Έφη όπως Νίκος;

Στις εσωκοματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ υπήρχαν τρεις βασικές υποψηφιότητες με διαφορετικές τοποθετήσεις στην εκλογική αγορά.

Δύο από αυτές έδειχναν έναν απόλυτα διακριτό δρόμο που θα έπρεπε, κατ’ εκείνους, να ακολουθήσει το κίνημα ενώ η τρίτη έδειχνε να βρίσκεται κάπου στη μέση έχοντας παράλληλα ένα βαθμό ασάφειας ως προς το που θα οδηγούσε το ΠΑΣΟΚ μελλοντικά.

Οι δύο απόλυτα διακριτές υποψηφιότητες ήταν αυτή του Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος ήθελε μια πιο τεχνοκρατική αλλά και πατριωτική στροφή του ΠΑΣΟΚ στοχεύοντας ουσιαστικά στο να πάρει ψήφους κυρίως από τη Νέα Δημοκρατία.

Η άλλη υποψηφιότητα με καθαρή τοποθέτηση ήταν αυτή του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος κοιτούσε σε ένα πιο αριστερόστροφο ΠΑΣΟΚ στοχεύοντας προφανώς στον επαναπατρισμό ψηφοφόρων από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Η υποψηφιότητα του Νίκου Ανδρουλάκη βρισκόταν κάπου στη μέση των δύο χρησιμοποιώντας γλώσσα που δεν έδινε καθαρό στίγμα. Αυτή η στρατηγική υπό συγκεκριμένες συνθήκες (όταν δεν υπάρχει μαζική απαίτηση του εκλογικού σώματος προς τη μία ή την άλλη πλευρά) αποδεικνύεται πολλές φορές πως φέρει αποτέλεσμα. Ενέχει μεν τον κίνδυνο για τον υποψήφιο που την ακολουθεί να μην περάσει τον πρώτο γύρο αλλά εφόσον αυτό συμβεί τότε θα πρέπει να θεωρείται το μεγάλο φαβορί για τη νίκη, αφού σε αυτόν θα “κολλήσουν” οι περισσότερες ψήφοι του υποψηφίου που έμεινε εκτός β’ γύρου.

Στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν και πάλι (τουλάχιστον προς το παρόν) τρεις βασικές υποψηφιότητες. Αυτές της κυρίας Αχτσιόγλου και των κυρίων Παππά και Τσακαλώτου. Η υποψηφιότητα Τσακαλώτου είναι “κατευθυνόμενη από το προϊόν”. Δε βασίζεται δηλαδή στο να προσπαθήσει να ανοιχτεί σε εκλογικά κοινά ικανοποιώντας τις ανάγκες/επιθυμίες τους (και άρα αλλάζοντας το προϊόν με βάση αυτές) αλλά στοχεύει στην υπεράσπιση του προϊόντος ΣΥΡΙΖΑ και στο να πείσει πως αυτό είναι καλό δίχως να το αλλάξει. Προέρχεται από την ενστικτώδη πολιτική αντίδραση της αναζήτησης της ασφάλειας μετά από μια μεγάλη ήττα. Της αναζήτησης της περιοχής που κάποιος θα “κουρνιάσει” για να νιώσει πιο άνετα. Και αυτή δεν είναι άλλη από το σπίτι. Και σπίτι του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αριστερά. Από την άλλη ο Νίκος Παππάς “κατευθύνεται από την αγορά”. Κατανοεί πως για να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ξανά θα πρέπει να αναζητήσει επαφή με εκλογικά κοινά που θα τον φέρουν σε ποσοστά 35%+. Έτσι είναι διατεθειμένος να αλλάξει το προϊόν και να το προσαρμόσει στις ανάγκες της εκλογικής αγοράς. Να κάνει δηλαδή ένα ολικό rebranding στο κόμμα.

Τέλος, η Έφη Αχτσιόγλου είναι κάπου στη μέση. Προερχόμενη από την αριστερά λοξοκοιτάει προς το λεγόμενο “κέντρο” δίχως όμως να μπορεί να κάνει πολλά βήματα καθώς το κενό ανάμεσα στους σκληροπυρηνικού αριστερούς και τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλο.

Το ποιος από τους τρεις θα επικρατήσει δε μπορούμε να το γνωρίζουμε. Αυτό γιατί δεν ξέρουμε το εκλογικό σώμα. Το πόσοι και ποιοι δηλαδή θα βρεθούν στην κάλπη των εσωκομματικών εκλογών. Μπορεί σε στελέχη κάποιος εκ των υποψηφίων να έχει το προβάδισμα, αλλά να μη συμβαίνει το ίδιο στους ψηφοφόρους. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα το βλέπαμε αυτό. Εάν όμως δεν έχουμε κάποια μαζική ενίσχυση καθαρής τάσης ο μεσαίος δρόμος λογικά θα έχει τον πρώτο λόγο. Τα δύσκολα για αυτόν έρχονται στο μετά την εκλογή. Γιατί τότε θα πρέπει να επιλέξει καθαρή κατεύθυνση.

*όπως έχω πει και στις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ, τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων τα κοιτάμε με επιφύλαξη. Αυτό διότι βασίζονται σε σενάρια και υποθέσεις καθώς σε τέτοιου είδους εκλογές δε γνωρίζουμε το εκλογικό σώμα.