ΑρχικήΟικονομίαΓιατί οι Γερμανοί έχουν φθηνότερο ρεύμα; Όλη η αλήθεια για το “κλείσιμο”...

Γιατί οι Γερμανοί έχουν φθηνότερο ρεύμα; Όλη η αλήθεια για το “κλείσιμο” των λιγνιτικών μονάδων και το ρόλο της Γερμανίας

Στις 19 Φεβρουαρίου, η χονδρική τιμή της μεγαβατώρας στη Γερμανία διαμορφώθηκε περίπου στα 38 ευρώ. Την ίδια ημέρα, η αντίστοιχη χονδρική τιμή στην Ελλάδα ξεπερνούσε τα 191 ευρώ.

Αντίθετα με τα fake news που διακινούν πολιτικά στελέχη στο διαδίκτυο, ο λόγος δεν ήταν η διακοπή των εγχώριων λιγνιτικών μονάδων. Η τεράστια διαφορά στην χονδρική τιμή του ρεύματος μεταξύ των δύο χωρών οφείλεται σε αυτό για το οποίο κατηγορούν τις Κυβερνητικές επιλογές. Η Γερμανία έχει βασίσει το ενεργειακό της μίγμα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).

Η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ στη Γερμανία το περασμένο Σάββατο ξεπερνούσε κατά 8% τη ζήτηση, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg. Αυτό φυσικά συμβαίνει διότι οι Γερμανοί επενδύουν εδώ και δεκαετίες στις ανανεώσιμες πηγές. ήδη από το 2020, Ανεμογεννήτριες, βιομάζα, υδροηλεκτρικά και φωτοβολταϊκά αποτελούσαν τη μισή από την εγκατεστημένη ισχύ της χώρας. Τα φωτοβολταϊκά, σε μια χώρα του Βορρά, με δύσκολους χειμώνες αποτελούν σχεδόν σταθερά το 10% της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής. Ποσοστό που αγγίζει η ηλιόλουστη Ελλάδα μόνον τους καλοκαιρινούς μήνες. Αντίστοιχα, το καλοκαίρι στη Γερμανία, ο ήλιος προσφέρει το 17% του ρεύματος που καταναλώνεται. Αντίστοιχο ποσοστό έχει και η Ολλανδία (17%) αλλά και η Ισπανία (16%).

Δεν είναι όμως οι προηγμένες χώρες του βορρά της Ευρώπης που είδαν από νωρίς το μέλλον. Την περίοδο 2018-2021 η Ουγγαρία έχει τετραπλασιάσει τη συμμετοχή των φωτοβολταϊκών στην τοπική ηλεκτροπαραγωγή. Στην περίπτωση της Εσθονίας και της Πολωνίας, όπου το «ηλιακό μερίδιο» ήταν σχεδόν μηδενικό το 2018, τα φωτοβολταϊκά συμμετείχαν με 10% και 5% αντίστοιχα το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου 2021.

Ευτυχώς, από το 2019 και μετά, ακολούθησε και η χώρα μας τη διεθνή τάση. Ήδη από το καλοκαίρι του 2020, στην Ελλάδα και την Πορτογαλία η ηλιακή ενέργεια είχε ξεπεράσει για πρώτη φορά τον λιγνίτη σε συμμετοχή στην ηλεκτροπαραγωγή. Αν υπάρχει κάποια εξισορρόπηση των τιμών μετά τις αυξήσεις στις διεθνείς ενεργειακές τιμές, αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στα υδροηλεκτρικά εργοστάσια αλλά και στο νέο στρατηγικό σχεδιασμό της ΔΕΗ, που στράφηκε στις ΑΠΕ και επιδιώκει να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Αυτή την αλλαγή στον ενεργειακό σχεδιασμό επιχείρησε να εργαλειοποιήσει η εγχώρια αντιπολίτευση κατηγορώντας την Κυβέρνηση ότι με την επιλογή της, όχι μόνο μας έκανε δέσμιους του φυσικού αερίου (και του Πούτιν) αλλά σε αυτήν αποδίδει και την εκτόξευση των τιμών λιανικής. Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου έτσι.

Την τελευταία δεκαετία έκλεισαν πολλές μονάδες παραγωγής ρεύματος με καύση λιγνίτη. Οι τελευταίες έκλεισαν τη διετία ’20-’21. Επί Νέας Δημοκρατίας δηλαδή. Ο σχεδιασμός όμως για το κλείσιμο των συγκεκριμένων μονάδων είχε -ορθώς- γίνει επί ΣΥΡΙΖΑ, καθώς οι μονάδες αυτές είχαν εξαντλήσει τις προβλεπόμενες ώρες λειτουργίας τους.

Πιο συγκεκριμένα οι λιγνιτικές μονάδες που έκλεισαν είναι οι εξής:

2010 Πτολεμαιδα 1
2011 Πτολεμαΐδα 2 και Μεγαλόπολη 1 και 2
2014 πτολεμαιδα 3 και 4
2019 Ιούνιος Καρδιά 1-2
2020 Αμύνταιο 1-2
2021 Καρδιά 3-4

Όλες οι εναπομείνασες λινγιτικές μονάδες είναι σε πλήρη λειτουργία και το 2020 συνέβαλλαν στο συνολικό ενεργειακό μίγμα κατά σχεδόν 11%, όπως μπορεί να δει ο καθένας στο λογαριασμό ρεύματος που λαμβάνει, ανεξαρτήτως παρόχου.

Ακόμη όμως και αυτές οι μονάδες είναι ζημιογόνες για τη ΔΕΗ. Πριν το κλείσιμο των τεσσάρων μονάδων σε Αμύνταιο και Καρδιά, η εταιρεία “έμπαινε μέσα” περίπου 400 εκατ. ευρώ ετησίως επειδή παρήγαγε ρεύμα με λιγνίτη. Κατόπιν, η “χασούρα” μειώθηκε στο μισό. Πλέον “χάνει” 200 εκατ. ευρώ ετησίως. Στόχος παραμένει να περατώσουν τη λειτουργία τους μέχρι το 25 αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μονάδες θα διαλυθούν. Για λόγους ενεργειακής αυτονομίας αλλά και για εξισορρόπηση των παρεχόμενων φορτίων (δε φυσάει πάντα και το βράδυ -ακόμα- δεν έχει ήλιο) οι μονάδες θα παραμείνουν σε εφεδρεία, όπως έχει δηλώσει ο επικεφαλής της επιχείρησης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και με τις δυσθεώρητες τιμές του φυσικού αερίου φέτος το χειμώνα, ήταν μετρημένες στα δάχτυλα οι ημέρες κατά τις οποίες συνέφερε τη χώρα να παράγει ρεύμα από λιγνίτη. Όλες τις υπόλοιπες ημέρες, η ΔΕΗ “έμπαινε μέσα” από τις λιγνιτικές μονάδες. Τη συνέφερε περισσότερο να εισάγει το ρεύμα, παρά να το παράγει μόνη της με το “δωρεάν” καύσιμο. Η ακριβή παραγωγή, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο κόστος που πληρώνει η εταιρεία για τους ρύπους που εκπέμπει. Το θέμα λοιπόν δεν είναι απλά περιβαλλοντικό. Ο αναπτυγμένος κόσμος, σεβόμενος την ανάγκη για αναστροφή της κλιματικής αλλαγής, το μετέτρεψε σε οικονομικό.

Η δυστοπία που δημιούργησε ο βασικός πάροχος της γηραιάς ηπείρου, θα φέρει ακόμη πιο ραγδαίες αλλαγές. Ειδικά στον τομέα της ενέργειας, οι χώρες της Ευρώπης αντιλαμβάνονται ότι πλέον δεν μπορούν να στηρίζονται σε αγωγούς και σε τρίτες χώρες που διοικούνται από δικτάτορες. Η ακόμη ταχύτερη στροφή στις ΑΠΕ μοιάζει μονόδρομος και πλέον, άπαντες συμφωνούν ότι στο προσεχές διάστημα, ανακοινώσεις θα γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση, στέλνοντας στον “κουβά” τον Τραμπ, τη ΓΕΝΟΠ και όσους άλλους λοιδορούσαν την κλιματική αλλαγή και νοσταλγούσαν το λιγνίτη.