Ενήλικοι στην αίθουσα, «ανήλικοι» στην κάλπη, τσαρλατάνοι στην πολιτική

52 mins read

Όπως και να περιστρέψεις τα πράγματα ο Βαρουφάκης αποδείχθηκε ένας πολιτικός τσαρλατάνος. Ακυρωμένος από τους πολιτικούς αντιπάλους του, από τους Ευρωπαίους συνομιλητές του, και εντέλει και απο τους πρώην συντρόφους του. Η εκκεντρική πολίτευση όμως και sui genneris αυτοθεώρηση πουλάει βιβλία. Δεκτό.

Κατά τα άλλα νάρκισσος και στρεψόδικος στον ψυχισμό, οπαδός της δημιουργικής ασάφειας ως οικονομολόγος, όπως του αρέσει μάλιστα να λέει, προσδίδοντας θετικότητα σε έναν κατεξοχήν αρνητικό όρο . Είναι μαζί με τον Τσίπρα ο βασικός υπεύθυνος για το τρίτο αχρείαστο μνημόνιο, που γονάτισε τη χώρα.

Ο Γαβράς είναι αγαπητός και σεβαστός εκ’ των πραγμάτων σε όλους μας. Από τους σημαντικότερους Έλληνες της διασποράς. Ένας σπουδαίος σκηνοθέτης λάτρης της πολιτικής δραματοποίησης των θεμάτων του , απλοϊκός όμως στην βαθύτερη πολιτική του αντίληψη αποστασιοποιημένος εδώ και πολλά χρόνια από την Ελλάδα, απομακρυσμένος ψυχολογικά από τον απόρρητο χτύπο της ελληνικής πολιτικής σημειολογίας. Όπως εύστοχα είπε ο Απόστολος Δοξιάδης, σε μια συνέντευξή του, ο Γαβράς λειτουργεί περισσότερο σαν φιλέλληνας στην πολιτική προσέγγισή του . Προφανώς ο Γαβράς εκτίμησε καλοπροαίρετα αλλά με περισσή αφέλεια, ότι δίπλα στο «Ζ» της πανευρωπαϊκής καθιέρωσής του θα είχε εφάμιλλη θέση το «Ενήλικοι στο δωμάτιο», ως τελευταία σκηνοθετική πράξη και ως ύστατο χρέος προς την πατρίδα του. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά πως το θέμα ενός πραγματικού πολιτικού θρίλερ, καταφέρνει και το προσγειώνει σε μια μανιχαϊστική οπερέτα κατά την υπερφίαλη αυτοεκδοχή του Γιάννη Βαρουφάκη. Είχε σπουδαίο υλικό στη διάθεσή του ο Γαβράς, και θα μπορούσε να μεγαλουργήσει. Καταρχήν τον εθνικό διχασμό που υπέστη η χώρα, τον ψυχολογικό κλονισμό μίας παραπαίουσας κοινωνίας , τον δραματικό κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρώπης, τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος της δάνειας ευημερίας, την πελατειακή και κρατικοδίαιτη αντίληψη της κοινωνίας , τις αυταπάτες που έθρεψε η πρώτη φορά αριστερά στην εξουσία.

Αν πάλι ήθελε οπωσδήποτε να στηριχθεί σε ένα βιβλίο σίγουρα «Η τελευταία μπλόφα» της Ελένης Βαρβιτσιώτη του πρόσφερε πιο στέρεο και αντικειμενικό έδαφος να μεταφέρει στον κινηματογράφο τις εναγώνιες προσπάθειες, τα όρια της πολιτικής, τις συγκρούσεις, την ψυχολογία των πολιτικών παικτών, και το chicken games που παίχτηκε, τραβώντας τις υπαινικτικές προσεγγίσεις του όπου επιθυμούσε είτε φιλοκυβερνητικά είτε φιλοευρωπαϊκά. Επέλεξε όμως το πόνημα «Ενήλικες στο δωμάτιο » του Βαρουφάκη, όχι σαν μια αφορμή έμπνευσης, αλλά ως τόσο αξιοπιστη πηγή για να την κάνει ένα πιστό κινηματογραφικό αντίγραφο. Είναι άγνωστο αν ο Βαρουφάκης τον γοήτευσε ως προσωπικότητα, όσο είχε γοητεύσει λίγα χρόνια πριν και τον ίδιο τον Τσίπρα. Παρακολουθώντας όμως την ταινία είναι ηλίου φαεινότερο ότι υιοθετεί κατά γράμμα την επιπόλαιη αυτοαναφορικότητα Βαρουφάκη για να εξιστορήσει με την ισχύ της κινηματογραφίας το πιο επικίνδυνο εθνικό παίγνιο στο οποίο σύρθηκε η χώρα στην μεταπολιτευτική της ιστορία. Ίσως να του ήταν απαραίτητος ένας ήρωας κατά το πρότυπο του Ζ, ή όπως πολλές φορές επιλέγεται ένας έρωτας στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο για να προσωποποιηθεί στην ατομική ανθρώπινη ψυχοσύνθεση ο καμβάς των ιστορικών γεγονότων. Ακόμη και έτσι όμως και με αφορμή έστω τον υποκειμενισμό Βαρουφάκη, δεν είχε το άλλοθι να του ξεφύγουν τα βασικά στοιχεία που κάνουν μια ταινία ενδιαφέρουσα και προκλητική: την πλοκή, την ανατροπή, το αμείωτο ενδιαφέρον, τις ερμηνείες, την ψυχαναλυτική χειροτέχνηση των πρωταγωνιστών, την φιλοσοφίζουσα θεώρηση.

Αφήνοντας στην άκρη την πολιτική ερμηνεία και κρίνοντας το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και χωρίς να διεκδικώ δάφνες κριτικού κινηματογράφου, παρά μόνο ενος ενεργού πολίτη και θεατή, και πάλι μου φαίνεται να έχει μερικώς αποτύχει.

Στην ταινία του Γαβρά διασώζεται μόνο η εκπληκτική ερμηνεία του Λούλη που δούλεψε βασανιστικά ως φαίνεται και απέδωσε υποδειγματικά τον ψυχισμό, την υφολογία και το γλωσσικό μοτίβο του ήρωα (Βαρουφάκης ) που υποδυόταν. Επίσης διασώζεται η σχετικά υψηλή ποιότητα των σκηνών και της φωτογραφίας μέσα στους άχαρους κλειστούς χώρους των γραφείων των Βρυξελλών, των ευρωπαϊκών πρωτευουσών και της Αθήνας. Αλλά μέχρι εδώ. Κάθε άλλη απόπειρα κινηματογραφικής αφήγησης έχει τόσα προβληματικά στοιχεία, που τοποθετούν την ταινία τις περισσότερες φορές στις παρυφές της κωμικότητας. Εκτός βέβαια αν αυτή η κωμικότητα είναι ίδιον της μεροληπτικής αφήγησης του σεναρίου ή είναι μία εμφατική επιτήδευση. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση εκλείπει όμως η πειστικότητα.

Απο τα πρώτα λεπτά της ταινίας γίνεται φανερό πως θα ακολουθήσει η αβασάνιστη αγιοποίηση του Βαρουφάκη, τόσο απέναντι στους αδαείς κυβερνητικούς συντρόφους του, όσο και απέναντι στους κυνικούς και «αιμοσταγείς» ευρωπαίους συνομιλητές του. Η προσωπικότητα του Βαρουφάκη εμφανίζεται χωρίς τα ζέοντα και τρωτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η ταραχή, το άγχος, η προσωπική διαπάλη, το λογικό των εσωτερικών αντιφάσεων , τα διλήμματα ή το αβάσταχτη βάρος μιας αποστολής που ξεπερνάει την ανθρώπινη φύση. Αλλά και αν ακόμη αυτή είναι η αλήθεια, η κινηματογραφική ματιά οφείλει να το σχολιάσει με κάποιον ελάχιστο στοχασμό. Εμφανίζεται ως άνθρωπος απο σίδερο, που είναι σίγουρος για πράγματα που εκ’ φύσεως είναι ρευστά. Η μανιχαϊστική οπτική του απόλυτα καλού, που μάχεται μέσα και έξω σε έναν κόσμο είτε άσχετων, είτε δαιμονισμένων εχθρών, είναι το πρώτο πλήγμα που καθιστά την ταινία ευθύς αμέσως βαρετή.

Η ερμηνεία του Μπουρδούμη (Τσίπρας) είναι επιφανειακή, και ο ίδιος ο Τσίπρας εμφανίζεται αθώος, πονηρά πολιτικάντης , επιρρεπής στην κολακεία, αβαθής ενώ είναι βέβαιο ότι και σε αυτήν την περίπτωση, και άσχετα από την αλήθεια, οι δεδομένες ψυχολογικές μεταπτώσεις, ο φόβος και το άγχος έχουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να καταπιαστεί ο σκηνοθετικός χειρισμός.

Τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης παρουσιάζονται ως καρικατούρες όρια της γελοιότητας, χωρίς στυλ και χωρίς προσωπικότητα, ενώ οι αντίστοιχοι πρωταγωνιστές του ευρωπαϊκού «κατεστημένου» ως καρτούν και κουτόφραγκοι μίας αδυσώπητης και τυφλής εχθρότητας προς τον Γιάνη και την Ελλάδα. Ούτε φυσικά το πρώτο είναι ακριβώς αλήθεια, ούτε κυρίως το δεύτερο.

Οι μουσικές, με μπουζουκάκια και η έκδηλη αναφορά στην Ελλάδα του Ζορμπά παραπέμπουν σε μια φολκλόρ εικόνα για τη χώρα. Το εύρημα του μιούζικαλ στο τέλος με τους ηγέτες της ΕΕ να χορεύουν γύρω από τον Τσίπρα που υποτίθεται ότι παραπέμπει στο σύνθημα των «χορών και των νταουλιών» είναι επιεικώς απογοητευτικό, ενώ η σιωπηλή σκηνή των Εξαρχείων με υπαινιγμό ίσως στην αρχαία τραγωδία δημιουργεί την αίσθηση μιας πρόχειρης συρραφής στο πόδι. Κατά τα αλλά οι εξωτερικές σκηνές της Αθήνα, αλλά και άλλες όπως των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι ασυγχώρητα αδύναμες. Πρόκειται για μια φθηνή παραγωγή, χωρίς κόπο πίσω από τις κάμερες με εμφανή την ρηχή κινηματογραφική προσέγγιση.

Ο Γαβράς επέλεξε έτσι να υπογράψει την κινηματογραφική ανάγνωση του για τα γεγονότα του πρώτου εξαμήνου του 2015 που στοίχισαν τόσο ακριβά στην Ελλάδα. Ως καλλιτέχνης έχει δικαίωμα να υπερθεματίζει για αυτό. Έτσι ίσως να ήθελε να σφραγίσει θριαμβευτικά και το κλείσιμο της σπουδαίας καλλιτεχνικής προσφοράς του . Δεν ξέρω αν θα αποδειχθεί ιστορικά ότι η ταινία του θα έχει θέση δίπλα στο Ζ, αλλά στην Ελλάδα έχει μειωμένο ενδιαφέρον από το κοινό και είναι αμφίβολο αν ευρωπαίος πολίτης θα είχε κάποιο πραγματικό κίνητρο να την παρακολουθήσει. Ξέρω ότι για ακόμη μία φορά υπερτροφοδοτήθηκε ο ναρκισσισμός του Βαρουφάκη, κολακευόμενος από τον δημοφιλή σκηνοθέτη στο κόκκινο χαλί , και αντιλαμβάνομαι την πικρή απογοήτευση του Τσίπρα που θα ήθελε σίγουρα ένα άλλο σενάριο δια χειρός Γαβρά.

Facebook Comments