Αν κάποτε τα σενάρια για την κλιματική αλλαγή έμοιαζαν με μυθοπλασία, πλέον μεταφράζονται σε σκληρή καθημερινότητα. Οι επιστημονικές μελέτες καταγράφουν με ακρίβεια το πόσο ριζικά θα αλλάξει η ζωή των πολιτών, ειδικά σε επίπεδο υγείας, διαβίωσης και οικονομίας.
Σύμφωνα με έκθεση του ΙΟΒΕ, η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας αναμένεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση των ημερών που απαιτούν έντονη ψύξη: από 2 έως και 12 επιπλέον ημέρες μέχρι το 2060 και από 12 έως 37 ημέρες μέχρι το 2100, ανάλογα με την περιοχή. Οι πιο εκτεθειμένες Περιφέρειες είναι η Αττική, η Κεντρική Μακεδονία και η Θεσσαλία, με έως και 37 επιπλέον μέρες υψηλής θερμικής καταπόνησης.
Στο προσκήνιο έρχεται και ο δείκτης Humidex — ένα μέτρο δυσφορίας που συνδυάζει θερμοκρασία και υγρασία. Τιμές πάνω από 46°C θεωρούνται επικίνδυνες για την υγεία. Με βάση τις εκτιμήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και της Ακαδημίας Αθηνών, η Ελλάδα θα καταγράφει έως και 29 περισσότερες μέρες ετησίως με τόσο υψηλές τιμές δυσφορίας μέχρι το 2100. Ιόνια Νησιά, Δυτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου θα επηρεαστούν εντονότερα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η έκθεση του Joint Research Centre της ΕΕ προειδοποιεί ότι, αν η μέση θερμοκρασία αυξηθεί κατά 1,5°C (επίπεδο που ήδη καταγράφηκε το 2024), πάνω από 100 εκατομμύρια άνθρωποι θα εκτίθενται ετησίως σε ακραία φαινόμενα ζέστης — με δεκάδες χιλιάδες θανάτους. Σε πιο ακραία σενάρια, ο αριθμός αυτός ξεπερνά τα 300 εκατομμύρια ανθρώπους.
Η Νότια Ευρώπη, και ιδιαίτερα η Ελλάδα, αναμένεται να πληγεί περισσότερο, καθώς τα ακραία επεισόδια ζέστης θα αποτελούν ετήσιο φαινόμενο, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιοχές της Ευρώπης όπου η συχνότητα είναι 3-5 έτη.
Οικονομικός αντίκτυπος
Πέρα από τις προφανείς συνέπειες στην καθημερινότητα και την υγεία, η μελέτη του ΙΟΒΕ αναλύει και τις οικονομικές επιπτώσεις. Τα νοικοκυριά θα κληθούν να αυξήσουν τη δαπάνη για υγεία, ασφάλιση και ενέργεια, την ώρα που το εισόδημά τους θα μειώνεται λόγω απωλειών περιουσίας ή μείωσης παραγωγικότητας, κυρίως στον πρωτογενή τομέα.
Αναμένεται πτώση της καταναλωτικής δαπάνης κατά 5%, με αντίστοιχη μείωση του ΑΕΠ κατά 7,9 δισ. ευρώ ετησίως (3,5%) και απώλεια 161.000 θέσεων πλήρους απασχόλησης. Στο δυσμενέστερο σενάριο, με μείωση δαπάνης κατά 10%, η ζημιά στο ΑΕΠ θα φτάσει τα 16 δισ. ευρώ, με σχεδόν 327.000 θέσεις εργασίας να χάνονται — ποσοστό 6,7% της συνολικής απασχόλησης.