Στις 11 Ιουνίου 1921, γεννιέται στην βρετανοκρατούμενη Λεμεσό ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες κινηματογραφιστές, ο Μιχάλης Κακογιάννης.
Ο πατέρας του, Παναγιώτης Κακογιάννης, δικηγόρος που είχε τιμηθεί με τον τίτλο του «σερ» από τον βασιλιά της Αγγλίας, του υπέδειξε να σπουδάσει νομικά. Έτσι, μετέβη στο Λονδίνο, όπου πήρε το πτυχίο του, αλλά παράλληλα αγάπησε τη δραματική τέχνη.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εργάστηκε ως επικεφαλής της Κυπριακής Υπηρεσίας του BBC, μέσα από την οποία εμψύχωνε με τις εκπομπές του τους υπόδουλους Έλληνες. Παράλληλα, διδασκόταν σκηνοθεσία θεάτρου.
Το 1946 γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη (ήταν τότε προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου στο Λονδίνο), και μαζί έκαναν μια σειρά εκπομπών στο BBC.
Έναν χρόνο αργότερα, πρωταγωνίστησε ως «Μιχαήλ Γιάννης» στο πρώτο ανέβασμα του θεατρικού έργου του Αλμπέρ Καμύ, «Καλιγούλας» στο Λονδίνο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.
Το 1953, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ξεκίνησε να γράφει το σενάριο της πρώτης του ταινίας, που δεν ήταν άλλη από το «Κυριακάτικο ξύπνημα». Πρωταγωνιστές της ταινίας ήταν η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν. Η κωμωδία με τα έντονα στοιχεία ιταλικού νεορεαλισμού, συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών, ανοίγοντας στον Κακογιάννη τον δρόμο για τη διεθνή καριέρα.
Ακολούθησε η «Στέλλα» (1955) με την Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της πόρνης που θέλει να ζήσει ελεύθερη- ένας ύμνος στη γυναικεία ανεξαρτησία που αγγίζει τα όρια της τραγωδίας.
Τα στοιχεία του νεορεαλισμού, της αρχαίας τραγωδίας και του μελοδράματος, είναι εμφανή και στις δύο επόμενες ταινίες του Κακογιάννη, με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη. Στο «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956), όπου υποδύεται μία καταπιεσμένη γυναίκα της ελληνικής επαρχίας, και στο «Τελευταίο Ψέμα» (1958), με τον ρόλο μίας νεαρής κοπέλας που πιέζεται να παντρευτεί έναν πλούσιο αστό για να σώσει την οικογένειά της από την πτώχευση.

Το 1961, ο Κακογιάννης μετέφερε στη μεγάλη οθόνη την τραγωδία του Ευριπίδη «Ηλέκτρα», με την Ειρήνη Παπά. Η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών και κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής κι ένα τεχνικό βραβείο.

Το 1964 ήρθε η μεγάλη στιγμή της κινηματογραφικής του καριέρας με την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς», με πρωταγωνιστές τους Άντονι Κουίν και Άλαν Μπέιτς. Η ταινία-μύθος, που τιμήθηκε με τρία Όσκαρ, είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη για την ταινία αποτελεί σήμα κατατεθέν της Ελλάδας μέχρι και σήμερα. Ο πασίγνωστος «Ζορμπάς» (σ.σ. ο χορός του Ζορμπά), έχει ακουστεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Από το εν λόγω κομμάτι, άλλωστε δημιουργήθηκε και το συρτάκι, συνώνυμο της χώρας μας στο εξωτερικό!
Το «Κυριακάτικο ξύπνημα», η «Στέλλα», το «Κορίτσι με τα μαύρα», το «Τελευταίο ψέμα», η «Ηλέκτρα» και ο «Ζορμπάς» είναι μερικές μόνο από τις ταινίες του που διαγωνίστηκαν και προβλήθηκαν στα μεγαλύτερα φεστιβάλ παγκοσμίως και απέσπασαν πολλά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις.
Πέρα από τη σκηνοθεσία στον κινηματογράφο, σε εγχώριες αλλά και διεθνείς συμπαραγωγές, ο Κακογιάννης έχει επίσης σκηνοθετήσει πολλές θεατρικές παραστάσεις και παραστάσεις όπερας στην Ελλάδα, τις Η.Π.Α., τη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Έχει, επίσης, γράψει και έχουν εκδοθεί σενάρια και μεταφράσεις κινηματογραφικών και θεατρικών έργων, ενώ έχει γράψει και στίχους γνωστών ελληνικών τραγουδιών.
Το 2004, συνέστησε το «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης» με σκοπό τη μελέτη, υποστήριξη και διάδοση των τεχνών του θεάτρου και του κινηματογράφου, καθώς και την καταγραφή και διαφύλαξη των δημιουργημάτων των τεχνών αυτών, ενώ το φθινόπωρο του 2009 ξεκίνησε η λειτουργία του Πολιτιστικού Κέντρου του Ιδρύματος που βρίσκεται στην οδό Πειραιώς 206, στον Ταύρο.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης πέθανε στις 25 Ιουλίου 2011, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας, σε ηλικία 90 ετών.


