ΑρχικήΜε ΆποψηΜε ποια Ηγεσία απέναντι στις διαρκείς και μόνιμες κρίσεις;

Με ποια Ηγεσία απέναντι στις διαρκείς και μόνιμες κρίσεις;

✍️ ο Παναγιώτης Καρκατσούλης

 

Μπροστά στην πραγματικότητα των διαρκών κρίσεων, οι κοινωνίες επανεξετάζουν στρατηγικές και πρακτικές οργάνωσης και διοίκησης. Στερεότυπα, μεθοδολογίες και πεπατημένες δεκαετιών καταρρέουν. Ηγέτες, πολλοί και ποικίλοι, δοκιμάζονται.

Οι Δημοκρατίες συσπειρώνονται, αντιπαραθέτοντας την μέγιστη ενεργοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού τους, απ’ οπουδήποτε κι αν αυτό προέρχεται (δημόσιου/ιδιωτικού/ακαδημαϊκού τομέα) προκειμένου να αντιμετωπίσουν, όσο καλύτερα γίνεται, τους γνωστούς και τους πιθανολογούμενους κινδύνους.

Η Ηγεσία αναδεικνύεται, ακόμη μια φορά, ως μια από τις κρισιμότερες παραμέτρους επιτυχούς αντιμετώπισης των κρίσεων και των καταστροφών. Έτσι, αναθεωρούνται θέσφατα και διατυπώνονται νέα ερωτήματα, όπως: Ποιος πρέπει να ηγείται σε μια κρίση; Ποιο είδος ηγεσίας προσιδιάζει καλύτερα στην αντιμετώπιση των κρίσεων; Τι είναι πιο σημαντικό, η προσήλωση στον στόχο και το όραμα του ηγέτη η ή ανάπτυξη μιας πλαστικότητας, η οποία, ενίοτε, μπορεί να λάβει ακόμη και υπαρξιακό χαρακτήρα για την δεδομένη τάξη πραγμάτων; Απαιτούμε από τους ηγέτες μας να εγκολπώνονται νέες αντιλήψεις και συνήθειες, τελείως διαφορετικές από εκείνες τις οποίες έχουν μάθει;

Οι απαντήσεις είναι καθοριστικές για το επίπεδο ανθεκτικότητας που μια χώρα, μια κοινωνία, θα κατακτήσει. Σ’ αυτή την προσπάθεια δεν βοηθάει ένας εργαλειακός ορθολογισμός, σαν αυτόν που καθημερινά συναντάμε (βλ. την χαρακτηριστική έκφραση «τα μέτρα είναι συγκεκριμένα και κοστολογημένα»). Βέβαια, υπάρχει το ακόμη χειρότερο απ’ αυτό, που είναι η ερεβώδης άγνοια εκείνων των πολιτικών ηγεσιών που θεωρούν ότι αρκεί το αναμάσημα κάποιων κακοχωνεμένων ιδεολογιών, για να «αποδείξουν» ότι μπορούν με επάρκεια να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα.

Εάν, όμως, οι χώρες που έχουν κατακτήσει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των δημόσιων και ιδιωτικών οργανώσεών τους, δοκιμάζονται από την ένταση των κρίσεων, τι περιθώριο έχουν άλλες, σαν τη δική μας, που στηρίζονται σε θεμέλια πεπαλαιωμένα, αρχαϊκά (βλ. ρουσφέτι και πελατεία) τα οποία, όμως, μετά πάθους στηρίζουν;

Σήμερα, οι χώρες που γρηγορούν, επιστρατεύουν όλα εκείνα τα μέσα που, λίγες δεκαετίες πριν, θεωρούσαν ακατάλληλα και, σε κάθε περίπτωση, αντίθετα, σ’ έναν εργαλειακό ορθολογισμό. Ο αναστοχαστικός ορθολογισμός που, σήμερα, επικρατεί δίνει χώρο στο συναίσθημα, στη διαίσθηση, στο ασυνείδητο. Μαζί με τα εργαλεία του παρελθόντος, οι χώρες που θέλουν να είναι σημαντικές, προσπαθούν να διαμορφώσουν μια ευέλικτη στρατηγική που να ενισχύει την ικανότητα των οργανώσεών τους να μπορούν να μετασχηματίζονται με τέτοιο τρόπο και τόσο, ώστε να μπορούν ν’ αντέξουν την πίεση.

Πως γίνεται, όμως, να επιχειρεί κανείς οβιδιακές μεταμορφώσεις και να παραμένει αναγνωρίσιμος και, μάλιστα, με ισχυρή ταυτότητα; Αυτό επιτυγχάνεται, εάν απομακρυνθεί κανείς από τα εφήμερα και εστιάσει στα πυρηνικά, στα ιδιοτυπικά χαρακτηριστικά του, σ’ εκείνα που τον κάνουν μοναδικό.

Τούτων δοθέντων, η αναζήτηση των πάγιων, διαχρονικά αμετάβλητων χαρακτηριστικών του ελληνισμού πρέπει να ενταθεί, ειδάλλως κάθε δανεική ταυτότητα για να πορευτούμε στη δίνη των καιρών – μια πρακτική που ακολουθούμε με ευκολία- θα αποδεικνύεται ένας ακόμη πομφόλυγας. Έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν αλλά, σήμερα, δεν έχουμε τον χρόνο να το επιχειρήσουμε ξανά.

Τελευταίο αλλά σημαντικό: Στην αναζήτηση των κατάλληλων ηγεσιών για να αντιμετωπίσουμε τις κρίσεις, η πολιτική διχοτομία βρίσκεται μεταξύ δύο στρατηγικών: Εκείνων που προκρίνουν την επιλεκτική προστασία των ελίτ έναντι των άλλων που επιλέγουν συμπεριληπτικές πολιτικές.

Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσο ενδιαφέρον θα είχε η πολιτική- ακόμη και η εκλογική- αντιπαράθεση, εάν οργανωνόταν γύρω από τα προηγούμενα ερωτήματα και τις διαφορετικές επιλογές και πόσο βαρετή, έως οικτρή, είναι αυτή που παρακολουθούμε καθημερινά.