ΑρχικήΜε ΆποψηΜόνον ο βλάκας επιμένει…

Μόνον ο βλάκας επιμένει…

Με πολλά κυβερνητικά και κομματικά στελέχη να θεωρούν λανθασμένη την αρχική επιλογή, θα πρέπει -μοιραία- να χρησιμοποιήσει κανείς ένα κλισέ για να περιγράψει την τακτική της Κυβέρνησης στο θέμα της κηδείας του πρώην Βασιλιά. “Ο έξυπνος παραδέχεται, ο πονηρός δικαιολογείται, ο βλάκας επιμένει”. Ταιριάζει γάντι στη διαχείριση της βασιλική κηδείας.

Ο Πρωθυπουργός αρχικά στάθμισε την κατάσταση και επέλεξε μια “μεσοβέζικη” λύση για να μην δυσαρεστήσει το κεντρώο ακροατήριο και κυρίως να μη διακινδυνεύσει την πρόκληση ταραχών από τους υπερδημοκράτες Έλληνες αριστερούς. Κατανοούσε προφανώς ότι σε προεκλογικό χρόνο, η αριστερά θα άδραχνε την ευκαιρία να εργαλειοποιήσει για μια ακόμη φορά το πολιτειακό. Μια τακτική την οποία πιστά ακολούθησε ο Ανδρέας Παπανδρέου, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στα πλήθη. Έτσι επέλεξε ιδιωτική κηδεία, χωρίς λαϊκό προσκύνημα αλλά με ταφή στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοϊου.

Οι αντιδράσεις των φιλοβασιλικών ήταν αναμενόμενες και φυσικά δεν θα άλλαζαν το σχεδιασμό του Μαξίμου. Όπως επίσης και οι τσιρίδες των υπερδημοκρατών (θεματοφυλάκων του Συντάγματος). Οι οποίοι παρά την υποβάθμιση της κηδείας από πλευράς Κυβέρνησης, δεν έχασαν την ευκαιρία να ξεσπαθώσουν κατά των Κυβερνητικών, προσθέτοντας τον χαρακτηρισμό “χουντοβασιλικοί”, δίπλα στους ήδη υπάρχοντες “φασιστές” και “ναζί” με τους οποίους αποκαλούν οποιονδήποτε διαφωνεί μαζί τους.

Αυτό που δεν ήταν αναμενόμενο αφορά στις αντιδράσεις κεντρώων πολιτών (και δημοσιολογούντων) για την πολιτική ατολμία της Κυβέρνησης να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και κυρίως να δείξει ότι εγκατέλειψε τα εμφυλιακά φοβικά σύνδρομα. Το να θάψει κανείς έναν πρώην βασιλιά, όπως άρμοζε στο αξίωμα που κατείχε νομίμως, δεν ενοχλούσε κανέναν. Ιδίως καθώς η παλινόρθωση της μοναρχίας (ανιστόρητο σλόγκαν αλλά ευπώλητο στη μεταπολίτευση) βρίσκονταν μόνο στη νοσηρή φαντασία αριστερών κυρίως για χρησιμοθηρικούς λόγους. Ένα μεγάλο μέρος των κεντρώων χαρακτηρίζεται από θεσμικότητα και η απόφαση να αγνοήσει η Κυβέρνηση το “πρωτόκολλο”, ενόχλησε. Ενόχλησε μετριοπαθείς δημοσιογράφους, πολιτικούς από τον κεντρώο χώρο μέχρι και επιφανείς αντιστασιακούς.

Ενοχλήθηκαν φυσικά και οι δεξιοί ψφηοφόροι. Ο πρώην Πρωθυπουργός είχε επιλέξει να πετάξει στην άλλη άκρη του πλανήτη για να παραστεί στην κηδεία του Φιντέλ Κάστρο, ενώ επιπρόσθετα η δεξιά είχε αποδεχθεί (χάριν της εθνικής συμφιλίωσης) να αποδοθούν τιμές σε χαρακτηρισμένους αριστερούς, οι οποίοι μάλιστα είχαν πολεμήσει στον εμφύλιο.

Ταυτόχρονα, αρκετοί από την κυβερνητική παράταξη έσπευσαν να δηλώσουν συμμετοχή στην κηδεία, προκαλώντας αμηχανία. Μια απαγόρευση της παρουσίας τους στην κηδεία, θα δημιουργούσε διαλυτικές τάσεις στο κόμμα.

Πιθανόν επίσης να στάθμισαν και την εικόνα μπανανίας που θα έφτανε σε όλο τον κόσμο και δη παρουσία ξένων ηγετών, από μια δημοκρατία που εκδικείται έναν νεκρό. Μια εικόνα φοβική απέναντι σε φαντάσματα του παρελθόντος. Μια εικόνα χώρας που ζει για να παλεύει με αυτά τα φαντάσματα.

Έτσι μετά την πάροδο 48 ωρών, ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να αλλάξει τις αρχικές αποφάσεις. Και λαϊκό προσκύνημα θα πραγματοποιηθεί (εδώ δεν απαγορεύονται άλλες πολύ βίαιες δράσεις) και η Κυβέρνηση θα εκπροσωπηθεί από τον δεύτερο τη τάξει παράγοντα. Τον Αντιπρόεδρο κύριο Παναγιώτη Πικραμμένο. Μια πολύ πιο λογική απόφαση από την (μόνο ιεραρχικά) υποδεέστερη κυρία Λίνα Μενδώνη. 

Ήταν  μια πράξη γενναία και ενδεχομένως λογική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν επέμεινε στην αρχική του απόφαση με τον γελοίο τρόπο που συχνά επιλέγουν οι ισχυροί. Αντιλήφθηκε τι είναι σωστότερο και χωρίς να ξεσηκώσει όσους εχθρεύονται κάθε τι βασιλικό (π.χ. αλλάζοντας την άποψή του περί τιμών αρχηγού κράτους), έκανε ένα μικρό αλλά ορθό βήμα προς την αποκατάσταση ενός ιστορικού παράδοξου. Θα αφήσει όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν τον πρώην Βασιλιά (στη χώρα μας επιτρέπεται σε ανθρώπους να προσκυνούν και να τιμούν ξένους δικτάτορες) και θα δείξει ότι η Κυβέρνησή του δεν φοβάται τον τραμπουκισμό της αριστεράς, στέλνοντας αντ’ αυτού τον δεύτερο τη τάξει στην Κυβέρνηση.

Εντάξει. Και πάλι δεν θα είναι όλοι ευχαριστημένοι. Ας παραδεχτούμε όμως ότι είναι από τις σπάνιες φορές που ένας πολιτικός δεν επιμένει στην αυθεντία του.