Στις 2 Οκτωβρίου 1869, γεννιέται ο Μαχάτμα («Μεγάλη Ψυχή») Γκάντι, Ινδός δικηγόρος, πολιτικός, κοινωνικός ακτιβιστής και συγγραφέας που έγινε ηγέτης του Κινήματος Ανεξαρτησίας της Ινδίας κατά της βρετανικής κυριαρχίας.
Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα.
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι ήταν το μικρότερο παιδί της τέταρτης συζύγου του πατέρα του. Ο πατέρας του, Καραμτσάντ Γκάντι, ήταν ντεβάν (Πρόεδρος της τοπικής κυβέρνησης) του Πορμπαντάρ, πρωτεύουσας ενός μικρού πριγκιπάτου στη δυτική Ινδία (στη σημερινή πολιτεία Γκουτζαράτ). Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, ήταν απόλυτα απορροφημένη στη θρησκεία και μοίραζε τον χρόνο της μεταξύ του σπιτιού της και του ναού.
Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία και τη νηστεία, ως μεθόδους αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.
Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Ρατζκότ και ο ίδιος εγγράφηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την κόρη ενός εμπόρου που ήταν φίλος της οικογένειας. Έτσι, έχασε έναν χρόνο από το σχολείο. Το 1881, ο Γκάντι παντρεύτηκε την Καστουρμπάι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Λίγα χρόνια αργότερα, αποφάσισε να σπουδάσει Νομικά στο Λονδίνο. Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία ως το κέντρο του πολιτισμού. Η εικόνα του όμως αλλαξε ριζικά όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό συμφοιτητών για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, παρέμεινε πιστός στις αξίες του. Συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, στην οποία ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Μερικά από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Τα μέλη της εταιρείας παρότρυναν τον Γκάντι να μελετήσει θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για τον σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.
Μόλις πήρε το δίπλωμά του, γύρισε στην Ινδία και στη συνέχεια ταξίδεψε στη Νότια Αφρική, για να αναλάβει μια δικαστική υπόθεση. Εκεί, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους εις βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι, ενώ δέχθηκε βία από τον οδηγό άμαξας επειδή αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε στο να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.
Οι μακροχρόνιες προσπάθειες του Γκάντι ανάγκασαν την κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης να αναγνωρίσει τους ινδικούς γάμους και να καταργήσε τον κεφαλικό φόρο. Έτσι, αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του, ο Γκάντι αποφάσισε να επιστρέψει στην Ινδία.
Εκεί, έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι προσπάθειές του να καλυτερέψει τη ζωή των συμπατριωτών του στη Νότια Αφρική, τον είχαν κάνει ήρωα στην πατρίδα. Τα δύο επόμενα χρόνια ταξίδεψε σε ολόκληρη την Ινδία προκειμένου να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας.
Στην αρχή κράτησε χαμηλό προφίλ, αλλά ως το 1920 είχε γίνει η κυριότερη πολιτική φυσιογνωμία της Ινδίας. Επί των ημερών του το Ινδικό Εθνικό Κόμμα του Κογκρέσου έγινε μια μαζική πολιτική οργάνωση, που άπλωνε τις ρίζες της σε κάθε πόλη και χωριό της Ινδίας. Το μήνυμα του Γκάντι ήταν απλό: δεν την κρατούσαν υπόδουλη τα βρετανικά όπλα, αλλά οι ατέλειες των ίδιων των Ινδών.
Ο Γκάντι έγινε κήρυκας του ινδικού εθνικισμού και της ειρηνικής άρνησης συνεργασίας με τους βρετανούς αποικιοκράτες. Όσο, όμως, οι Ινδοί συνειδητοποιούσαν ότι μπορούσαν να αντισταθούν στη Μεγάλη Βρετανία, τόσο αυξανόταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες της αχανούς χώρας, τους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους. Το φθινόπωρο του 1924 ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας τριών εβδομάδων για να τους παροτρύνει να ακολουθήσουν τον δρόμο τής μη βίας. Αυτή ήταν μία από τις κυριότερες «δημόσιες νηστείες» του.
Το 1930 εφάρμοσε την πιο σημαντική από τις πολιτικές του: την αντίσταση κατά του φόρου στο αλάτι που επέβαλλαν οι Βρετανοί, οι οποίοι δεν δίσταζαν να τον φυλακίζουν με κάθε ευκαιρία. Στη φυλακή ο Γκάντι ξεκίνησε άλλη μία απεργία πείνας για να αποκτήσουν δικαιώματα οι «παρίες», που ήταν σε θέση χειρότερη και από εκείνη της χαμηλότερης κάστας. Συγχρόνως, δεν έπαυε να ζητεί την ανεξαρτησία της Ινδίας.
Μετά την νίκη του Εργατικού Κόμματος στις βρετανικές εκλογές του 1945 άρχισαν τριμερείς διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη βρετανική κυβέρνηση, στους ινδουιστές του Κογκρέσου και του Συνδέσμου των Μουσουλμάνων υπό τον δικηγόρο Μοχάμετ Τζίνα, οι οποίες κατέληξαν στο σχέδιο Μαουντμπάτεν (3 Ιουνίου 1947) και στην ίδρυση δύο νέων κυρίαρχων κρατών, της Ινδίας και του Πακιστάν στις 15 Αυγούστου 1947, προς μεγάλη απογοήτευση του Γκάντι, ο οποίος προσπάθησε μάταια να συμβιβάσει τις δύο πλευρές.
Στις 30 Ιανουαρίου 1948, κι ενώ κατευθυνόταν προς τον τόπο της βραδινής του προσευχής στο Δελχί, ο Γκάντι δολοφονήθηκε από τον 39χρονο φανατικό ινδουιστή Νατουράμ Γκότσε.
Για περίπου 50 χρόνια, ο Γκάντι πολέμησε για την ανεξαρτησία της Ινδίας από τη Βρετανία, ασκώντας πολιτική ανυπακοή μέσω ειρηνικών διαδηλώσεων. Με την πολιτική και πνευματική στάση του πυροδότησε τρεις από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις του 20ου αιώνα: την επανάσταση κατά της αποικιοκρατίας, των φυλετικών διακρίσεων και της βίας.
Τα γενέθλια του Γκάντι στις 2 Οκτωβρίου εορτάζονται στην Ινδία ως Γκάντι Τζαγιάντι, (μια από τις σημαντικότερες εθνικές αργίες) και παγκοσμίως ως η Παγκόσμια Ημέρα μη Βίας.
Με πληροφορίες από: Wikipedia, news247.gr