Πόσο διχασμό μπορεί να αντέξει μια δημοκρατική κοινωνία; Πόση πόλωση, πόσο έντονες εσωτερικές διαιρέσεις μπορεί να αντέξει μια κοινότητα; Ποιο το σημείο καμπής μέχρι να διαρρηχθεί εντελώς η κοινωνική συνοχή ή το περίφημο κοινωνικό συμβόλαιο; Μπορούν ασύμβατα πολιτισμικά ή άλλα πρότυπα, διαφορετικές κοσμοθεάσεις να συνεχίσουν να συνυπάρχουν, να συμβιώνουν με ειρηνικό τρόπο;
Όσο αφελή ή ρητορικά κι αν ηχούν ενδεχομένως τέτοιου είδους ερωτήματα, είναι πλέον πολύ επίκαιρα. Στις ΗΠΑ παρατηρούμε, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια ένα «κοινωνικο-πολιτικό πείραμα» σε εξέλιξη. Πρόκειται για μια χώρα βαθιά διαιρεμένη, και δη σε πολλαπλά επίπεδα. Τελευταίο τραγικό ορόσημο στην πορεία αυτή στάθηκε η χθεσινή δολοφονία του ακροδεξιού υποστηρικτή του Τραμπ, Τσάρλι Κερκ. Όσο μισαλλόδοξες ή φασίζουσες κι αν ήταν οι δημόσιες τοποθετήσεις και οι ιδέες του –και αυτό, ναι, πρέπει να το γνωρίζουμε και να το αναδεικνύουμε–, δεν μπορούν να απαγορεύονται σε μία φιλελεύθερη κοινωνία. Ο δημόσιος, πολιτικός διάλογος μπορεί να είναι έντονος, οξύς, συγκρουσιακός. Ακόμη και απεχθείς σε κάποιους απόψεις έχουν θέση στον δημόσιο διάλογο. Σε μία φιλελεύθερη κοινωνία δεν δικαιολογείται καμία βιαιοπραγία έναντια στην άσκηση της ελευθερίας του λόγου, όπως επίσης ούτε επιλεκτικές απαγορεύσεις λόγου λ.χ. σε πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Εδώ όμως έρχεται η μεγάλη ευθύνη της πολιτικής και των πολιτικών. Είναι εκείνοι που οφείλουν να κρατούν την πολιτική αντιπαράθεση εντός ορίων, εντός των ορίων συνοχής της πολιτικής κοινότητας και της διατήρησης του κοινωνικού συμβολαίου. Που οφείλουν να κρατούν τα γκέμια, να κάνουν κράτει, να επιδιώκουν την καταλλαγή, και όχι να ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Αν φτάσουν και οι ίδιοι οι πολιτικοί να αναρριπίζουν τον διχασμό και τις πάσης φύσεως διαιρέσεις, η πολιτική κοινότητα όπως και η δημοκρατική ομαλότητα κινδυνεύουν να καταρρεύσουν, με απρόβλεπτες συνέπειες: πόλεμος όλων εναντίον όλων κοκ. Πάντως, υπήρξαν πολιτικοί κατά το παρελθόν που σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, με τα λόγια τους δεν επέτρεψαν στο μίσος να εξαπλωθεί, επεδίωξαν την καταλλαγή. Ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι ένας από αυτούς – τουναντίον μάλιστα.
Τα τελευταία χρόνια ο Τραμπ, με την ένοχη ανοχή ή και ενεργό στήριξη κορυφαίων στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ανήγε σχεδόν τα πάντα σε ζήτημα διαχείρισης της εξουσίας χωρίς καμία ηθική αξιολόγηση των επιμέρους χειρισμών, εκφράζοντας διαρκώς μια απαρέσκεια προς τα θεσμικά αντίβαρα και μια δίψα για απόλυτη εξουσία και δαιμονοποίηση-συντριβή του πολιτικού αντιπάλου. Ετσι, μέσα στον χρόνο, δημιουργήθηκε μια βαθιά πολιτική και κοινωνική διαίρεση, η οποία κορυφώθηκε στις 6.1.2021 με την εισβολή των τυφλωμένων από μίσος οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο. Τώρα, στη δεύτερη θητεία Τραμπ, η θεσμική διολίσθηση συνεχίζεται με γοργούς ρυθμούς, η αμερικανική δημοκρατία βρίσκεται σε πραγματικό κίνδυνο.
Ωστόσο, ο πολιτικός αντίπαλος, ακόμη και όταν η έντονη αντίθεση εκδηλώνεται σε κοινωνικό επίπεδο, δεν μπορεί επ’ ουδενί ούτε να χρησιμοποιεί τα μέσα και τις πρακτικές της άλλης πλευράς –μοιάζοντας μ’ εκείνην τελικά– , ούτε πολύ περισσότερο να προσφεύγει στην ένοπλη βία. Οι Δημοκρατικοί ως κόμμα δεν έχουν πορευθεί τον δρόμο της απόλυτης πόλωσης. Αλλά σε κοινωνικό επίπεδο, σε επίπεδο πολιτών η ένταση φαίνεται ότι δεν μπορεί να ελεχθεί.
Το παράδειγμα των ΗΠΑ μάς διδάσκει, πρωτίστως, ότι θα πρέπει τα μεγάλα κόμματα να θέτουν αμέσως στο περιθώριο ακραίες ή μισαλλόδοξες φωνές που αναπτύσσονται εντός τους, να επιδεικνύουν διάθεση συνδιαλλαγής, να μπορούν να προβαίνουν ακόμη και σε επώδυνες υποχωρήσεις σε ιδεολογικά ζητήματα και, προεχόντως, να θέτουν σε πρώτη μοίρα τη διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών και των θεμελιωδών κανόνων διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού και διατήρησης της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης (βλ. και Levitsky/Ziblatt, Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες). Επίσης, δεν πρέπει να δαιμονοποιούν τον πολιτικό αντίπαλο, ούτε να καλλιεργούν ή να ενισχύουν ρατσιστικές ή μισαλλόδοξες τάσεις σε μία κοινωνία, δαιμονοποιώντας πάσης φύσεως μειονότητες, μετανάστες κοκ, απλώς και μόνον για να ενισχύσουν την εκλογική τους βάση.
Ίσως, όμως, για όλα αυτά να είναι αργά πλέον στις ΗΠΑ. Ελπίζω όχι για την Ευρώπη.

