Στις 3 Μαΐου 1887, γεννιέται μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του ελληνικού θεάτρου, η Μαρίκα Κοτοπούλη.
«Γνωρίστηκε» με το θέατρο από τις πρώτες ημέρες της ζωής της. Όταν ήταν μόλις 40 ημερών, έλαβε μέρος στην παράσταση «Ο Αμαξηλάτης των Άλπεων». Σε ηλικία έξι ετών, έπαιξε το ρόλο της μικρής μαθήτριας στην πρώτη ελληνική επιθεώρηση «Λιγ’ απ’ όλα» των Μίκιου Λάμπρου και Λάμπου Αστέρη.
Από το 1897, συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις, τόσο με τον θίασο των γονιών της, όσο και εκτός Αθηνών. Από τις πρώτες της εμφανίσεις, έκανε μεγάλη εντύπωση για τις υποκριτικές της ικανότητες και οι κριτικοί της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης και ο Ιωάννης Κονδυλάκης την χαρακτήρισαν «δόξα της ελληνικής σκηνής», «θαύμα σκηνικής σαγήνης», «αληθινή ενσάρκωση της μεγάλης τέχνης και ιδανικόν της ελληνικής σκηνής» και «μοναδική της Ελλάδος τραγωδό».
Το 1902, η Κοτοπούλη ξεκίνησε να συνεργάζεται με τη «Νέα Σκηνή» του Χρηστομάνου, αλλά αποχώρησε γρήγορα, για να ενταχθεί στο νεοσύστατο «Βασιλικό Θέατρο Αθηνών». Στην πρώτη της εμφάνιση ερμήνευσε τον Μώμο στο σεξπιρικό «Όνειρον Θερινής Νυκτός» και συνέχισε με την Μαργαρίτα στον «Φάουστ» και την Ιφιγένεια του Γκαίτε.
Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια», που ανέβηκε στη δημοτική το Νοέμβριο του 1903 από το Βασιλικό Θέατρο και προκάλεσε τη βίαια αντίδραση των οπαδών της καθαρεύουσας. Τα αιματηρά επεισόδια που ακολούθησαν είναι γνωστά ως «Ορεστειακά».
Η θιασαρχική της σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1908, όταν ίδρυσε θίασο με τον κωμικό Κωνσταντίνο Σαγιώρ και παρουσίασαν το έργο του Μπράκο «Μητέρα». Την ίδια χρονιά, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε στην εκεί ελληνική πρεσβεία. Την πολύκροτη σχέση τους διέκοψε με τραγικό τρόπο η δολοφονία του αγαπημένου της, στις 30 Ιουλίου 1920 από υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Το 1911 ίδρυσε νέο θίασο σε συνεργασία με τον κωμικό ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Ιωάννη Παπαϊωάννου και παρουσίασε στο «Αττικόν» της οδού Σταδίου την «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ. Τον Απρίλιο του 1912 συγκρότησε τον πρώτο προσωπικό της θίασο και απέκτησε δική της θεατρική στέγη στην πλατεία Ομονοίας, στο θέατρο της «Νέας Σκηνής», που ανακαινίσθηκε και μετονομάστηκε σε «Θέατρον Μαρίκας Κοτοπούλη».
Το 1921 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’ και το 1923 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Το 1924 παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη επιχειρηματία Γιώργο Χέλμη (1891-1975), με τον οποίο έζησε για το υπόλοιπο της ζωής της. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά.
Ένας από τους πολλούς σταθμούς της θεατρικής της σταδιοδρομίας, υπήρξε η παράσταση της «Εκάβης» του Ευριπίδη, που δόθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον Σεπτέμβριο του 1927, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, ο οποίος έγραψε τότε: «Η παράσταση της Εκάβης, οφείλεται αποκλειστικά στο μεγάλο ενθουσιασμό της Μαρίκας Κοτοπούλη και στη θερμή αγάπη της για την αρχαία τραγωδία. Μία τόσο εξαιρετική καλλιτέχνις δεν είναι δυνατό, παρά να νοιώθη βαθειά, πως τελικός προορισμός της είναι να ζωντανεύη τις αρχαίες ηρωίδες».
Το 1929 ίδρυσε την «Ελευθέρα Σκηνή» μαζί με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σπύρο Μελά και τον γαμπρό της, Μήτσο Μυράτ. Τον Οκτώβριο του 1930, αναχώρησε για την Αμερική, όπου έδωσε παραστάσεις στη Νέα Υόρκη, τη Βοστώνη, το Ντιτρόιτ, το Σικάγο και το Κλίβελαντ. Οι Times της Νέας Υόρκης έγραψαν για την παράσταση της «Ηλέκτρας»: «Μολονότι η κ. Κοτοπούλη, αδράχνει τον ρόλο της με σφοδρότητα, είναι πάντοτε κυρίαρχος όλων των θυελλωδών συγκινήσεών της».
Το 1932, συνεργάστηκε με το «αντίπαλο δέος», την άλλη μεγάλη κυρία του θεάτρου, Κυβέλη. Η συνεργασία τους ολοκληρώθηκε το 1934.
Το 1933, Κοτοπούλη και Κυβέλη πρωταγωνίστησαν στην ελληνοτουρκική συμπαραγωγή «Ο κακός δρόμος» («Fena Yol»), που σκηνοθέτησε ο Ερτογρούλ Μουχσίν σε σενάριο Γρηγορίου Ξενόπουλου, με συμπρωταγωνιστές τον Γιώργο Παππά και τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Το 1937 ίδρυσε το νέο της θέατρο, το επιβλητικό «Ρεξ» επί της οδού Πανεπιστημίου, παρουσιάζοντας με μεγάλη επιτυχία το έργο του Αντρέ Ζοζέ «Ελισάβετ».
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής απείχε συνειδητά από τις θεατρικές παραστάσεις και βοήθησε αρκετούς συναδέλφους της, που διώκονταν για την αντιστασιακή τους δράση.
Μετά την Απελευθέρωση διορίστηκε πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Το 1949, τιμήθηκε με το ανώτατο παράσημο της χώρας από τον βασιλιά Παύλο. Την ίδια χρονιά παρέδωσε τα ηνία του θιάσου της στον ανιψιό της Δημήτρη και η ίδια περιορίστηκε σε έκτακτες εμφανίσεις.
Έφυγε από τη ζωή αιφνιδίως στις 11 Σεπτεμβρίου 1954, σε ηλικία 67 ετών από καρδιακή ανακοπή.
Με πληροφορίες από: sansimera.gr