Στις 9 Οκτωβρίου 1963, φεύγει από τη ζωή το «σπουργιτάκι» της Γαλλίας. Η Εντίθ Πιάφ παραμένει μέχρι και σήμερα η δημοφιλέστερη Γαλλίδα τραγουδίστρια στην ιστορία.
H Eντίτ Zιοβανά Γκασιόν, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου 1915. Ο πατέρας της ήταν ακροβάτης και η μητέρα της τραγουδίστρια.
Στα οκτώ της χρόνια, τυφλώθηκε από εγκεφαλική πάθηση, αλλά λίγα χρόνια αργότερα η όρασή της επανήλθε χωρίς τη βοήθεια γιατρού. Στα εφηβικά της χρόνια, ο πατέρας της, ο οποίος εργαζόταν ως ακροβάτης σε τσίρκο, την έπαιρνε μαζί του και την έβαζε να τραγουδάει για να συμπληρώσει το «νούμερο» που παρουσίαζε.
Στα 17 της, ερωτεύτηκε τον Λουί Ντιπόν, όμως η σχέση τους έληξε γρήγορα. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, τη Μαρσέλ, η οποία αρρώστησε κι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία δύο ετών.
Εκείνη την περίοδο, η Πιάφ τραγουδούσε στους δρόμους της Πιγκάλ, όπου και γνώρισε τον Λουί Λεπλέ, διευθυντή του πιο κομψού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Πρόκειται για τον άνθρωπο που της έδωσε την πρώτη της δουλειά σε νυχτερινό κέντρο, την «βάφτισε» καλλιτεχνικά με το ψευδώνυμο «Mome Piaf» (μικρό σπουργίτι) και έβγαλε τον πρώτο της δίσκο το 1935.
Στην αρχή, η Πιάφ αντιμετωπίστηκε αδιάφορα από το κοινό του καμπαρέ, αλλά αργότερα τους κέρδισε με τη θαυμάσια, ζεστή φωνή της, και στο τέλος κάθε παράστασης, εισέπραττε το ειλικρινές και γεμάτο θαυμασμό χειροκρότημά τους.
Λίγο αργότερα, ο μέντοράς της Λεπλέ δολοφονήθηκε και η ίδια κατηγορήθηκε πως γνώριζε τον δολοφόνο αλλά δεν τον κατέδωσε.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Πιάφ βοήθησε στην αντίσταση. Συνέβαλε στο να δραπετεύσουν πολλοί Γάλλοι φαντάροι, εισήγαγε πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης αιχμαλώτων και τραγούδησε για αιχμαλώτους πολέμου.
Στα τέλη του 1945, έγραψε μόνη της την τεράστια επιτυχία της «La vie en rose», που στην αρχή πέρασε απαρατήρητη.
Στα 31 της ερωτεύτηκε τον τότε 25χρονο Δημήτρη Χορν, τον οποίο γνώρισε κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Αθήνα, όταν εμφανίστηκε στο «Θέατρο Κοτοπούλη». «Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη, μη μου πληγώσεις την καρδιά», έγραψε αργότερα σε επιστολή της προς τον Έλληνα ηθοποιό. Ο παθιασμένος έρωτας της Πιάφ έμεινε ανεκπλήρωτος, αφού ο Δημήτρης Χορν εκείνη την εποχή ήταν νυμφευμένος με τη Ρίτα Φιλίππου.
Στη συνέχεια έζησε ένα από τα πιο ρομαντικά ειδύλλια με τον «βασιλιά» του μποξ Μαρσέλ Σερντάν, ο θάνατος του οποίου σε αεροπορικό δυστύχημα το 1949 την βύθισε σε μια αξεπέραστη για το υπόλοιπο του βίου της κατάθλιψη.
To 1951 ακολούθησαν δύο τροχαία ατυχήματα τα οποία οδήγησαν στον εθισμό της στην μορφίνη, την οποία συχνά συνδύαζε με αλκοόλ, δυσχεραίνοντας της ήδη κακή κατάσταση της υγείας της.
Το 1952 παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της ηθοποιό και τραγουδιστή Ζακ Πιλς, με κουμπάρα την Μάρλεν Ντίτριχ. Το ζευγάρι χώρισε το 1957, χωρίς να αποκτήσει παιδιά.
Σε ένα κονσέρτο στις 13 Δεκεμβρίου 1959, κατέρρευσε επάνω στη σκηνή. Ακολούθησαν πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις για γαστρικά έλκη και αιμορραγίες πεπτικού. Η Πιάφ δεν πτοήθηκε και συνέχισε να εμφανίζεται κάνοντας περιοδείες όπως και πριν, συνοδευόμενη όμως από μια νοσοκόμα που της χορηγούσε μορφίνη για τους πόνους.
Το 1960 τραγούδησε το θρυλικό «Non, Je Ne Regrette Rien» («Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα»), συνεχίζοντας να θριαμβεύει στις εμφανίσεις της, παρότι συχνά τρέκλιζε και παραπατούσε στη σκηνή.
Την ίδια χρονιά, γνώρισε τον Έλληνα κομμωτή και τραγουδιστή Θεοφάνη Λαμπούκα, είκοσι χρόνια μικρότερό της. Τον ερωτεύτηκε παθιασμένα και τον παντρεύτηκε το 1962. Η Πιάφ του έδωσε το παρατσούκλι Τεό Σαγαπό (Theo Sarapo στα γαλλικά), με το οποίο έγινε γνωστός ως τραγουδιστής στο γαλλικό κοινό.
Η Πιάφ έφυγε από τη ζωή την ίδια μέρα με τον φίλο της Ζαν Κοκτώ, μόλις στα 48 της χρόνια. Η Πιάφ έφυγε φτωχή, αφήνοντας στον τελευταίο σύζυγό της πολλά χρέη και μία τεράστια ιστορία. Μαζί με την καριέρα της ως τραγουδίστρια (ηχογράφησε πάνω από 200 τραγούδια) βοήθησε και στην προώθηση νεαρών ταλέντων στη μουσική σκηνή της εποχής. Είχε μεταξύ άλλων μεγάλη συμμετοχή στην προώθηση καλλιτεχνών, όπως ο Σαρλ Αζναβούρ, ο Ζωρζ Μουστακί και ο Υβ Μοντάν.