ΑρχικήΕπικαιρότηταΚράτος - Εκκλησία: Μια δύσκολη σχέση - Από τον πολιτικό γάμο μέχρι τον...

Κράτος – Εκκλησία: Μια δύσκολη σχέση – Από τον πολιτικό γάμο μέχρι τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών

Εκκλησία και Κυβέρνηση είναι σαφές πως βλέπουν από διαφορετικό πρίσμα  το νομοσχέδιο για τον πολιτικό γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών και σήμερα αναμένεται η απόφαση της Ιεράς Συνόδου, που θα είναι ενδεικτική της στάσης που θα κρατήσουν οι Ιεράρχες.

Από τον Θανάση Χιούση

Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που Εκκλησία και Πολιτεία βαίνουν προς σύγκρουση λόγω διαφωνίας. Από τον Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι τον Κυριάκο Μητσοτάκη, πολλοί πρωθυπουργοί χρειάστηκε να χειριστούν θέματα, στα οποία είχαν απέναντι την Εκκλησία. 

Η διαμάχη για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου (1982)

Η πρώτη σύγκρουση της πολιτικής ηγεσίας με την Εκκλησία ήρθε το 1982 με αφορμή τον πολιτικό γάμο. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και της «Αλλαγής» ήδη είχε φέρει επαναστατικές για την εποχή αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, όπως την κατάργηση της προίκας και την αποποινικοποίηση της μοιχείας. Η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας μόνο τον θρησκευτικό γάμο έως το 1982, δημιουργούσε μία σειρά από προσωπικά αδιέξοδα σε αλλόθρησκους, άθεους και όσους ήθελαν να συνάψουν τέταρτο γάμο.

Αρκετοί άνθρωποι της εκκλησίας είχαν αντίθετη άποψη, καθώς ταύτισαν τον πολιτικό γάμο με τη βλασφημία. «Αλλαγή δε γίνεται δίχως το Χριστό» ήταν ένα από τα συνθήματα που ακουγόταν στις διαδηλώσεις που οργάνωσαν οι πολέμιοι του πολιτικού γάμου. Στις διαδηλώσεις πήραν μέρος και επίσημοι εκπρόσωποι της εκκλησίας, που βγήκαν στους δρόμους με ντουντούκες φωνάζοντας: «πολιτικός γάμος ίσον μοιχεία».

 

Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν στάθηκαν μόνο στις διαδηλώσεις. Ενημέρωσαν τους πολίτες ότι αν προέβαιναν σε πολιτικό γάμο, θα αποκόπτονταν από το σώμα της εκκλησίας.

Οι σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας ήταν πολύ τεταμένες, αλλά διαφωνίες υπήρχαν και μεταξύ των ιεραρχών. Αρκετοί διαφωνούσαν μεταξύ τους για το θέμα του πολιτικού γάμου. 

Αποκορύφωμα της εμφύλιας σύγκρουσης ήταν η επίθεση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, στο Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως. «Πέταξε το μικρόφωνο από το χέρι μου και εφόρμησε εναντίον μου, αυτή η παρειά μου είναι ακόμα ερεθισμένη από το τράβηγμα της γενειάδας μου», ανέφερε ο μητροπολίτης σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής. 

Ο Σεραφείμ είχε εκραγεί γιατί ο Ελευθερουπόλεως κατηγορούσε συνέχεια το ΠΑ.ΣΟ.Κ και τη Νέα Δημοκρατία, πολιτικοποιώντας τον εκκλησιαστικό λόγο. Παρά τις μεταξύ τους διαφορές όμως, οι άνθρωποι της εκκλησίας δεν άλλαζαν γνώμη. Καταδίκαζαν τον πολιτικό γάμο με κάθε τρόπο. Για αρκετά χρόνια, το θέμα αποτελούσε σημείο τριβής κράτους και εκκλησίας. Η κατάσταση εκτονώθηκε μετά από συνάντηση του Αρχιεπισκόπου με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. 

Η εκκλησία αποδέχτηκε σταδιακά τον πολιτικό γάμο, ως νόμιμη διαδικασία, στάση που καθορίστηκε σημαντικά από τη διάθεση συνδιαλλαγής του τότε αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.

Η «μάχη των ταυτοτήτων» (2000)

Μια από τις πιο μεγάλες συγκρούσεις ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία θα είναι το 2000.  Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος εκφράζει σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Έθνος» την άποψη πως το θρήσκευμα αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η αναγραφή του στην αστυνομική ταυτότητα, έρχεται σε αντίθεση με σχετικό νόμο που ισχύει από το 1997 (ν. 2472/1997).

Ο Σταθόπουλος και η κυβέρνηση δεν είχαν σκοπό να ανοίξουν πόλεμο για τις ταυτότητες. Αλλά η Εκκλησία, της οποίας εν τω μεταξύ ηγείται ο ιδιαίτερα δραστήριος, επικοινωνιακός και φιλόδοξος Χριστόδουλος, αποφασίζει να αντεπιτεθεί. Ο Κώστας Σημίτης στηρίζει τον υπουργό του, επικαλούμενος την ανάγκη εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Μετά από γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων (15/5/2000) οι υπουργοί Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης Γιώργος Δρυς και Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εκδίδουν απόφαση που εξαιρεί το θρήσκευμα από τα αναγραφόμενα στοιχεία των αστυνομικών ταυτοτήτων.

Η Εκκλησία της Ελλάδας αποφασίζει να αντιδράσει με μαζικό τρόπο στην κίνησή αυτή. Στις 21 Ιουνίου 2000 πραγματοποιείται μεγάλο συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος στο οποίο απευθύνει λόγο ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος.

 

Η «μάχη των ταυτοτήτων», όπως ήταν ο όρος που επικράτησε εκείνη την εποχή, αρχές του 2000, και έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα, αποτέλεσε την πολύμηνη σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας αναφορικά με τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας.

Από την μία πλευρά ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος, για να δικαιολογήσει την απόφασή του, επικαλέστηκε την ανάγκη εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και από την άλλη ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλος, ο οποίος  στη «λαοσύναξη» της Αθήνας κράτησε στα χέρια του το αντίγραφο του λαβάρου της Επανάστασης του 1821, που μετέφερε από την Αγία Λαύρα ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, Αμβρόσιος. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, περισσότερα από 1.000 πούλμαν κατέφθασαν από την επαρχία στην πρωτεύουσα και οι συγκεντρωμένοι υπολογίστηκαν σε 100.000 από την Αστυνομία.

Ο Χριστόδουλος απειλούσε πως: «Όποιος απλώνει το χέρι του στην Εκκλησία, του ξεραίνεται!». «Πιστέ και αγαπημένε λαέ, δεν ήλθα να σας διεγείρω. Ήλθα να σας εξηγήσω. Δεν ήλθα να σας φανατίσω. Ήλθα να σας ενημερώσω»  έλεγε μιλώντας προς το ακροατήριο ο Χριστόδουλος.

«Να γίνει ένα δημοψήφισμα και θα δουν ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας», ανέφερε  με βεβαιότητα στις πύρινες ομιλίες  της επίμαχης περιόδου ο Χριστόδουλος, ο οποίος – εκτός από δύο ανοιχτές συγκεντρώσεις, στο Σύνταγμα και στον Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη – διοργάνωσε συλλογή υπογραφών από πιστούς με αίτημα το δημοψήφισμα για την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες.

Στα τέλη Αυγούστου 2001, ο Αρχιεπίσκοπος παρέδωσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο μια λίστα με 3 εκατομμύρια υπογραφές υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, με σκοπό να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση. Ανάμεσα στους υπογράφοντες ήταν και ο Κώστας Καραμανλής. Η απάντηση από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο ήταν απορριπτική.

Μετά από αυτό, για την κυβέρνηση, το θέμα είχε λήξει και σταδιακά σταμάτησε να μονοπωλεί την επικαιρότητα.

Το ζήτημα του μαθήματος των θρησκευτικών (2016)

Μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον Αλέξη Τσίπρα το 2015, ο εκκλησιαστικός κόσμος ανησυχούσε ιδιαίτερα για την στάση που θα κρατούσε η αριστερή κυβέρνηση προς την Εκκλησία. Ήταν γνωστό, άλλωστε, πως ο Αλέξης Τσίπρας ήταν άθεος, δεν είχε παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο ούτε είχε βαπτίσει τα παιδιά του. Το προφίλ του νέου πρωθυπουργού προκάλεσε την αναστάτωση του θρησκευτικού κόσμου, ο οποίος διατηρούσε έντονες επιφυλάξεις. Αυτές οι επιφυλάξεις επαληθεύθηκαν το 2016 με αφορμή το μάθημα των θρησκευτικών. Ο κ. Φίλης σε συνέντευξη Τύπου στις 16/3/2016 είπε ότι θέλει να καταργήσει τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και να τον αντικαταστήσει από το μάθημα της Θρησκειολογίας.

Ο τότε υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης ισχυριζόταν ότι στο νέο πρόγραμμα σπουδών το μάθημα των Θρησκευτικών θα παρέμενε υποχρεωτικό αλλά δε θα είχε κατηχητικό χαρακτήρα.

Αρχικά ο τότε πρωθυπουργός προσπαθεί να καλύψει τον υπουργό του, δηλώνοντας ότι το μάθημα των θρησκευτικών δεν μπορεί να έχει ομολογιακό χαρακτήρα. Αλλά ο Ιερώνυμος, υπό την πίεση και της Ιεράς Συνόδου, επιμένει. 

 

 

Ο θρησκευτικός κόσμος αντιδρά έντονα με ορισμένους να εκφράζονται και με ακρότητες, όπως ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος που ευχήθηκε στο κήρυγμα της Μεγάλης Παρασκευής «να σαπίσει το χέρι του Φίλη αν καταργήσει το μάθημα των Θρησκευτικών».

Στις 5 Οκτωβρίου του 2016 πραγματοποιείται συνάντηση Αρχιεπισκόπου – πρωθυπουργού στο Μαξίμου, παρόντος και του υπουργού Παιδείας, αλλά και του κυβερνητικού εταίρου Πάνου Καμμένου, στην οποία γίνεται αποδεκτό το αίτημα της Εκκλησίας να ξεκινήσει διάλογος από την αρχή για το μάθημα των θρησκευτικών και τα νέα Προγράμματα Σπουδών για τα Θρησκευτικά και να επανεξεταστούν στο τέλος της χρονιάς. «Λύθηκαν οι παρεξηγήσεις» δηλώνει μετά ο Ιερώνυμος. Στην πραγματικότητα, οι παρεξηγήσεις ήταν ακόμα υπαρκτές.

Στις 02 Νοεμβρίου 2016, ο Αρχιεπίσκοπος σε τηλεοπτική συνέντευξη του στον Αλέξη Παπαχελά χαρακτηρίζει τον Νίκο Φίλη persona non grata («προβληματικός άνθρωπος» και «ασυνεπής στις σχέσεις του και στα λόγια του») καλώντας ουσιαστικά τον πρωθυπουργό να ανασχηματίσει τον Φίλη. Αποκαλύπτει μάλιστα ότι ο Καμμένος – σχεδόν μετά δακρύων – τον είχε παρακαλέσει να βρουν λύση και του είχε δηλώσει πως θα έριχνε την κυβέρνηση. Τελικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ δεν έπεσε, αλλά ανασχηματίστηκε ο Φίλης και τη θέση του πήρε ο Κώστας Γαβρόγλου.

Ο «ανεπιτυχής» διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους (2018)

Στις 6 Νοεμβρίου του 2018 Τσίπρας και Ιερώνυμος συναντώνται και ανακοινώνουν συμφωνία για την εκκλησιαστική περιουσία και τους μισθούς των ιερέων, ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδας.

Ουσιαστικά με τη συμφωνία αυτή, πλέον οι κληρικοί δεν θα αντιμετωπίζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι, τη μισθοδοσία θα αναλάμβανε η Εκκλησία και το Ελληνικό Δημόσιο δεσμευόταν να προσφέρει ως ετήσια επιδότηση της μισθοδοσία σε αντάλλαγμα της εκκλησιαστικής περιουσίας που απέκτησε, ενώ θα διατηρούνταν οι σημερινές οργανικές θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδας. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος και η Εκκλησία θα διαχειρίζονταν μισή μισή την αμφισβητούμενη εκκλησιαστική περιουσία.

Παρότι η συμφωνία έδινε μια λύση ως προς την κατοχύρωση ταυτόχρονα της μισθοδοσίας των κληρικών (που ξεκίνησε μόλις το 1945 στις δύσκολες μετακατοχικές συνθήκες) και την επίλυση του θέματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, θα υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις, τόσο ως προς ένα γενικό στίγμα «χωρισμού Εκκλησίας Κράτους» όσο και ως προς την ανασφάλεια για τους όρους διατήρησης της μισθοδοσίας των κληρικών. 

Έτσι παρά την αρχική συναίνεση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, η Ιερά Σύνοδος στις 16 Νοεμβρίου έβαλε τη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου στον πάγο, αποφασίζοντας να παραμείνουν οι ιερείς δημόσιοι υπάλληλοι. 

Η δύσκολη συνθήκη της πανδημίας (2020 -2021)

Οι σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους κατά την πρώτη τετραετία διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας είχαν θετική αφετηρία. Σε συνάντηση στις 16 Ιουλίου 2019, ο Αρχιεπίσκοπος διαβεβαίωσε τον πρωθυπουργό ότι η συμφωνία του Νοεμβρίου 2018 με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται για την Ιερά Σύνοδο ως μη γενομένη, ενώ ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι εγγυάται τα μισθολογικά των ιερών. 

Ο κορονοϊός, ωστόσο, δοκίμασε τις σχέσεις αυτές. Τα μέτρα περιορισμού της διασποράς του ιού θα σημαίνουν και την ακύρωση της δυνατότητας για θρησκευτικές τελετές. Ιδιαίτερα, κατά τις περιόδους των μεγάλων Εορτών (Χριστούγεννα και Πάσχα), είχαν παρθεί αυστηρά μέτρα προς τους πιστούς για τήρηση των προληπτικών μέτρων κατά της διασποράς του ιού.

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και στην Ελλάδα, η Εκκλησία θα προσαρμοστεί σε αυτή τη συνθήκη και θα αποδεχτεί τα περιοριστικά μέτρα. Θα υπάρξουν αντιδράσεις, αλλά σε γενικές γραμμές θα αποφύγει να ταυτιστεί με τους «αρνητές του ιού» και κυρίως, υπήρξε η προτροπή του Αρχιεπισκόπου να ακούν οι πιστοί την επιστήμη.

Πρόταση διαχωρισμού εκκλησίας – κράτους από τον ΣΥΡΙΖΑ (2024)

Το ζήτημα διαχωρισμού εκκλησίας – κράτους εξακολουθεί να παραμένει στην επικαιρότητα και φαίνεται να αποτελεί βασική παράμετρος της ατζέντας της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. 

Έξι χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα  για «εξορθολογισμό» των σχέσεων εκκλησίας- κράτους ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. αναμένεται να επανέλθει με νέα νομοθετική πρωτοβουλία βασισμένη στην πρόταση του 2018 που τότε «ναυάγησε». Την πρωτοβουλία έκανε γνωστή ο Στέφανος Κασσελάκης στο κλείσιμο της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής, σημειώνοντας πως η πρόταση θα βασίζεται κατά κύριο λόγο στην απόπειρα συμφωνίας του 2018.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ