Στις 24 Ιουλίου 1982, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου αποποινικοποιεί τη μοιχεία.
Η μοιχεία, η παραβίαση δηλαδή της συζυγικής πίστης, αποτελούσε ποινικό αδίκημα σχεδόν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους.
Σύμφωνα με το άρθρο 286 του Ποινικού Νόμου της Βαυαροκρατίας, που ίσχυσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1950, η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα.
Παρέμεινε ως πλημμέλημα και με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου 1951. Σύμφωνα με το άρθρο 357 του ποινικού κώδικα, η μοιχεία τιμωρούνταν με κάθειρξη μέχρι και ενός έτους. Στις περιπτώσεις που ο παθών σύζυγος δεν το κατήγγειλε ή το ζεύγος ευρίσκετο σε διάσταση, δεν τιμωρούνταν.
Οι μοιχοί συλλαμβάνονταν συνήθως την ώρα της πράξης και συχνά μεταφέρονταν στο τμήμα με το σεντόνι, αφού δεν επιτρεπόταν να ντυθούν. Το παράνομο ζευγάρι διανυκτέρευε στο κρατητήριο και η υπόθεση εκδικάζονταν την επόμενη ημέρα.
Η κωμικοτραγική αυτή εικόνα αποτέλεσε και έμπνευση για σκηνές σε ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όπως η θρυλική «Βίλλα των οργίων» με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Η αποποινικοποίηση της μοιχείας λειτούργησε ως σημάδι της Αλλαγής, την οποία εξέφραζε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που επιχειρούσε τότε με μια σειρά νόμων (καθιέρωση πολιτικού γάμου, αναμόρφωση οικογενειακού δικαίου, κατάργηση σχολικής ποδιάς κ.ά.) να καταστήσει σαφές ότι εκφράζει τις ανάγκες της εποχής και δε στηρίζει με κανέναν τρόπο τα όσα συνέβαιναν μέχρι τότε στην Ελλάδα.

