ΑρχικήΘυμάσαι τότε που…19/2/2016: Φεύγει από τη ζωή ο Ουμπέρτο Έκο

19/2/2016: Φεύγει από τη ζωή ο Ουμπέρτο Έκο

Στις 19 Φεβρουαρίου 2016, φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών ο Ουμπέρτο Έκο.

Ο Ιταλός μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος κριτικός λογοτεχνίας και σημειολόγος έγινε παγκοσμίως γνωστός από το 1980 με το πρώτο του μυθιστόρημα. «Το όνομα του Ρόδου», μεταφράστηκε σε 43 γλώσσες και πούλησε πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα.

Γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1932 στην πόλη Αλεσάντρια του Πιεμόντε και μεγάλωσε μέσα στο σκοτάδι του Φασισμού και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Φημολογείται ότι το επώνυμο «Έκο» είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων «Ex Caelis Oblatus» («Θεϊκό Δώρο» στα λατινικά) και αποδόθηκε στον παππού του από έναν δημοτικό υπάλληλο.

Έλαβε αυστηρή και καθολική σχολική αγωγή, αλλά το κριτικό του πνεύμα το όφειλε, όπως έλεγε ο ίδιος, στον πατέρα του, που τον δίδαξε να δυσπιστεί και στη μητέρα του, που τον δίδαξε να το λέει.

Ο πατέρας του τον προέτρεψε να γίνει δικηγόρος, όμως εκείνος φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, καθώς αγαπούσε τη φιλοσοφία και την αισθητική.

Σημείο αφετηρίας του ήταν ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Καντ, αλλά τελικά τον κέρδισε το πάθος του για τον μεσαίωνα και στράφηκε στον Θωμά Ακινάτη, στον οποίο αφιέρωσε τη διατριβή του. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη.

Μετά το τέλος των σπουδών του, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία κι εργάστηκε ως παραγωγός πολιτιστικών προγραμμάτων στην RAI. Η θέση αυτή του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από το κράτος.

Το 1959 ο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι βρήκε χρόνο για να ασχοληθεί περισσότερο με τη συγγραφή και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του (Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα) απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που του ταίριαζε) μέσα από τη λογοτεχνία.

Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» στην εφημερίδα Il Verri.

Το 1962 νυμφεύτηκε τη Γερμανίδα τεχνοκριτικό Ρενάτε Ράμγκε, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.

Την ίδια χρονιά, ξεκίνησε να αναπτύσσει τη δική του θεωρία στη Σημειολογία, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τους πολιτισμούς μέσω των συμβόλων, όπως η γλώσσα, οι θρησκευτικές εικόνες, η μουσική και η κυκλοφοριακή σήμανση. 

Υποστήριξε ότι η σημειολογία ή σημειωτική δεν αποτελεί απλό παράρτημα της γλωσσολογίας ή της φιλοσοφίας, αλλά μία αυτοτελή επιστήμη, που προβάλει την αξίωση να αγκαλιάσει όλους τους τομείς του πολιτισμού.

Έγραψε περισσότερα από 20 βιβλία πάνω στο θέμα αυτό, με πιο γνωστά τα «Ανοιχτό Έργο («Opera aperta», 1962), «Κήνσορες και Θεράποντες» («Apocalittici e integrati»,1964), «Η απούσα δομή» («La struttura assente», 1968), «Θεωρία σημειωτικής» (1975) και το εκλαϊκευτικό «Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή» (1975).

Από το 1965 ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα. Τη χρονιά αυτή εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και το 1966 καθηγητής Σημειολογίας στο Πανεπιστήμιο Μιλάνο. Το 1971 μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και το 1974 οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών. Το 1988 έγινε πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Μαρίνου.

Το 1980 στράφηκε στη λογοτεχνία. Έγραψε το μυθιστόρημα «Το Όνομα του Ρόδου», ένα από τα κλασικά πλέον, προκαλώντας αίσθηση.

Η ιστορία εξελίσσεται ως αστυνομικό μυθιστόρημα, με μία σειρά ανεξήγητων δολοφονιών σ’ ένα απομονωμένο μοναστήρι, που ζητούν τη λύση τους, με πρωταγωνιστή ένα μοναχό – ντετέκτιβ στο πρότυπο του Σέρλοκ Χολμς. Παράλληλα, όμως, είναι και η ιστορική αναπαράσταση μιας εποχής και μία ανθολόγηση σημαντικών κειμένων της.

Αποτέλεσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και μεταφέρθηκε το 1986 στον κινηματογράφο από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν Ζακ Ανό, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι.

Για το «Όνομα του Ρόδου», όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, δεν χρειάστηκε χρόνο για έρευνα, όπως στα επόμενα βιβλία του, καθώς γνώριζε τον μεσαίωνα πολύ καλά. Είχε πει ότι συνήθως χρειαζόταν τουλάχιστον δύο χρόνια για έρευνα ώστε να δημιουργήσει έναν κόσμο, μέσα στον οποίο οι ήρωές του θα μπορούν να κινούνται άνετα.

Έγραψε άλλα έξι μυθιστορήματα, που χωρίς να γνωρίσουν την εκδοτική επιτυχία του πρώτου, συνετέλεσαν στην εδραίωση της φήμης του.

Γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, τις οποίες χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του έως τον θάνατό του, ο Έκο κέρδισε πολλές τιμητικές διακρίσεις και είχε δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες.