ΑρχικήΕκλογική ΣκακιέραΤο εκλογικό κομμάτι μιας πρότασης δυσπιστίας

Το εκλογικό κομμάτι μιας πρότασης δυσπιστίας

Την Τετάρτη ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε νέα πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση για την υπόθεση των υποκλοπων. Αυτή είναι η δέκατη έκτη που έχει κατατεθεί από το 1988, τη χρονιά που είχαμε την κατάθεση της πρώτης πρότασης δυσπιστίας της Μεταπολίτευσης. Είχε κατατεθεί από τον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, έναντι στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν τριανταπέντε χρόνια και με αυτήν η οποία συζητείται από την Τετάρτη στη βουλή έχουμε φτάσει τις δεκαέξι προτάσεις δυσπιστίας, σχεδόν μία ανά δύο χρόνια. Από το 2013 και έπειτα έχουν κατατεθεί οι επτά από αυτές, με τις πέντε να κατατίθενται από τον Αλέξη Τσίπρα, γεγονός που τον κάνει πρωταθλητή των προτάσεων δυσπιστίας. Ακολουθούν ο Γιώργος Παπανδρέου με τρεις, οι Κυριάκος Μητσοτάκης, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Κώστας Καραμανλής με δυο και τέλος οι Ανδρέας Παπανδρέου και Μιλτιάδης Έβερτ από μία έκαστος.  

 

Κάποιες προτάσεις δυσπιστίας έχουν μετατραπεί σε ψήφο εμπιστοσύνης από την κυβέρνηση, κάποιες όχι. Επίσης κάποιες από αυτές έγιναν σε πολύ πιο τεταμένο κλίμα από άλλες. Η ουσία είναι πως καμία από τις προηγούμενες δεκαπέντε προτάσεις δυσπιστίας δεν πέτυχε τον εντός κοινοβουλίου σκοπό της. Ούτε και η τελευταία πρόκειται να το πετύχει. Αφού όμως είναι δεδομένο πως οι προτάσεις αυτές δεν πρόκειται να ψηφιστούν από τη Βουλή και οι κυβερνήσεις (ή οι υπουργοί όταν η πρόταση αφορά κάποιον υπουργό και όχι την κυβέρνηση στο σύνολό της) δεν θα πέσουν, τότε για ποιο λόγο έχουμε δει τόσες πολλές, ειδικά τα τελευταία χρόνια; 

 

Ο λόγος είναι σε μεγάλο βαθμό εκλογικός. Μπορεί στην Βουλή οι προτάσεις δυσπιστίας να μην έχουν την κατάληξη που επιθυμεί αυτός που την καταθέτει αλλά στην κοινωνία, στους ψηφοφόρους λειτουργεί διαφορετικά. Αρχικά να πούμε πως μια τέτοια κίνηση επίθεσης από τον διεκδικητή προς τον ηγέτη της αγοράς είναι ένδειξη, το ξέρουμε βέβαια αυτό από τις δημοσκοπήσεις, πως είναι η αντιπολίτευση που κυνηγάει και προσπαθεί να αλλάξει τα δεδομένα στην εκλογική αγορά. Το πρώτο που κάνει μια πρόταση δυσπιστίας στην εκλογική αγορά είναι να δημιουργεί συσπειρώσεις. Όταν ο πολιτικός που ψήφισες στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση ετοιμάζεται για μάχη απέναντι στον αντίπαλο τότε δημιουργεί συσπείρωση γύρω από τον αρχηγό μέσω του rally round the flag effect. Το ίδιο όμως συμβαίνει συνήθως και σε αυτόν που δέχεται την επίθεση. Η απειλή φέρνει το στρατόπεδο κοντά του. Επιπροσθέτως, μια πρόταση δυσπιστίας, ειδικά εάν γίνεται σε φορτισμένο πολιτικό κλίμα, καλεί σε συστράτευση υπό αυτόν που την καταθέτει όχι μόνο τους ψηφοφόρους του της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης αλλά και όσους βρίσκονται ενάντια στην κυβέρνηση. Άρα δηλαδή δίνει τη δυνατότητα να πλησιάσει νέα εκλογικά κοινά με το όχημα της δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση. Πόσο μάλλον όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πρόεδρος του τρίτου κόμματος (από όπου μπορεί να αντλήσει ψηφοφόρους ο Αλέξης Τσίπρας) δε βρίσκεται στη Βουλή. Τέλος, προτάσεις δυσπιστίας που κατατίθενται κοντά σε εκλογές, όπως η τελευταία, είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρίας, για όλους, να ξεδιπλώσουν το προεκλογικό τους αφήγημα με τα φώτα στραμμένα πάνω τους. Όπως επίσης δίνεται η δυνατότητα σε κάποιους βουλευτές να φανούν στο ευρύ κοινό μέσω των ομιλιών σε μια τόσο σημαντική κοινοβουλευτική διαδικασία, αλλά και στους ψηφοφόρους να «μετρήσουν» αυτούς που τους εκπροσωπούν στη Βουλή.