ΑρχικήΜε ΆποψηΗ σχέση Ελλάδας - Ευρώπης: ένα μάθημα για πολιτικούς και πολίτες

Η σχέση Ελλάδας – Ευρώπης: ένα μάθημα για πολιτικούς και πολίτες

«Τι είναι η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα» είχε αναρωτηθεί την δεκαετία του ‘70 ο τότε Γάλλος πρωθυπουργός Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν, ένας από τους πιο ένθερμους Ευρωπαίους ηγέτες που στάθηκε στο πλευρό του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προσπάθεια του να εντάξει την χώρα μας στην ΕΟΚ.

Πέρυσι η Ελλάδα γιόρτασε τα 40 χρόνια εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας, χρόνια τα οποία είχαν αναμφίβολα δύσκολες στιγμές.

Με αφορμή την υγειονομική κρίση της πανδημίας που έφερε την Ευρώπη πιο κοντά, αλλά και σχετικά με πρόσφατες ευρωπαϊκές μετρήσεις που φαίνεται να παρουσιάζουν την χώρα μας ως ευρωσκεπτική- μαζί με άλλες, όπως την Γαλλία, την Ιταλία-, αξίζει κανείς να αναρωτηθεί τι και που θα ήταν σήμερα η Ελλάδα χωρίς την Ευρώπη.

Την άσκηση αυτή οφείλουμε πρωτίστως να κάνουμε εμείς οι πολιτικοί, και να αναρωτηθούμε πως ο λόγος και η στάση μας την κρίσιμη περίοδο της οικονομικής κρίσης τροφοδότησε εγχώριες κοινωνικές αντιλήψεις για την Ευρώπη που ακόμα και σήμερα παραμένουν, έστω και σε μικρότερο βαθμό. Χαρακτηριστική άλλωστε παραμένει η δημοσκόπηση της diaNEOsis που είχε πραγματοποιηθεί λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, σύμφωνα με την οποία 7 στους 10 Έλληνες πίστευαν ότι τα μνημόνια κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης ήταν εφεύρημα των Ευρωπαίων για να εκμεταλλευτούν την χώρα μας.

Αντιλήψεις σαν και αυτές διαμορφώθηκαν υπό δύσκολες συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας που επικράτησαν παντού στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε αυτή την πρωτόγνωρη στιγμή οικονομικού κινδύνου, τα ένστικτα επιβίωσης των κρατών μελών της Ένωσης την οδήγησαν σε μία στάση σκληρή, και ίσως λανθασμένη. Καταλυτικός παράγοντας όμως στην επικράτηση του ευρωσκεπτικισμού στην Ελλάδα ήταν η εδραίωση του λαϊκισμού στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική ζωή του τόπου μας.

Η Ευρώπη ως θεσμός, ως συλλογικότητα μπήκε στο στόχαστρο πολλών, έγινε η αιτία των δεινών μας, ο «μπαμπούλας».

Για μία μερίδα του πολιτικού φάσματος έγινε ασπίδα προστασίας σε οποιαδήποτε κρίσιμη απόφαση, σε ουσιαστικές στιγμές ευθύνης, ενώ για άλλους στο αντίποδα, έγινε πολέμιος, εχθρός και δυνάστης. Στο μονόπρακτο της Ελληνικής τραγωδίας, η Ευρώπη ήταν η αιτία του κακού, και η κάθαρση ήταν μονάχα η «επανάσταση», το «σκίσιμο των μνημονίων», ακόμα και η έξοδος.

Χρειάστηκαν δυο χρόνια και μία παγκόσμια πανδημία για να φανεί πραγματικά πόσο σημαντική είναι η Ευρώπη για την Ελλάδα, και που θα ήμασταν αν η κάθαρση που κάποιοι επιδίωκαν με τον πολιτικό τους λόγο, και όχι μόνο, είχε επέλθει. Αυτό πρέπει να παραμείνει ένα μάθημα στην πολιτική ιστορία της χώρα μας, από το οποίο διαρκώς, πολίτες και πολιτικοί, οφείλουμε να μαθαίνουμε.

Ιδιαίτερα την περίοδο αυτή που η κοινωνία μας δίνει την μάχη με την πανδημία και τον εμβολιασμό. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον λαϊκισμό να βρει πρόσφορο έδαφος, καλλιεργώντας τον φόβο και την αμφιβολία.

Η Ελλάδα σήμερα στέκεται στα πόδια της ισχυρή, ως υπεύθυνος και αξιόπιστος εταίρος εντός της Ευρώπης. Πρωτοστατεί σε σημαντικές πολιτικές για την υγεία, την κοινωνική ισότητα, την πράσινη ανάπτυξη, την τεχνολογία και την ασφάλεια, με άμεσο θετικό αποτύπωμα στον πολίτη.

Αν ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν έβλεπε τότε στην Ελλάδα μονάχα την αρχαία αίγλη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, σήμερα είμαι σίγουρη ότι θα αναγνώριζε τις σύγχρονες δυνατότητες και την δυναμική που η Ελλάδα προσφέρει στην Ευρώπη και στο κοινό μας μέλλον.