✍ Η Μαρία Μπουτζέτη, Διδάκτωρ Πολιτικής Επικοινωνίας στα Μέσα Κοινωνικής
Δικτύωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην επέτειο των 50 χρόνων από την ίδρυση του, το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής
βρίσκεται ενώπιον της ιστορικής ευθύνης να επανέλθει ως το πλειοψηφικό
πολιτικό και κοινωνικό κίνημα που πραγμάτωσε το συλλογικό αίτημα
δεκαετιών για ανοδική κοινωνική κινητικότητα και εξέφρασε τον πόθο των
Ελλήνων για ίσες ευκαιρίες, δημιουργώντας δυνατότητα μίας καλύτερης ζωής.
Ένα αίτημα εξίσου επίκαιρο σήμερα, σε μία συνθήκη που: α) χαρακτηρίζεται από
την «εικονική πραγματικότητα» που επιχειρεί να κατασκευάσει η κυβέρνηση
της Νέας Δημοκρατίας, ενώ έχει ως άλλη όψη της τη στασιμότητα,
καταλήγοντας σε μία ευθεία διευθέτηση συμφερόντων, β) ταλανίζεται από τη
φαιδρότητα και την επικράτηση του lifestyle έναντι της πραγματικής πολιτικής,
που με υπαιτιότητα του ΣΥΡΙΖΑ, μετακινεί εδώ και καιρό τη συζήτηση από τα
κυρίαρχα ζητούμενα.
Απέναντι στην εύλογη δυσπιστία των πολιτών, ο προοδευτικός χώρος οφείλει
σήμερα να σταθεί συγκροτημένα. Δεν υπάρχει περιθώριο επιστροφής σε
«αγανακτισμένα» ρητορικά σχήματα είτε αριστερού είτε δεξιού λαϊκισμού, όπως
αυτά της περιόδου 2012 – 2019, που αφενός έχει ήδη απορρίψει η κοινωνική
συνείδηση μέσα από την εμπειρία της κρίσης αφετέρου δεν βρίσκουν θιασώτες
στη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκηνή της σοσιαλδημοκρατίας των Στάρμερ, Σάντσεθ,
Σλάιν, όπου η μάχη για πραγματική αλλαγή κρίνεται στο στοχευμένο πρόγραμμα
που υπερβαίνει ατομικές ατζέντες υπέρ της συλλογικής ευημερίας. H εποχή των
Πάμπλο Ιγλέσιας ή Μπέπε Γκρίλο έχει παρέλθει.
Σήμερα, σε μία έκρυθμη κοινωνική συνθήκη ακρίβειας, στεγαστικής κρίσης, ελλιπούς πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας και ενώ ήδη βιώνουμε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, είναι ευθύνη του πολιτικού συστήματος να δημιουργήσει ανάχωμα
απέναντι σε ένα πιθανό νέο κύμα τοξικής «αντισυστημικότητας». Η κατάρρευση άλλωστε του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι η συγκυρία του αντιμνημονιακού λαϊκισμού ήταν αδύνατο να θέσει στέρεες ρίζες για την ανάπτυξη ενός πλειοψηφικού, προοδευτικού πολιτικού κινήματος.
Το ΠΑΣΟΚ είναι η μόνη προοδευτική πολιτική έκφραση που μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη, συγκροτώντας τη σύγχρονη, αξιόπιστη κυβερνητική πρόταση, που θα δώσει τέλος στο αδιέξοδο δίπολο Νέας Δημοκρατίας – ΣΥΡΙΖΑ και θα ανοίξει δρόμο «επιστροφής» των πολιτών στην πολιτική. Και αυτή τη στιγμή πληροί περισσότερο από ποτέ τις προϋποθέσεις να το επιτύχει. Πρώτον, έχει προβεί σε γόνιμη αυτοκριτική για τις αστοχίες του παρελθόντος, κρατώντας ως πολύτιμη παρακαταθήκη τις αξιακές του καταβολές. Δεύτερον, έχει προχωρήσει σε γνήσια βήματα ανασυγκρότησης, που το έφεραν ξανά δυναμικά στο επίκεντρο.
Τον Δεκέμβριο του 2021, η εκλογή Ανδρουλάκη και η επαναφορά των ιστορικών συμβόλων έγινε έναυσμα δυναμικής επανεκκίνησης που κεφαλαιοποιήθηκε περαιτέρω μετά τις εθνικές εκλογές του 2023, με παρουσία της ηγεσίας στο Κοινοβούλιο και εντεινόμενο, συνεπή κοινοβουλευτικό έλεγχο. Σε διάστημα 2,5 χρόνων τέθηκαν στέρεα θεμέλια για την οικονομική και οργανωτική αυτονομία του ΠΑΣΟΚ, την ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού του και την επανασύνδεσή του με τηνκοινωνία. Σήμερα, είναι η στιγμή που το κίνημα μπορεί και πρέπει να επιταχύνει σταθερά τον βηματισμό του. Η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει.
Για τον λόγο αυτό, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προκειμένου να κλείσει άμεσα ο κύκλος της εσωστρέφειας – που άκαιρα άνοιξε τη στιγμή που η παράταξη έκανε σημαντικά βήματα μπροστά – και να μην ανακοπεί λόγω εσωκομματικής φθοράς η ιστορική δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να πρωταγωνιστήσει, κίνησε ταχέως τη διαδικασία εκλογής προέδρου από τη βάση. Προχώρησε σε διευρυμένη Κεντρική Πολιτική Επιτροπή, διασφαλίζοντας τον θεσμικό χαρακτήρα της διαδικασίας παρουσίασης των υποψηφιοτήτων και πρότεινε τη διεξαγωγή debate με ελεύθερο διάλογο, θέλοντας να εκφράσει την έμπρακτη αλλαγή παραδείγματος,
επιδιώκοντας την ειλικρινή επικοινωνία με τους πολίτες, που δεν συγκινούνται από τις άνευρες τηλεμαχίες «προκατασκευασμένων» παράλληλων μονολόγων. Η νέα αυτή πολιτική αντίληψη δείχνει τον δρόμο μίας άλλης διακυβέρνησης.
Μίας διακυβέρνησης ικανής να διαμορφώσει και να υλοποιήσει μαζί με την κοινωνία τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ελλάδα, προκειμένου να διασφαλίσει την ευημερία και την ισχυρή θέση της στον διεθνή χάρτη. Αρχής γενομένης από τις 8 εθνικές προτεραιότητες που παρουσίασε ο Νίκος Ανδρουλάκης στη ΔΕΘ, ένας μεγάλος εθνικός διάλογος χρειάζεται να ξεκινήσει ήδη από τις 14 Οκτωβρίου, με την οργανωμένη κοινωνία των πολιτών, τα κινήματα, και όσους νιώθουν οτι η φωνή τους δεν ακούγεται εν μέσω
επικοινωνιακής κυριαρχίας της κυβέρνησης.
Μία συμφωνία αρχών όλων όσων αισθανόμαστε ότι οφείλουμε να συνδημιουργήσουμε μία δικαιότερη κοινωνία, με όρους μέλλοντος, με αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος ποιοτικών
υπηρεσιών υγείας και παιδείας, με ασφαλείς συνθήκες εργασίας και αξιοπρεπείς μισθούς, με παραγωγικό μοντέλο που επιστρέφει οφέλη στην κοινωνία και όλα αυτά σε ένα πλέγμα ασφάλειας και θωράκισης από την πρόκληση της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτή την προσπάθεια πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Μαζί. «Ευχαριστώ τον Χρήστο Γραμμένο, πολιτικό επιστήμονα, για τη συνεργασία του».