Ξεκινώ λίγο μακριά από το κυρίως θέμα – που είναι η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα – και με λίγη αυτοαναφορικότητα. Αλλά αυτό θα πρέπει να το συνηθίσετε όσες/οι θέλετε να διαβάζετε όσα γράφω. Γιατί τι άλλο διαθέτει κάποιος περισσότερο δικό του από την εμπειρία του; Όλα όσα πρόκειται να σας πει, από αυτό το πρίσμα θα περάσουν – αν σας ενδιαφέρει τι λέει, θα πρέπει να γνωρίζετε και ποιος είναι αυτός που σας τα λέει.
Πριν μερικά χρόνια, λοιπόν, συμμετείχα σε μια δημόσια συζήτηση με πολιτικούς (της πρώτης, πολύ πρώτης γραμμής). Εγώ ήμουν, ανάμεσά τους, ο μόνος που δεν ήταν πολιτικός. Εκείνη την εποχή όλοι ήταν απολύτως βέβαιοι πως θα εμπλεκόμουν στην πολιτική – και το θεωρούσαν και επικείμενο. Κυκλοφορούσαν και συγκεκριμένες φήμες για θέσεις σε ψηφοδέλτια, με λεπτομέρειες μάλιστα. Όλες αυτές οι εντελώς ανυπόστατες φήμες βασίζονταν στην εξής υπόθεση: όταν εμπλέκεσαι τόσο στα κοινά, όσο εγώ, τότε δεν το κάνεις απλώς για να εκφράσεις την άποψή σου αλλά για να αποτελέσει το πρώτο βήμα για πολιτική καριέρα. Όσο και να χτυπιόμουνα πως δεν έχω καμία πρόθεση και πως το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η διδασκαλία και η έρευνα, ελάχιστοι με πίστευαν. Χρειάστηκε να στραφώ ολοκληρωτικά στην Ιστορία για να αρχίσουν να το παίρνουν απόφαση. Αλλά εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι θα περνούσα τον Ρουβίκωνα, μου ζητούσαν ακόμα και ρουσφέτια.
Τέλος πάντων, μετά το τέλος της εκδήλωσης, με πλησιάζει ένας πολύ γνωστός πολιτικός, με μεγάλο αριθμό υπουργικών θητειών σε διάφορα υπουργεία, ένας από τους δευτεραγωνιστές της ύστερης μεταπολίτευσης. Θα έλεγα, επίσης, ένας γενικά προοδευτικός, ευφυής και αξιοπρεπής άνθρωπος. Ήδη από τότε είχε απομακρυνθεί από την ενεργό πολιτική.
Ο κύριος αυτός, ας τον πούμε ο ΑΒ, ήταν απολύτως βέβαιος πως θα έμπαινα στην πολιτική. Δεν μπορούσα να τον πείσω με τίποτα, ό,τι και να του έλεγα. Αλλά καθώς περνούσε η ώρα και άρχισε να υποψιάζεται πως ίσως και να το εννούσα, με κοίταξε ξαφνικά με ένα ύφος θολό, σαν να έπεφτε σε τρανς, σαν να είχε ξεχάσει πως βρισκόμουν μπροστά – τα μάτια του είχαν υγρανθεί:
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι ναρκωτικό είναι η πολιτική. Δεν μπορείς να φανταστείς τι θα νιώθεις όταν όλοι θα σε προσκυνούν, θα περνάς και θα υποκλίνονται – όλοι τους! – και θα σου λένε, ‘μάλιστα κ. Υπουργέ’, ‘ό,τι θέλετε κ. Υπουργέ’, ‘τι επιθυμείτε κ. Υπουργέ;’. Θα είσαι μέσα στην αμαξάρα σου, θα σου ανοίγουν την πόρτα για να μπεις στο αμάξι και θα σου την ανοίγουν για να βγεις. Όλοι θα στέκονται προσοχή μπροστά σου, θα τους διατάζεις, θα τους κοιτάς και θα σε τρέμουν. Θα σε έχουν ανάγκη, θα σε παρακαλούν, θα σε τριγυρνάνε, θα σε προσκυνούν. Όταν, όμως, αυτό θα τελειώσει και δεν θα είσαι πια υπουργός, δεν μπορείς να φανταστείς τη στέρηση, το κενό, την πίκρα, την ερημιά. Θα σου είναι αδύνατον να ξεπεράσεις το γεγονός πως έχασες την εξουσία…»
Σαν να συνήλθε τότε, χαμογέλασε αμήχανα, με χαιρέτησε και έφυγε.
Δεν ξέρω γιατί μου έκανε αυτήν την τόσο de profundis εξομολόγηση. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον είδα. Ακόμα και να περνούσε τότε από το μυαλό μου η ιδέα (που δεν περνούσε), θα έφευγα τρέχοντας μετά από αυτά που άκουσα. Μου φάνηκε κάτι εφιαλτικό και αρρωστημένο. Όσες/οι με ξέρουν έστω και λίγο καταλαβαίνουν πόσο ασύμβατο είναι αυτό το πράγμα με τον τρόπο που εγώ ζω και βλέπω τα πράγματα. Αλλά θυμάμαι τα λόγια του, αυτά τα ειλικρινή λόγια του, κάθε φορά που μου συστήνουν και συνομιλώ με κάποιον πολιτικό και κάθε φορά συνειδητοποιώ πως ανήκουν σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος ανθρώπου από μένα.
Τα σκεφτόμουν αυτά, λοιπόν, καθώς παρακολουθώ όσα συμβαίνουν στην Αριστερά, όπου η επικείμενη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα έχει ταράξει τα λιμνάζοντα νερά. Τον φαντάζομαι να νιώθει ακριβώς όπως ο ΑΒ μου περιέγραψε. Του είναι αδύνατον να μην ξαναγυρίσει, δεν θα έχει νόημα η ζωή του μακριά από την πολιτική σκηνή – ειδικά αφού τον γλύκανε η εξουσία.
Στα σχόλια θα διαβάσετε τρεις παλαιότερες αναρτήσεις μου για τον Αλέξη Τσίπρα, όπου θα βρείτε τη γνώμη μου γι’ αυτόν – δεν χρειάζεται να την επαναλάβω εδώ, δεν είναι το θέμα μας. Οι τρεις αναρτήσεις είχαν γραφτεί μετά τη συντριβή και την αποχώρησή του το 2023. Κρατώ μόνο τα παρακάτω για να σας υπενθυμίσω κάτι, νομίζω χρήσιμο, για τους οπαδούς του.
Έγραφα λοιπόν:
«Ο Τσίπρας ήταν αυτός που τους έφερε στην εξουσία, κάτι που δεν το περίμεναν, το θεωρούν ακόμα απίστευτο, δεν θα το ξεχάσουν ποτέ. Δεν έχει σημασία που η θητεία του δεν είχε καμία σχέση με τις ιδέες τους. Μήπως έχει η δική τους ζωή και οι πραγματικές επιλογές τους; Τους έδωσε αυτήν τη μεγάλη ικανοποίηση, και δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο. Το καταλαβαίνω αυτό το συναίσθημα, μπορώ να μπω λίγο στη θέση τους. Πιθανόν έτσι θα αισθανόμουν κι εγώ, αν πίστευα όσα πιστεύουν. Στον Τσίπρα οφείλεται η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, στο πολιτικό του ταλέντο κυρίως (και φυσικά στην ευνοϊκή συγκυρία της πτώχευσης). Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε τόσες εκλογικές αναμετρήσεις γιατί φταίει ο Τσίπρας, γιατί έχασε το mojo του. Όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε γιατί η ηγεσία του και οι πολιτικοί καθοδηγητές της βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, ζουν ακόμα στη δεκαετία του 1970. Έβλεπα πρόσφατα το syllabus ενός συναδέλφου, που είναι φίλος και ίσως στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, για ένα μάθημα – ας πούμε στον ευρύ χώρο νομικών, κοινωνικών και πολιτικών επιστημών. Ήταν για κλάματα. Ο καλός συνάδελφος δεν έχει καταλάβει τίποτα απ’ ό,τι συνέβη στον κόσμο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά. Ε, αυτά άκουγε ο Τσίπρας, αυτά έλεγε. Τι θέλατε να κάνει, δεν είναι διανοούμενος ο ίδιος και δεν νομίζω να περίμενε κανείς να αναζητήσει μόνος του τη σύγχρονη ρηξικέλευθη αριστερή σκέψη που στην Ελλάδα παραμένει άγνωστη.»
Αυτά έγραφα τότε και αναρωτιέμαι αν ενδιάμεσα ο Αλέξης Τσίπρας βελτιώθηκε, αν διάβασε, αν έμαθε, αν παρατήρησε. Θα το δούμε – αλλά ομολογώ πως δεν με πολυαπασχολεί.
Είναι αναμενόμενο να προκαλέσει ταραχή η επιστροφή του. Διότι η Αριστερά πάει κατά διαόλου, βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Δεν το συζητώ ότι η Νέα Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να προσχωρήσουν, ειδάλλως θα εξαφανιστούν (άλλωστε ήδη εξαφανισμένοι είναι). Όχι ο Γιάνης βέβαια, το βλέπω δύσκολο, δεν είναι το στυλ του αυτό, δύσκολα θα επιστρέψει σε δεύτερο ρόλο. Προτιμάει πρωταγωνιστής στο off-off-Broadway. Τον Κασσελάκη ξεχάστε τον, δεν θα τον βλέπουμε ούτε με το μικροσκόπιο. Δεν τον χρειάζεται πια ούτε ο Τσίπρας.
Αλλά καθώς η φύση απεχθάνεται το κενό, ένα μεγάλο μέρος αυτών που τον πίστεψαν, δεν κάθισαν να τον περιμένουν, πέρασαν στο μεταξύ στην Ακροδεξιά και στο κόμμα της Αριστεράς που έχει τα πιο έντονα ακροδεξιά και υποτίθεται αντισυστημικά στοιχεία: στην Πλεύση Ελευθερίας. Αν υπάρχει, λοιπόν, κάποια που έχει να χάσει πολλά είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Γι’ αυτό και αντιδρά με τόσο χυδαίο τρόπο. Την άκουσα να μιλά με απαράδεκτο τρόπο γι’ αυτόν και δεν πίστευα στα αυτιά μου. Η γνώμη μου για τον Αλέξη Τσίπρα είναι η χειρότερη (δείτε στα σχόλια) αλλά είναι ένας πρώην πρωθυπουργός κι ένας άνθρωπος που για διάφορους λόγους εξέφρασε κάτι για μια μεγάλη μερίδα συμπολιτών μου. Γι’ αυτό εγώ, τουλάχιστον, τον αντιμετώπιζα και θα τον αντιμετωπίζω πάντοτε με τον σεβασμό που αρμόζει σε μια κοινωνία που δεν έχει εκβαρβαριστεί τελείως. Στο παρελθόν έχω υπερασπιστεί την κα Κωνσταντοπούλου όταν της επιτέθηκαν χυδαία, σήμερα όμως εκφράζω την εντονότερη αγανάκτησή μου για όσα λέει για τον πρώην σύντροφό της που της εμπιστεύθηκε έναν από τους σημαντικότερους θεσμικούς ρόλους. Αυτά που ακούω από αυτήν για τον Τσίπρα μου λένε περισσότερα γι’ αυτήν παρά γι’ αυτόν.
Αν θέλετε τη γνώμη μου για το τι θα πετύχει ο Τσίπρας με την επιστροφή του, θα δώσω τον λόγο στον Φρίντριχ Ένγκελς. Ο Ένγκελς, σε επιστολή του προς τον Καρλ Μαρξ, στις 3 Δεκεμβρίου του 1851, έγραφε: «Αλήθεια, μου φαίνεται σαν αυτός ο γερο-Χέγκελ να διευθύνει από τον τάφο του την Ιστορία. Κάθεται εκεί και με μεγάλη ευσυνειδησία κάνει κάθε τι να διαδραματίζεται δύο φορές, τη πρώτη φορά σαν μεγαλειώδη τραγωδία και τη δεύτερη φορά σαν μίζερη φάρσα.» [Την ευφυή αυτή παρατήρηση του Ένγκελς δανείστηκε λίγο αργότερα ο Καρλ Μαρξ στο κείμενό του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» που δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού “Die Revolution” που κυκλοφόρησε το 1852 στη Νέα Υόρκη).]
Δεν είμαι προφήτης βέβαια και έχω δει μεγάλο αριθμό προβλέψεών μου να αποτυγχάνουν. Αλλά προς το παρόν όλο αυτό το βλέπω να κατευθύνεται προς τη φάρσα. Δεν θα φταίει ο Τσίπρας γι’ αυτό αλλά το όχημα. Εκεί είναι το πρόβλημα.
[Ο τίτλος της ανάρτησης δεν ειρωνεύεται τον Αλέξη Τσίπρα αλλά όσες/ους αφελείς τον αναμένουν ως Μεσσία ή τον φοβούνται και τον εξορκίζουν. Πρόκειται για αναφορά στο θεατρικό έργο «Ο εραστής έρχεται» του Γεωργίου Ρούσσου, που ανέβασε το καλοκαίρι του 1955 ο θίασος Βασίλη Λογοθετίδη και κινηματογράφησε ο Γιώργος Τζαβέλας με τον τίτλο «Ο ζηλιαρόγατος» (1956) και με τον Λογοθετίδη στον ρόλο του πρωταγωνιστή, του Πότη, που φαντασιώνεται πως θα έρθει ο εραστής και θα του κλέψει την όμορφη γυναίκα του που την έχει παραμελημένη – επηρεασμένος από μια ταινία που ο Πότης και η γυναίκα του είδαν στον κινηματογράφο, το “The Macomber Affair” (1947) του Ζόλταν Κόρντα. Βέβαια εκεί ο εραστής πράγματι έρχεται και είναι ο Γκρέγκορι Πεκ, οπότε σκούρα τα πράγματα για τον σύζυγο. Το ενδιαφέρον είναι πως η αμερικανική ταινία βασίζεται σε ένα διήγημα που έγραψε το 1936 και δημοσίευσε στο Κοσμοπόλιταν ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, “The Short Happy Life of Francis Macomber”. Στην Ελλάδα η ταινία παίχτηκε με τον τίτλο που της έδωσε ο διανομέας: «Ο Εραστής Έρχεται». Ομολογώ, εμπνευσμένος τίτλος και όπως φαίνεται σταθερά επίκαιρος.]

