ΑρχικήΜε ΆποψηΈξι γκάλοπ στο μικροσκόπιο: Τι άλλαξε μετά την τραγωδία των Τεμπών

Έξι γκάλοπ στο μικροσκόπιο: Τι άλλαξε μετά την τραγωδία των Τεμπών

Οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται μετά την τραγωδία των Τεμπών παρουσιάζουν κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις, ανάλογα με την εταιρία που διενεργεί την έρευνα, αλλά σε γενικές γραμμές αποτυπώνουν την ίδια περίπου εικόνα. Έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα έξι γκάλοπ (Marc, GPO, MRB, Merton Analysis, Prorata, Pulse), τα οποία αντιμετωπίζονται από τα πολιτικά κόμματα με προφανή αμηχανία. Υποτίθεται ότι όλοι αποφεύγουν το σχολιασμό τους από σεβασμό στους νεκρούς και τις οικογένειες τους. Στην πραγματικότητα, όμως, την αποφεύγουν επειδή τα ευρήματα είναι προβληματικά για τους περισσότερους εξ αυτών που πρωταγωνιστούν στο δημόσιο διάλογο. Ας πάρουμε τα κόμματα με τη σειρά, για να δούμε γιατί:

Η ΝΔ καταγράφει σημαντικές απώλειες (από 2,5% έως 4%) που την απομακρύνουν από το ποσοστό που θα μπορούσε να την οδηγήσει σε αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές που θα γίνουν με ενισχυμένη αναλογική. Στα τελευταία γκάλοπ που έγιναν πριν την τραγωδία των Τεμπών η ΝΔ προσέγγιζε στην εκτίμηση ψήφου ποσοστά άνω στου 35% και είχε βάσιμες ελπίδες ότι θα μπορούσε να ανέβει ακόμη περισσότερο παίρνοντας από τη δεξαμενή των αναποφάσιστων, έτσι ώστε να φτάσει ακόμη και στην πρώτη κάλπη κοντά στο ποσοστό το οποίο εξασφαλίζει αυτοδυναμία με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές (37-38%). Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο πήχης έχει κατέβει και ο στόχος πια είναι μια καθαρή διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ, που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές με μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό θα κριθεί από τη διαχείριση των επόμενων δυο μηνών, το βέβαιο πάντως είναι ότι το ίδιο το αφήγημα της αυτοδυναμίας έχει πληγεί, καθώς συνδέεται με την αποτελεσματικότητα και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, που κάθε άλλο παρά επιβεβαιώθηκαν με την τραγωδία των Τεμπών. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν τελικά η ΝΔ μπορεί αριθμητικά να κατακτήσει την αυτοδυναμία στη δεύτερη κάλπη, είναι πια πολύ δύσκολο να την θέτει ως διακύβευμα των εκλογών. Το ζήτημα είναι περισσότερο «ποιοτικό» παρά ποσοτικό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την τραγωδία των Τεμπών στα περισσότερα γκάλοπ παραμένει στα ίδια ποσοστά που τον φέρνουν στη δεύτερη θέση. Σε μια δημοσκόπηση μάλιστα, αυτήν της Merton Analysis εμφανίζει απώλειες άνω του 2%! Το γεγονός ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν καταφέρνει να αλλάξει το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων ούτε μετά από ένα τέτοιο γεγονός, είναι ενδεικτικό του πολιτικού αδιεξόδου στο οποίο έχει εγκλωβιστεί ο Αλέξης Τσίπρας. Παρά το γεγονός ότι πριν από 10 μήνες έκανε ένα συνέδριο επανεκκίνησης, είναι φανερό ότι τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαξε στον ΣΥΡΙΖΑ. Η νωπή ανάμνηση της διακυβέρνησης του λειτουργεί αρνητικά και το αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο εξακολουθεί να είναι ισχυρό στην ελληνική κοινωνία. Το επιχείρημα «για να μη γυρίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ψηφίζω ΝΔ» ακούγεται από αρκετούς που θα ψηφίσουν ΝΔ όχι για να της δώσουν «θετική» ψήφο αλλά για να… προλάβουν πιθανή επανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόσθετο πρόβλημα που προέκυψε μετά την τραγωδία των Τεμπών για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι έπεσαν ξανά τα φώτα πάνω στο κυβερνητικό του παρελθόν. Η αναζήτηση ευθυνών σε όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα ακουμπά φυσικά και τον ΣΥΡΙΖΑ που ήταν η ακριβώς προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνεργασία μάλιστα με τους ΑΝΕΛ. Και φυσικά αυτή η συζήτηση δεν τον βοηθά, γιατί τον καθιστά μέρος του προβλήματος.

Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ σε όλες τις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται πλέον με μονοψήφιο ποσοστό και μετά την τραγωδία των Τεμπών καταγράφει απώλειες της τάξεως του 10% των δυνάμεων του σε σχέση με τον προηγούμενο κύκλο δημοσκοπήσεων, χάνοντας περίπου μια εκατοστιαία μονάδα. Η πτωτική του πορεία προβληματίζει ιδιαίτερα, καθώς θα περίμενε κανείς να κερδίζει είτε από την πτώση της ΝΔ είτε από τη στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν, μάλιστα, αναλογιστεί κανείς την πορεία του κόμματος τους τελευταίους 15 μήνες, μετά την εκλογή Ανδρουλάκη, θα διαπιστώσει ότι στο ξεκίνημα τα γκάλοπ έδειχναν – και τα στελέχη πίστευαν και το δήλωναν δημοσίως – ότι η δυναμική θα επέτρεπε στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ να απειλήσει το ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερο πόλο του πολιτικού συστήματος. Υπήρχαν τότε γκάλοπ που έδειχναν τη διαφορά ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο κόμμα να μικραίνει, σε σημείο που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ίσως να οδηγούμασταν σε ανατροπή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων υπέρ του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, σε όλα τα τελευταία γκάλοπ, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ βρίσκεται δημοσκοπικά πολύ μακριά από τον ΣΥΡΙΖΑ και πλησιάζει όλο και πιο κοντά στο ΚΚΕ, που είναι το τέταρτο κόμμα. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να προβλέψει ότι εάν στις δεύτερες εκλογές το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ πιεστεί από την πόλωση και το ΚΚΕ (που παρουσιάζει ανοδική τάση) απευθυνθεί στο θυμικό των αριστερών ψηφοφόρων με καμπάνια για τη διεκδίκηση της τρίτης θέσης, τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο δύσκολα.

Συμπερασματικά, τα γκάλοπ μετά τα Τέμπη δείχνουν τρεις βασικές μεταβολές:

Πρώτον, ο σχηματισμός κυβέρνησης μετά τις εκλογές της απλής αναλογικής γίνεται τώρα πολύ πιο δύσκολος. Για να γίνει κυβέρνηση με αυτό το εκλογικό σύστημα χρειάζεται 46% – 47% από ένα κόμμα ή περισσότερα. Έτσι όπως καταγράφονται σήμερα τα ποσοστά, ένα τέτοιο άθροισμα προερχόμενο από κόμματα που μπορούν να συνεργαστούν μεταξύ τους, φαίνεται αδύνατο. Συγκεκριμένα, το σενάριο μιας συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ από τις πρώτες εκλογές αδυνατίζει λόγω της πτώσης των ποσοστών και των δυο κομμάτων, των οποίων το άθροισμα στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να φτάσει το πολύ στο 45%. Και το άλλο σενάριο, της λεγόμενης «προοδευτικής» διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ – Μέρα 25 είναι ακόμη πιο αδύναμο, αφού στην καλύτερη δυνατή περίπτωση θα έφτανε στο 42% – 43%.

Δεύτερον, ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ως «ρυθμιστή» των εκλογών αποδυναμώνεται, ακριβώς γιατί η συνεργασία του δεν αρκεί για το σχηματισμό κυβέρνησης στις πρώτες εκλογές. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις δεύτερες εκλογές που θα ακολουθήσουν, με ενισχυμένη αναλογική. Εκεί το ποσοστό που απαιτείται για το σχηματισμό κυβέρνησης πέφτει στο 37-38%, οπότε μια συνεργασία του πρώτου με το τρίτο ( ή το τέταρτο ή ακόμη και ένα μικρότερο κόμμα) μπορεί να δίνει λύση. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς πόσο κρίσιμο θα είναι για το ΠΑΣΟΚ/ ΚΙΝΑΛ το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις πρώτες και τις δεύτερες εκλογές. Εκεί θα δοκιμαστεί η στρατηγική του και η δυνατότητα του να διατηρήσει ένα ρόλο υπολογίσιμου παίκτη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Τρίτον, τα μικρότερα κόμματα κερδίζουν έδαφος μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Το ΚΚΕ, όντας έμπρακτα απέναντι σε όλα τα κόμματα εξουσίας, δικαιούται να ελπίζει ότι θα βγει ενισχυμένο, το Μέρα 25 ποντάρει στον «αντισυστημισμό», παρότι ο αρχηγός του υπήρξε υπουργός των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η Ελληνική Λύση επενδύει στην οργή του δεξιού ακροατηρίου προσδοκώντας να τη μετατρέψει σε ψήφο υπέρ της. Ταυτόχρονα, επανακτούν τις ελπίδες τους και τα άλλα κόμματα που βρίσκονται εκτός Βουλής και η κρίση τους δίνει μια νέα ευκαιρία.