ΑρχικήΜε ΆποψηΜαθήματα για την επόμενη ημέρα της πανδημίας

Μαθήματα για την επόμενη ημέρα της πανδημίας

Η «έξοδος» από το πρώτο κύμα της πανδημίας Covid-19, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα είναι δυσχερής και πολύπλοκη. Μέχρι την επίτευξη της ανοσίας αγέλης.

Βεβαίως, με τον κατάλληλο εμβολιασμό, μετά από μια δύσκολη μεταβατική ενδημική περίοδο εξάρσεων και υφέσεων.

Ως εκ τούτου, η «έξοδος» από τα περιοριστικά μέτρα είναι συνάρτηση των επιδημιολογικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων που συνθέτουν το πλαίσιο της πανδημίας. Το κρίσιμο στοιχείο για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων είναι ο μικρός βαθμός μεταδοτικότητας (Ro<1), η επαπειλούμενη ύφεση της οικονομίας και οι συνθήκες και το είδος των δραστηριοτήτων του πληθυσμού. Οι πολιτικές «εξόδου» οφείλουν να εστιάζουν στον έλεγχο και την αποτροπή των συναθροίσεων ατόμων και πληθυσμιακών ομάδων και όχι στην παρεμπόδιση της κυκλοφορίας τους.

Με την έννοια αυτή, τα υπαίθρια επαγγέλματα και οι σχετικές με αυτά δραστηριότητες προηγούνται στην προτεραιοποίηση για την απεμπλοκή τους από τα κατασταλτικά μέτρα. Ενώ αυτά που συγκεντρώνουν πληθυσμούς σε κλειστές συναθροίσεις όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, οι χώροι ομαδικής εργασίας και συμβίωσης πρέπει να ακολουθήσουν. Μετά από ειδικές, επίμονες και σχολαστικές οργανωτικές διευθετήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, η ενθάρρυνση της μετακίνησης (μέσω «δωροεπιταγών») μη ενεργού πληθυσμού από τα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα στην αραιοκατοικημένη ύπαιθρο χώρα μπορεί να συμβάλλει -εκτός των άλλων- και στην οικονομική τουριστική υποστήριξη των ορεινών και νησιωτικών περιοχών.

Η στρατηγική της «εξόδου» οφείλει να βασισθεί στο αντιστάθμισμα επιδημίας και οικονομίας, έτσι ώστε η επιπέδωση της καμπύλης της πανδημίας που διασφαλίζεται με τα μέτρα δημόσιας υγείας να συνοδεύεται με την επιπέδωση της καμπύλης της ύφεσης που μπορεί να επιτευχθεί με μια ισχυρή «δόση» μέτρων αύξησης εστιασμένης ζήτησης καθώς και υποστήριξης των νοικοκυριών από χρέη και δάνεια.

Ταυτόχρονα, οι παρεμβάσεις δημόσιας υγείας στους θύλακες υψηλής τρωτότητας (γηροκομεία, ιδρύματα χρονίως πασχόντων, κέντρα μέριμνας και φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών και συνοικισμοί με αυξημένο πληθυσμό αστέγων, φτωχών και ατόμων από τις μειονότητες) πρέπει να συστηματοποιηθούν και να ενταθούν. Με τις παρεμβάσεις δημόσιας υγείας που είναι αναγκαίες, αλλά και τον έλεγχο της υφιστάμενης ανοσίας στον πληθυσμό με τις επιδημιολογικές και εργαστηριακές δοκιμασίες.

Είναι προφανές ότι η άρση των μέτρων κοινωνικής απόστασης εμπεριέχει κινδύνους «αναζωπύρωσης» της πανδημίας.  Ως εκ τούτου απαιτεί την εντατικοποίηση των μέτρων που πρέπει να παραμείνουν και την ένταση των ατομικών προστατευτικών συμπεριφορών (προσωπίδες και χειρόκτια). Πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί με παρεμβάσεις παρακίνησης και συμμόρφωσης και την εισαγωγή κινήτρων και «ωθήσεων».

Επιπροσθέτως, η διαχείριση της πανδημίας και η σταδιακή «έξοδος» από αυτήν, οφείλει να επιδείξει σεβασμό στα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα. Αλλά και οι σχετικές πολιτικές επιλογές πρέπει επίσης να εστιάζονται πρωτίστως στις «ύποπτες» δραστηριότητες. Κατ’ ουδένα τρόπο σε «ύποπτα» πρόσωπα ή «ύποπτες» πληθυσμιακές ομάδες . Οι βιοηθικές, ψυχολογικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις του Covid-19, πρακτικά δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς και αυτή η κατάσταση επίσης πρέπει να αλλάξει άμεσα.

Έχει πλέον αποδειχθεί, ότι η καλή επίδοση της χώρας μας, οφείλεται στην έγκαιρη και επιτυχή εφαρμογή της κοινωνικής αποστασιοποίησης και την χαμηλή κίνηση στα λιμάνια και τα αεροδρόμια κατά τους χειμερινούς μήνες. Αλλά ακόμη και στην επίγνωση της αδυναμίας του ΕΣΥ να αντέξει, ένα πολύ μεγάλο φορτίο, στην επείγουσα και εντατική θεραπεία που οδήγησε στη λήψη αυτών των μέτρων.

Η αποτελεσματική παρέμβαση για τον έλεγχο και τη διαχείριση της πανδημίας, πλην των εμφανών πρακτικών επιτευγμάτων, αφενός απέκρυψε τις ελλείψεις και τα κενά του συστήματος υγείας και αφετέρου ανέδειξε μερικές πλευρές κρίσιμης σημασίας για την εξέλιξη και τον σχεδιασμό του υγειονομικού τομέα στη χώρα μας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μεγάλη μείωση της ζήτησης στα νοσοκομεία (50-75%), κατά την περίοδο αυτή. Αλλά και στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, η μείωση της ζήτησης υπήρξε εξίσου μεγάλη, (στα κέντρα υγείας >75% και στον ιδιωτικό τομέα 50-90%). Χωρίς εμφανή -επί του παρόντος- επιβάρυνση των δεικτών υγείας.

Η εξέλιξη αυτή δεν ερμηνεύεται μόνον από τον φόβο της μετάδοσης της λοίμωξης. Αναδεικνύει επίσης και την έλλειψη κανόνων και διαδικασιών στην πρόσβαση, εξέλιξη που οδηγεί σε υπερβάλλουσα ζήτηση, βλάβη της ασφάλισης υγείας και απώλεια ευημερίας στην κοινωνία.

Υπό την έννοια αυτή , η πανδημία αποτέλεσε ένα οιονεί «φυσικό πείραμα» εκτίμησης του πραγματικού μεγέθους των αναγκών υγείας και της ζήτησης ιατρικής περίθαλψης. Με τον τρόπο αυτό, στέλνει τα κατάλληλα «μηνύματα» για τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται και ωθεί για αλλαγές. Προς μια καλύτερη εκδοχή της νοσοκομειακής περίθαλψης με χαρακτήρα έντασης τεχνολογίας, διαχείρισης και ειδίκευσης.

Όμως τα δεδομένα της πανδημίας αναδεικνύουν «αλήθειες», όπως για παράδειγμα ότι η αντιμετώπιση του Covid-19, βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε μέτρα δημόσιας υγείας. Καταρχήν, στην κοινωνική αποστασιοποίηση και στη συνέχεια για τον έλεγχό της στον επιζητούμενο κατάλληλο εμβολιασμό. Με την περιστασιακή επικούρηση της ιατρικής περίθαλψης στην μεταβατική περίοδο και μέχρι την εγκατάσταση της ανοσίας αγέλης.

Παρά ταύτα, η χώρα μας εξακολουθεί να μην διαθέτει μια πλήρη και επαρκή «κρατική υπηρεσία δημόσιας υγείας» που εκτείνεται από την κεντρική διοίκηση στην περιφερειακή και κοινοτική αυτοδιοίκηση. Για την άσκηση δημοσίων πολιτικών υγείας, με βάση ένα καλά εκπαιδευμένο «σώμα λειτουργών δημόσιας υγείας». Με σκοπό τον έλεγχο και τη διαχείριση των παραγόντων κινδύνου για την υγεία αλλά και των αναδυόμενων λοιμωδών νοσημάτων.

Ως εκ τούτου τα φαινόμενα πρόχειρης «ιατρικοποίησης» των προβλημάτων δημόσιας υγείας που παρουσιάζονται συχνά προκαλούν σύγχυση. Ως προς την καταλληλότητα των μέτρων και των παρεμβάσεων της ιατρικής περίθαλψης στα ζητήματα αυτά. Γιατί ενώ δεν εγγυώνται την αναγκαία υγειονομική ασφάλεια και την ευκταία ιατρική αποτελεσματικότητα συχνά προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις στην αναζήτηση της οικονομικής αποδοτικότητας.

Η πανδημία, με τις ειδικότερες εκφράσεις της στη χώρα μας, έδειξε ότι η συγκυρία δείχνει τον δρόμο. Δηλαδή την ανάγκη θέσπισης μιας πλήρους, συγκροτημένης και αξιόπιστης «κρατικής υπηρεσίας δημόσιας υγείας». Από την κεντρική διοίκηση και τις περιφέρειες με διεπιστημονική σύνθεση και ανεξαρτήτως των εξελίξεων που κυοφορούνται ενδεχομένως θα εκδηλωθούν στο «μεικτό» εθνικό σύστημα της ιατρικής περίθαλψης.

Ο κόσμος μετά την πανδημία θα είναι ένας άλλος κόσμος. Με την ανάδειξη των προβλημάτων υγειονομικής ασφάλειας, που εμφανίστηκαν με ένταση πρόσφατα, που προστίθενται σε αυτά της κλιματικής αλλαγής, της διατροφικής κρίσης και των μαζικών μεταναστευτικών ροών από τις πληττόμενες περιοχές του πλανήτη. Είναι προφανές, ότι ο αυριανός κόσμος θα είναι ένας κόσμος διεύρυνσης των ανισοτήτων, αυξημένης αβεβαιότητας και ενδεχομένως ανοικτών συγκρούσεων. Ήδη, οι αντιθέσεις είναι πλέον εμφανείς και αντανακλούν στις διαφορετικές σχολές σκέψεις αλλά και πολιτικής πρακτικής. Δεν αφορούν μόνον στην αιτιολογία της πανδημίας, αλλά και στους ανταγωνισμούς για την ηγεμονία στην νέα τεχνολογία, που σχετίζεται με τα προβλήματα κατανομής του κύρους και της ισχύος στην διεθνή σκηνή.

«Το μόνον μέσον για να πολεμήσεις
τον λοιμό είναι η εντιμότητα».
Αλμπέρ Καμύ, Η Πανούκλα,1947

Ο Γιάννης Κυριόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας (ΕΣΔΥ)