παραδοθεί το δίχως άλλο στις ορέξεις τους; Ναι, στην πράξη συμβαίνουν πολλά και ο ισχυρός συχνά μπορεί να επιβάλλει το συμφέρον του στην αδύναμη πλευρά, αλλά δεν μπορούμε ως οργανωμένη κοινότητα, ως έννομη τάξη να αποδεχθούμε την αυτοκατάλυσή μας, να αποδεχθούμε κάτι τέτοιο ως δίκαιο, απεμπολώντας έτσι κάθε αξιακή νόρμα, την ίδια την ιδέα της δικαιοσύνης. Αν αυτό συμβεί σε κάθε βιοτική ή διαπροσωπική σχέση μας, δεν καταλύεται απλώς το κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά καταρρέει η ίδια η ιδέα της προόδου του ανθρώπινου πολιτισμού.
Συχνά εδώ στην Ελλάδα αρεσκόμαστε να αναφερόμαστε στα διδάγματα των Σοφιστών ή του Θουκυδίδη, αλλά ξεχνάμε τον μεγάλο Σωκράτη και το τεράστιο ηθικό βάρος του σωκρατικού παραδείγματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Κρίτωνας επιχειρεί να κάνει τον δάσκαλό του να προδώσει τον εαυτό του (σαυτόν προδούναι), να αρνηθεί τον εαυτό του (το σχήμα το σαυτού καταλλάξας), ο Σωκράτης, ως γνωστόν, κρατιέται όρθιος ηθικά, αγέρωχος, αν και του μένουν πλέον λίγα χρόνια ζωής. Αφήνει το παράδειγμά του κτήμα εσαεί (δεν το κάνει μόνον ο Θουκυδίδης λοιπόν…).
Όπως ωραία το διατυπώνει ο υπερόχος Κωστής Παπαγιώργης, «[τ]ι πιο γελοίο [μπορούμε να φανταστούμε] από ένα Σωκράτη που το σκάει από τη φυλακή και φτάνει στη Θεσσαλία κουκουλωμένος πέτσινα ρούχα ή άλλα μασκαρέματα…;» (Κ.Παπαγιώργης, Σωκράτης: Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί, εκδ. Καστανιώτη, σ. 18).
Τι πρέπει να κάνει με τη ζωή του ο Σωκράτης: να καταργήσει τους νόμους «για χάρη της όποιας ζωής, ή να την προσφέρει τίμημα της πολιτικής αρετής; Να πάει με το αγαθό ή με το κακό;» (Κ.Παπαγιώργης, όπ.π.). Η επιλογή που κάνει ο Σωκράτης είναι σαφής και αποσκοπεί στο να καταστήσει ξεκάθαρο στην πολιτεία το κριτήριο της ορθότητας. Ο Σωκράτης αυτοκτονεί, εν τέλει, για να μην αυτοκτονήσει αξιακά μία πολιτεία.
Θα ήταν, αναντίρρητα, εξαιρετικά αφελές να πιστεύει κανείς ότι οι συσχετισμοί ισχύος δεν ασκούν σοβαρή επίδραση στις διεθνείς σχέσεις. Η ιστορία, εξάλλου, είναι εδώ αμείλικτη. Ωστόσο, δεν μπορεί να λείψει από τις κοινωνίες μας το αξιακό και ηθικό υπόδειγμα, η ιδέα της δικαιοσύνης. Αλλιώς, όσο κοινότοπο και αν ακούγεται, θα μετατραπούμε σε ζούγκλα, σε μία φάρμα ζώων όπου ο ισχυρότερος θα επιβάλλεται στον πιο αδύναμο, μέχρι τελικής πτώσεως. Γι’ αυτό και το πρότυπο που προβάλλει μέχρι στιγμής για τις διεθνείς σχέσεις ο Ντόναλντ Τραμπ είναι εξαιρετικά επικίνδυνο όχι μόνο στο διεθνές επίπεδο, αλλά και για το εσωτερικό των κοινωνιών μας.
Η αποδοχή των κεκτημένων του αυταρχισμού θέτει την ιδέα της δικαιοσύνης στο απόσπασμα. Και αυτό δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να συμβεί. Και είναι πρωτίστως χρέος της πολιτικής να επαναφέρει στην πρώτη γραμμή το αξιακό στοιχείο και το δέον και να τα προτάξει έναντι του ωμού κυνισμού, να προτάξει την ιδέα της δικαιοσύνης έναντι του αυταρχισμού και της αυθαιρεσίας του ισχυρού.
Πηγή: Facebook

