Τον ζήσαμε στο… φόρτε του, ακριβώς τα χρόνια της κρίσης. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας από το 2009 μέχρι το 2017, εξέφραζε πάντα την πιο σκληρή γραμμή του Βερολίνου για δημοσιονομική πειθαρχία και η συνεργασία μαζί του αποτέλεσε εφιάλτη για όλους τους Έλληνες ομολόγους του.
Επειδή όμως, όπως φαίνεται, όσο ζει κανείς, μαθαίνει, ήρθε η ώρα να αλλάξει και ο Σόιμπλε, στα 77 του χρόνια. Δεν είναι πια ο «τσάρος» της γερμανικής Οικονομίας αλλά ο πρόεδρος της Μπούντεσταγκ, της γερμανικής Βουλής. Η άποψη του, όμως, μετράει και το γεγονός ότι παραδέχεται δημόσια ότι το μοντέλο που πεισματικά υπηρέτησε τόσα χρόνια δεν προχωράει πια, σημαίνει πολλά.
Τι δήλωσε πριν από λίγες μέρες στο Βερολίνο, με αφορμή τις προβλέψεις για στασιμότητα της γερμανικής Οικονομίας;
«Πρέπει να σκεφτούμε νέα πράγματα έξω από το status quo. Να είμαστε πρόθυμοι να αμφισβητήσουμε το παραδοσιακό μας μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο πρώτα αποταμιεύουμε και μετά επενδύουμε τις αποταμιεύσεις. Φαίνεται πως αυτό το μοντέλο δεν είναι πια αρκετά δυναμικό, δεδομένων των προκλήσεων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Να γίνουμε πιο ευέλικτοι, πιο θαρραλέοι αλλά να μην το παρακάνουμε».
Η αλλαγή γραμμής από τον Σόιμπλε δείχνει το μέγεθος του προβλήματος που θα κληθεί να διαχειριστεί το Βερολίνο καθώς μετά από πολλά χρόνια δυναμικής ανάπτυξης, οι προβλέψεις κάνουν τώρα λόγο για ρυθμό ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας που θα κινηθεί στο 0,4%-0,5% το 2019. Το πρόβλημα αυτό, όμως, δεν αφορά μόνο τους Γερμανούς και βέβαια δεν δικαιολογεί χαιρέκακες αντιδράσεις ή εύκολες ψευδαισθήσεις «δικαίωσης» των Ελλήνων εχθρών της φιλοσοφίας του Σόιμπλε.
Από τη μια είναι θετικό που οι σκληροί του Βερολίνου παίρνουν το μάθημά τους, συνειδητοποιώντας ότι μόνο με δημοσιονομική πειθαρχία δε βγαίνει ο λογαριασμός. Ίσως αυτή η αλλαγή νοοτροπίας βοηθήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη να επιτύχει την αναθεώρηση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% στο 2% του ΑΕΠ.
Από την άλλη, όμως, για την Ελλάδα η προοπτική στασιμότητας της γερμανικής Οικονομίας είναι μια αρνητική εξέλιξη. Κι αυτό γιατί η βιομηχανική – εξαγωγική «ατμομηχανή» της Ευρώπης χάνει το δυναμισμό της σε μια περίοδο που τη χρειαζόμαστε για να ανεβάσουμε το δικό μας αναπτυξιακό ρυθμό.