Στις 6 Ιουλίου 1932, εφαρμόζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα η θερινή ώρα. Τα ρολόγια μετακινήθηκαν δοκιμαστικά μια ώρα μπροστά μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου.
Η θερινή ώρα (Day Time Saving ‘DST’, μτφ: Ώρα Οικονομίας Ηλιακού Φωτός) είναι η αλλαγή ώρας που επιλέγεται από ένα κράτος με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση του φωτός της ημέρας για εξοικονόμηση ενέργειας.
Στην Ελλάδα και την Ευρώπη, η εφαρμογή της ισχύει από την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου έως την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου, όταν επανέρχεται η χειμερινή (ηλιακή) ώρα.
Ιστορία
Η πρώτη αναφορά στη θερινή ώρα έγινε από τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, μέσα από μια επιστολή του που δημοσιεύτηκε σε γαλλική εφημερίδα.
Αν και δεν ανέφερε πουθενά να πάνε τα ρολόγια μια ώρα μπροστά, πρότεινε μια… έμμεση αλλαγή της ώρας, προτρέποντας τους ανθρώπους να ξυπνούν μια ώρα νωρίτερα!
Η πρώτη φορά που προτάθηκε το ζήτημα με τη σημερινή του μορφή ήταν το το 1907, μέσα από άρθρο του Βρετανού Γουίλιαμ Γουίλετ.
Η ιδέα του περί «σπατάλης του φωτός της ημέρας» υιοθετήθηκε αρχικά από τη γερμανική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, από τις 30 Απριλίου έως την 1η Οκτωβρίου 1916, με σκοπό την εξοικονόμηση καυσίμων. Λίγο αργότερα, ακολούθησε το Ηνωμένο Βασίλειο (21 Μαΐου- 1η Οκτωβρίου 1916).
Στις 19 Μαρτίου του 1918, το Αμερικανικό Κογκρέσο καθιέρωσε την τυπική χρήση των χρονικών ζωνών και επισημοποίησε την αλλαγή της θερινής ώρας. Το μέτρο αυτό όμως καταργήθηκε αμέσως, λόγω της δυσαρέσκειας του κόσμου.
Στην Ελλάδα, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1932, αλλά σύντομα εγκαταλείφθηκε. Τα επόμενα χρόνια υιοθετήθηκε μια απλή μετατόπιση της ώρας έναρξης λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και των καταστημάτων κατά μισή ώρα, στη χειμερινή περίοδο.
Το 1975, μόλις δύο χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στην Ευρώπη, αποφασίστηκε η υιοθέτηση του μέτρου της θερινής ώρας από μεγάλο μέρος των κρατών της, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Η αλλαγή της ώρας είναι ταυτόχρονη για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ τα οποία έχουν υιοθετήσει το μέτρο.