✍ Ο Θεόδωρος Παπαθεοδώρου,καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, πρ. υφυπουργός.
Τα πρόσφατα περιστατικά βίας στα δύο εμβληματικά Πανεπιστήμια της χώρας,-
στο ΕΚΠΑ με τον τραυματισμό φοιτητή μετά από επίθεση κουκουλοφόρων «ταγμάτων εφόδου» και στο ΕΜΠ με τον προπηλακισμό γυναίκας εργαζόμενης σε κυλικείο από περιφερόμενους κακοποιητές «φοιτητοπατέρες»- έρχονται να προστεθούν σε δεκάδες άλλα που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια σε κεντρικά και περιφερειακά Ιδρύματα (ΑΠΘ, ΟΠΑ, Γεωπονικό), επαναφέροντας εμφατικά, κάθε φορά, στο δημόσιο διάλογο ζητήματα ασφάλειας και ανομίας στα Πανεπιστήμια.
Η προστασία των προσώπων και των εγκαταστάσεων στα ελληνικά ΑΕΙ παραμένει ζητούμενο, έξι χρόνια μετά τις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού, το 2019, για το ότι «η ασφάλεια επανέρχεται, τα Πανεπιστήμια επιστρέφουν στους φοιτητές και τους καθηγητές τους». Από τότε, καταργήθηκε το άσυλο, ψηφίσθηκε νόμος για την προστασία των ΑΕΙ και την αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με τον οποίο συστάθηκε η πανεπιστημιακή αστυνομία (ΟΠΠΙ), η οποία στη συνέχεια (αυτό)καταργήθηκε, ψηφίσθηκε νέος νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ, ο οποίος στη συνέχεια τροποποιήθηκε πάνω από πέντε φορές, ενώ μετά τα τελευταία γεγονότα, η Κυβέρνηση (της ίδιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας) εξήγγειλε νέα νομοθετική πρωτοβουλία με αυστηρότερες διατάξεις για την εμπέδωση της ασφάλειας στα Πανεπιστήμια.
Έξι χρόνια μετά, η βία και η ανομία επιμένουν να τροφοδοτούν, κατά καιρούς, τη δημοσιότητα με περιστατικά που μόνο κανονικότητα δεν θυμίζουν, ενώ η Κυβέρνηση, στο μακρύ προεκλογικό χρόνο που διανύουμε, μοιάζει να υποδύεται τη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση του εαυτού της, με μέτρα που ψηφίζονται δεν εφαρμόζονται, τροποποιούνται, αναπροσαρμόζονται και ξαναψηφίζονται. Το αποτέλεσμα είναι αυτό της αναπαραγόμενης παθογένειας που διαπιστώνουμε, δηλαδή η (αν)ασφάλεια και η πολύ(α)νομία, με τη μια να τροφοδοτεί την άλλη, αφήνοντας μια διάχυτη αίσθηση αναποτελεσματικής νομοθέτησης, έλλειψης πολιτικής βούλησης, μετακύλησης της ευθύνης εφαρμογής των μέτρων στον επόμενο Υπουργό, παντελής έλλειψη αξιολόγησης των πολιτικών και ελλειμματική γνώση του πεδίου.
Ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία, το πολιτικό κόστος αυτών των παθογενειών αυξάνεται, γιατί, αφενός λίγα έχουν αλλάξει στην πραγματικότητα από τις προγραμματικές δηλώσεις του 2019 και αφετέρου γιατί το απαιτητικό αυτό εκλογικό κοινό των κεντρώων ψηφοφόρων που στήριξε με πάθος τις μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια ως μέρος της νέας κανονικότητας, σήμερα συνειδητοποιεί ότι πολλές εξαγγελλίες έμειναν στα χαρτιά και ακόμα περισσότερα μέτρα «συγκρούσθηκαν» με την πολιτική αβουλία και …συνετρίβησαν. Τελικά, η Κυβέρνηση, μπροστά στο πρόβλημα της ανασφάλειας, παράγει περισσότερη επικοινωνία από όση η κοινή γνώμη μπορεί να καταναλώσει και μικρότερη αποτελεσματικότητα από αυτή που επιδιώκει να προβάλλει.
Ποια είναι αντικειμενικά η πραγματικότητα σήμερα; Οι καταλήψεις χώρων στα
Πανεπιστήμια, μετά από την αδιανόητη ανοχή –έως και νομιμοποίηση- της περιόδου
ΣΥΡΙΖΑ και με συντονισμό των αστυνομικών επιχειρήσεων, έχουν μειωθεί δραστικά. Το
πανεπιστημιακό άσυλο, υπό την έννοια της πλήρους δυνατότητας επέμβασης των
αστυνομικών αρχών σε περιπτώσεις τέλεσης αξιοποίνων πράξεων έχει περιοριστικά
ρυθμιστεί αρχικά με το ν. 4009/2011 και καταργηθεί μετέπειτα με τον ν. 4623/2019, οπότε
αυτό που ισχύει σήμερα είναι ότι «εντός των χώρων των Α.Ε.Ι,. οι δημόσιες αρχές ασκούν όλες τις κατά νόμο αρμοδιότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της επέμβασης λόγω τέλεσης αξιόποινων πράξεων». Καμία αρχή του Πανεπιστημίου δεν έχει λόγο επ’ αυτού. Τα ζητήματα ασφάλειας της καθημερινότητας τα χειρίζεται απολύτως και με πλήρη αρμοδιότητα η ΕΛ.ΑΣ με βάση την αρχή της καθολικότητας της ασφάλειας σε όλη την επικράτεια. Επομένως, στο ερώτημα ποιος είναι αρμόδιος για την αντιμετώπιση των περιστατικών βίας στα Πανεπιστήμια η απάντηση είναι προφανής: η Αστυνομία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ν. 4777/2021 για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας
ήρθε να προσθέσει νέα θεσμικά εργαλεία: τα «Σχέδια ασφάλειας των ΑΕΙ» σύμφωνα με τα οποία «κάθε Α.Ε.Ι., με κριτήριο το μέγεθός του, τις ιδιαίτερες ανάγκες, τη συχνότητα
εμφάνισης παραβατικών συμπεριφορών και τη διαβάθμιση του επιπέδου ασφάλειας και
προστασίας του, τοποθετεί ηλεκτρονικά και λοιπά συστήματα ασφάλειας που καλύπτουν
μέρος ή το σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων του», τα «Κέντρα Ελέγχου και
Λήψης Σημάτων και Εικόνων» και τη «Μονάδα ασφάλειας και προστασίας των Α.Ε.Ι.». Ο
ίδιος νόμος προέβλεπε την ελεγχόμενη είσοδο στα Α.Ε.Ι. και την ίδρυση της
Πανεπιστημιακής Αστυνομίας. Αυτά τα Σχέδια Ασφάλειας έπρεπε να είχαν υποβληθεί στο
Υπουργείο Παιδείας εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου και οι Μονάδες και
Επιτροπές ασφαλείας να λειτουργούν υπό την εποπτεία του Πρύτανη, αρμόδιου κατά τον
νόμο για θέματα ασφάλειας και προστασίας του Α.Ε.Ι.. Και όμως μέχρι σήμερα, μόνο οκτώ
από τα είκοσι τέσσερα Πανεπιστήμια της χώρας, έχουν καταθέσει σχέδια ασφάλειας και
ενεργοποιήσει τις προβλεπόμενες δομές, χωρίς καμία επίπτωση και όχληση από την
πλευρά του Υπουργείου Παιδείας.
Η δε πανεπιστημιακή Αστυνομία, ιδρύθηκε, στελεχώθηκε, εκπαιδεύτηκε, χρηματοδοτήθηκε και στη συνέχεια «αποσύρθηκε» ησύχως από την Κυβέρνηση, υπό το φόβο του πολιτικού κόστους που θα είχε η λειτουργία της. Το «τις πταίει» είναι ένα εύλογο ερώτημα. Και η απάντηση είναι ότι φταίει εις ολόκληρον και εξ’ αδιαιρέτου η Κυβέρνηση που νομοθέτησε ανεφάρμοστα, αναποτελεσματικά και λανθασμένα μέτρα και το σύστημα διοίκησης των Πανεπιστημίων!
Με το ν. 4957/2022 της Κυβέρνησης, που σήμερα διαρρηγνύει τα ιμάτιά της για την
ανασφάλεια των ΑΕΙ, εγκαθιδρύθηκε ένα παγκοσμίως μοναδικό σύστημα διακυβέρνησης
των Πανεπιστημίων, απολύτως πρυτανο-κεντρικό, κατά οποίο ο Πρύτανης είναι
ταυτόχρονα πρόεδρος του Συμβουλίου διοίκησης, Πρόεδρος της Συγκλήτου, Πρόεδρος του
ΕΛΚΕ, Πρόεδρος του ΚΕΔΙΒΙΜ, Πρόεδρος της Επιτροπής Ασφάλειας και Προστασίας Α.Ε.Ι.
και πολλών άλλων επιτροπών, χωρίς να προβλέπεται κανένα θεσμικό αντίβαρο, κανένας
έλεγχο στη λήψη των αποφάσεων, με όλες τις εξουσίες στα χέρια του και με τυπική μόνο
υποχρέωση λογοδοσίας.
Η βασική παθογένεια που δημιούργησε η ίδια η Κυβέρνηση με την αναποτελεσματική και κακή νομοθέτησή της είναι η εγκαθίδρυση ενός στρεβλού και υπερσυγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης στα ΑΕΙ. Δεν μπορεί επομένως να διαμαρτύρεται τρία χρόνια μετά για την μη ανταπόκριση των Πανεπιστημίων στα ζητήματα ασφάλειας, αφού η ίδια ούτε θέλησε και τελικά ούτε μπόρεσε να ελέγξει τις συνθήκες και προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Γι’ αυτό σήμερα καταφεύγει σε αυστηρές προειδοποιήσεις και τελεσίγραφα υπό το βάρος του επικοινωνιακού και πολιτικού κόστους των δικών της επιλογών. Γι’ αυτό και δρα ως συμπολίτευση και αντιπολίτευση των εαυτού της, επιδιδόμενη, λόγω του προεκλογικού χρόνου, σε ακόμη μια νομοθετική «πυροσβεστική» παρέμβαση για την ανασφάλεια και τα ανομία στα Πανεπιστήμια.
Και όμως, έστω και τώρα, υπάρχουν λύσεις άμεσα εφαρμόσιμες.
– οι Πρυτανικές αρχές έχουν εκ του νόμου υποχρέωση να προχωρήσουν άμεσα
στην κατάθεση συγκροτημένων Σχεδίων ασφάλειας ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε
Πανεπιστημίου, στη σύσταση Επιτροπών ασφάλειας, στην εγκατάσταση μηχανισμών
ελέγχου εισόδου και πρόσβασης στις πανεπιστημιακές υποδομές, στη λειτουργία
υπηρεσίας φύλαξης με αρμοδιότητες τάξης (security) εντός των χώρων των ΑΕΙ για την
αποτελεσματική περιφρούρησή τους, καθώς και στην εφαρμογή πειθαρχικών μέτρων για
τους καταδικασθέντες φοιτητές για πράξεις ενδοπανεπιστημιακής βίας (προτείνω να
αποφεύγονται οι μεγαλοστομίες περί άμεσων αναστολών φοίτησης εναντίον όσων έχει
ασκηθεί ποινική δίωξη γιατί οι αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας κατισχύουν,
ιδιαίτερα όταν η αυστηρότητα των μέτρων μειώνει καταφανώς την αποτελεσματικότητά
τους).
– Τα παραπάνω μέτρα ασφάλειας έχουν συγκεκριμένο οικονομικό κόστος,
διαφορετικό για κάθε Πανεπιστήμιο. Αυτό το κόστος δεν καλύπτεται από τους
προϋπολογισμούς των Πανεπιστημίων. Επομένως θα πρέπει να καλυφθεί από έκτακτη
χρηματοδότηση του Υπουργείου Παιδείας, για να μην μείνουν τα Σχέδια ασφάλειας απλές
και ανεφάρμοστες διατάξεις των Κανονισμών των Πανεπιστημίων.
– Οι εξωτερικοί χώροι των Πανεπιστημίων και πανεπιστημιοπόλεων είναι δημόσιοι
χώροι στους οποίους έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. Επομένως, η αστυνόμευση για την πρόληψη, αποτροπή και καταστολή της εγκληματικότητας ανήκει στην αρμοδιότητα και τα επιχειρησιακά σχέδια της ΕΛ.ΑΣ.. Με αυτόν τον αυτονόητο τρόπο εμπεδώνεται η δημόσια
ασφάλεια, χωρίς αλληλο-επίρριψη ευθυνών και άλλοθι αναποτελεσματικότητας. Η
καθολικότητα της ασφάλειας είναι εγγυητική υποχρέωση της πολιτείας απέναντι στον
πολίτη.
-Η ευθύνη της διοίκησης των ΑΕΙ προϋποθέτει ένα δημοκρατικό σύστημα
διακυβέρνησης με έλεγχο και λογοδοσία, με θεσμικά αντίβαρα και διάκριση αρμοδιοτήτων. Το σημερινό πρυτανοκεντρικό σύστημα είναι αναποτελεσματικό και παραλυτικό. Χρειάζεται μεταρρύθμιση του συστήματος διοίκησης με ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εκλεγμένων οργάνων Πρύτανη και Συμβουλίου και απελευθέρωση των Πανεπιστημίων από την ασφυκτική διοικητική εποπτεία του Υπουργείου.
Τα πρόσφατα επεισόδια βίας αποκαλύπτουν, για άλλη μια φορά, μόνο την ορατή
πλευρά του παγόβουνου. Για το καλό της χώρας και της νέας γενιάς, δεν πρέπει να
αφήσουμε πλέον αυτές τις παθογένειες να τις λύσει η ζωή, με την σταδιακή απαξίωση και
τη φθορά της εικόνας των δημόσιων πανεπιστημίων. Η κοινωνία και η συντριπτική
πλειονότητα των πολιτών απαιτούν δίκαιες μεταρρυθμίσεις και ουσιαστικές αλλαγές, γιατί
απλά δεν αντέχουν άλλο τις σισύφειες προσπάθειες, τις επαναλαμβανόμενες διαψεύσεις
και τις παρελκυστικές πολιτικές.