Σύμφωνα με το κυρίαρχο κλισέ, πρόκειται για τη φωτογραφία της στιγμής. Όταν, όμως, η στιγμή επαναλαμβάνεται, τότε γίνεται τάση.
Ετσι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έχει αποκτήσει κυβερνητική προοπτική, δηλαδή δυναμική εκλογικής νίκης. Οπως επίσης ότι η ΝΔ βρίσκεται μακριά από την αυτοδυναμία. Ξέρουμε ότι η Πλεύση Ελευθερίας κινείται σε διψήφιο ποσοστό, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φθίνει, ότι, τουλάχιστον, δύο κόμματα θα παλέψουν για την είσοδο στην επόμενη βουλή (Κασσελάκης, Λατινοπούλου) ότι δεξιά της ΝΔ υπάρχει εύφορο έδαφος.
Αυτά που δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε από τις δημοσκοπήσεις, μέχρι να προκηρυχθούν εκλογές, είναι:
– Το μέγεθος της αποχής.
– Η σύνθεση της αποχής (ειδικά ως προς τις ηλικίες 17-34)
– Η απήχηση νέων κομμάτων (Τσίπρα, Σαμαρά) μέχρι να εμφανιστούν
– Ο αριθμός των κομμάτων που θα εκπροσωπούνται στην επόμενη Βουλή
– Η συνθήκη που θα διαμορφωθεί στο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων.
Επομένως, δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, αφού μια ΝΔ του 29% σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από μια ΝΔ του 33%, ΠΑΣΟΚ ή Πλεύση Ελευθερίας στη δεύτερη θέση είναι μια πολύ σημαντική πολιτική διάζευξη, κόμμα Τσίπρα και κόμμα Σαμαρά, εφόσον προκύψουν, αναδιατάσσουν τις ισορροπίες και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος.
Το συμπέρασμα είναι ότι χρήσιμη είναι η ανάγνωση των δημοσκοπήσεων κυρίως ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και ότι ο πίνακας της πρόθεσης ψήφου έχει σχετική αξία σε αντίθεση με εκείνον της εκτίμησης, που θα μπορούσε και να παραλείπεται.