ΑρχικήΟικονομίαΑγροτική Παραγωγή: Η σημασία της στην ελληνική οικονομία - Οι βασικές παθογένειες

Αγροτική Παραγωγή: Η σημασία της στην ελληνική οικονομία – Οι βασικές παθογένειες

 

Του Θανάση Χιούση

Χιλιάδες είναι οι αγρότες που βγαίνουν καθημερινά στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για την μη βιώσιμη πλέον αγροτική παραγωγή.

Το αγροτικό πετρέλαιο, τα υπέρογκα έξοδα παραγωγής που έχουν εκμηδενίσει το κέρδος, η αναθεώρηση της ΚΑΠ και η επίσπευση των αποζημιώσεων στην Θεσσαλία είναι κάποια από τα αιτήματα των αγροτών, οι οποίοι ζητούν την άμεση παρέμβαση τους κράτους προκειμένου να δοθεί ένα κίνητρο στην αγροτική παραγωγή ώστε να συνεχίσει την δραστηριοποίηση της στην κορωνίδα της οικονομικής στρατηγικής της χώρας.

Η κυβέρνηση δια στόματος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από το βήμα της Βουλής ανακοίνωσε μέτρα στήριξης ύψους 232 εκατομμυρίων ευρώ, μεταξύ των οποίων η επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο και για το 2024, πρόσθετη έκπτωση 10% στο αγροτικό ρεύμα από τον Μάιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο, ενώ έχει ανακοινωθεί και πρόσθετη αρωγή στους αγρότες της Θεσσαλίας έως 10.000 ευρώ.

Η στήριξη του πρωτογενούς τομέα είναι πρώτη προτεραιότητα και η κυβέρνηση εξετάζει τι καλύτερο μπορεί να κάνει, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ήταν τα λόγια του πρωθυπουργού απευθυνόμενος σε εκπροσώπους των αγροτών, με τους οποίους συναντήθηκε στη Βόνιτσα.

Όμως, γιατί είναι τόσο σημαντική η αγροτική παραγωγή για την ελληνική οικονομία;

Η συμβολή της αγροτικής παραγωγής στην Οικονομία

Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας από την σύσταση του Ελληνικού Κράτους έως και σήμερα, καθιστώντας την χώρα μας μια αγροτική χώρα με σημαντικό γεωργικό κεφάλαιο και αξία. Η αγροτική παραγωγή, αν και έχει συρρικνωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία ως προς την φύση της, απασχολώντας χιλιάδες Έλληνες και προσφέροντας αγαθά που όχι μόνο συνεισφέρουν στην επισιτιστική επάρκεια της χώρας αλλά την καθιστούν αναντικατάστατο τομέα στην αλυσίδα της εγχώριας οικονομίας.

Σε έκθεση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που δημοσιεύθηκε το 2020, ο εγχώριος αγροτικός κλάδος συνεισφέρει το 4,7% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ), με περισσότερα από 6,2 δισ. ευρώ προστιθέμενης αξίας και έχει σχεδόν τριπλάσια συμμετοχή στο ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έκταση των κυρίως αγροτικών περιοχών φτάνει στη χώρα μας στο 82%, όταν στην Ευρώπη των 28 ο μέσος όρος δεν ξεπερνάει το 52%. Ο πληθυσμός των αγροτικών περιοχών φτάνει στην Ελλάδα στο 44%, όταν στην Ευρώπη δεν ξεπερνάει το 23% ενώ η απασχόληση στον αγροτικό τομέα ανήλθε στο 13,5% του εργατικού δυναμικού (όταν στην Ευρώπη δεν φτάνει το 5%) δίνοντας πλήρη και άμεση δουλειά σε 490.000 άτομα. Ο αριθμός αυτός, βέβαια, εμφανίζεται σημαντικά μειωμένος σε σχέση με το 2001, όταν ο κλάδος απασχολούσε 666.000 άτομα.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση μετά τη Ρουμανία, όσον αφορά τη συνεισφορά της προστιθέμενης αξίας του αγροτικού κλάδου προς το ΑΕΠ το 2020 (3,5%), την τρίτη θέση, μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, το 2019, ως προς την απασχόληση στον αγροτικό τομέα (10%) και την έβδομη θέση ως προς τον πληθυσμό σε αγροτικές περιοχές επί του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της Ε.Ε. (3,6%). Το 2020, η Ελλάδα συνέβαλε στο 3,4% της συνολικής αγροτικής παραγωγής της Ε.Ε., επίδοση που την τοποθετεί στην όγδοη θέση.

Ο Αγροδιατροφικός τομέας συνεισφέρει σημαντικά και στις ελληνικές εξαγωγές. Μετά από πολλά χρόνια, κατά τα οποία το εμπορικό ισοζύγιο των προϊόντων του παρέμεινε ελλειμματικό, το 2020 παρουσίασε θετικό εμπορικό ισοζύγιο, ύψους 207 εκατ. ευρώ, λόγω των βελτιωμένων εξαγωγικών επιδόσεων, σε συνδυασμό με μικρή μείωση των εισαγωγών.

Ο τομέας συνεισφέρει καθοριστικά στην επισιτιστική επάρκεια, είναι κύριος τροφοδότης της μεταποίησης τροφίμων και έχει στενή σύνδεση με τους κλάδους μεταφορών, χονδρεμπορίου και λιανικού εμπορίου. Επιπλέον, υποστηρίζει την εγχώρια βιομηχανία γεωργικών εφοδίων και μηχανημάτων, επηρεάζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας και αποτελεί παράγοντα κοινωνικής συνοχής, αφού είναι σημαντική πηγή πλήρους και μερικής απασχόλησης.

Πρέπει, δε, να επισημανθεί ότι, πέραν της άμεσης απασχόλησης, ο αγροτικός τομέας αποτελεί βασικό τροφοδότη για μια αλυσίδα προϊόντων και υπηρεσιών και συνεπώς δημιουργεί σε δεύτερο επίπεδο, πολλαπλασιαστικά οφέλη για την απασχόληση και την οικονομία.

Σε «χαμηλές πτήσεις» σε σχέση με την Ε.Ε. – Οι βασικές παθογένειες

Παρά την σημασία του στην οικονομία, ο ελληνικός αγροτικός τομέας σημειώνει χαμηλή παραγωγικότητα, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ειδικότερα, η παραγωγικότητα της εργασίας του ελληνικού αγροτικού τομέα (μέση ΑΠΑ ανά απασχολούμενο) ανέρχεται σε €13.144 και αντιστοιχεί στο 65% του μέσου όρου της Ε.Ε.- 28 για την τριετία 2017-2019 (€20.175). Αυτό οφείλεται κυρίως στις παθογένειες της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, άλλες χρόνιες και άλλες πιο πρόσφατες:

1. Εξάρτηση από επιδοτήσεις

Η μείωση του συνολικού αγροτικού εισοδήματος έχει δημιουργήσει ανάγκη εξάρτησης του έλληνα αγρότη από τις κοινοτικές επιδοτήσεις. Σημαντικό τμήμα του γεωργικού εισοδήματος προέρχεται από τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ελλάδα, το σύνολο των επιδοτήσεων επί της αξίας της γεωργικής παραγωγής διαμορφώθηκε το 2018 σε 19,1% ακολουθώντας φθίνουσα πορεία από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όταν είχε πλησιάσει το 30%. Παρά την πτώση του ποσοστού των επιδοτήσεων επί της αξίας της γεωργικής παραγωγής, η βαρύτητα των επιδοτήσεων για τον προσδιορισμό του γεωργικού εισοδήματος στην Ελλάδα παραμένει κατά πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην Ε.Ε. των 28 (11,9% το 2018). Οι επιδοτήσεις αντιστοιχούν στο 1/5 της αγροτικής παραγωγής (20%) έναντι 12% στις ευρωπαϊκές χώρες και συνιστούν μία ακόμη παθογένεια του αγροτικού τομέα. Η προστιθέμενη αξία, εξαιρώντας τις επιδοτήσεις, υποχώρησε κατά 13% τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ στις μεσογειακές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία) αυξήθηκε κατά 15% την ίδια περίοδο, όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ.

2. Υπέρογκα κόστη παραγωγής

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2022, το κόστος λειτουργίας των αγροτικών εκµεταλλεύσεων έφτασε στο υψηλότερο σηµείο της τελευταίας δωδεκαετίας. Η µέτρηση δίνει αύξηση του Δείκτη Αµοιβής Εργασίας (αγροτικά ηµεροµίσθια) κατά 17,1%, αύξηση του Δείκτη Ενοικίων Γης (ενοίκια αγροκτηµάτων) κατά 5,7% και αύξηση του Δείκτη Αµοιβής Κεφαλαίου κατά 18,5%.
Το αγροτικό πετρέλαιο, τα ακριβά κόστη στην συντήρηση και αγορά μηχανημάτων, η αύξηση των τιμών στα λιπάσματα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η πώληση των προϊόντων σχεδόν σε τιμές κόστους λόγω μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, έχει φτάσει τους αγρότες στα όρια τους, αφου καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σειρά από προβλήματα στην καθημερινότητα τους, προβλέποντας ένα ακόμη πιο δυσοίωνο μέλλον.

3. Μικρή κατακερματισμένη εκμετάλλευση

Οι μικρές και κατακερματισμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, δεδομένου ότι ο μέσος όρος έκτασης αγροτικής εκμετάλλευσης είναι 12 στρέμματα, όταν ξεπερνά τα 30 στρέμματα στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες. Αυτό όταν πάνω από τις μισές εκμεταλλεύσεις (κατά μέσο όρο 44% στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες) χαρακτηρίζονται υπερβολικά μικρές, καθώς είναι μικρότερες από 5 στρέμματα. Πάσχει ακόμη από αναποτελεσματική οργάνωση, καθώς το μερίδιο των αγροτικών συνεταιρισμών διαμορφώνεται μόλις σε 20%, ποσοστό που αντιστοιχεί στο ήμισυ του αντίστοιχου στην Ευρώπη (40%).

4. Έλλειψη τεχνογνωσίας

Μία ακόμη παθογένεια του αγροτικού τομέα αφορά το χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο και την τεχνογνωσία, με την Ελλάδα να έχει μείνει πίσω, δεδομένου ότι η παγκόσμια δαπάνη για Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) έχει διπλασιαστεί. Συγκεκριμένα η Ελλάδα δαπάνησε 11 ευρώ ανά 2,5 στρέμματα, σε αντίθεση με την Ευρώπη που δαπάνησε 33 ευρώ ανά 2,5 στρέμματα, ενώ το αντίστοιχο ποσό ανέρχεται σε 19 ευρώ παγκοσμίως.

5. Έλλειψη εργατικού δυναμικού

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει να αντιμετωπίσει ένα σημαντικό ζήτημα έλλειψης εργατικών χεριών. Τα κενά αυτά αθροιστικά ξεπερνούν τα 700.000 άτομα, καταγράφονται στις κατασκευές, τον πρωτογενή τομέα, τη βιομηχανία και τον τουρισμό, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στην οικονομία. Εστιάζοντας στον αγροτικό τομέα, αγρότες απ’ όλες τις περιοχές της χώρας βρίσκονται σε απόγνωση, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους των συγκομιδών, αφού οι εργάτες γης είναι ελάχιστοι. Ακολουθώντας μάλιστα το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, οι αμοιβές των απλών εργατών σημειώνουν μια σημαντική αύξηση, ανυπόφορη για τον μέσο ιδιοκτήτη γης.

Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί το επίπεδο γεωργικής εκπαίδευσης των αγροτών στη χώρα, που είναι από τα χαμηλότερα που καταγράφονται στην Ε.Ε. (στη δεύτερη θέση από το τέλος, με τελευταία τη Ρουμανία), που συνδέεται και με τη μεγάλη ηλικία των αγροτών και το χαμηλό επίπεδο υιοθέτησης τεχνολογικής καινοτομίας