ΑρχικήΜε ΆποψηΑυτογκόλ από τα αποδυτήρια, στο «ξερό» της Δραπετσώνας

Αυτογκόλ από τα αποδυτήρια, στο «ξερό» της Δραπετσώνας

Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος σχετικά με το αν ο πρώην Πρωθυπουργός, παρουσιάζοντας χθες τις πολιτικές προτάσεις του για την εργασία, αδικεί ή κολακεύει τον εαυτό του. Πιθανότατα τον αδικεί καθώς δεν έκανε καμία ουσιαστική πρόταση για την τόνωση της απασχόλησης, ούτε είπε κάτι συγκεκριμένο για την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων. Από την άλλη όμως, αν πραγματικά δεν είχε τίποτε να προτείνει, κατόρθωσε να στήσει ένα ολόκληρο show στη Δραπετσώνα (πια δεν έχουμε ζωή) βασιζόμενος σε δύο υποσχέσεις. Μεγαλύτεροι μισθοί και λιγότερη δουλειά.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει κάψει το χαρτί των υποσχέσεων το 2015 και μερικούς μήνες νωρίτερα. Είχε υποσχεθεί -μεταξύ άλλων- κατάργηση ΕΝΦΙΑ, αφορολόγητο στις 12 χιλιάδες, κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, 300.000 θέσεις εργασίας, 2 δισ έσοδα από πάταξη λαθρεμπορίου και φυσικά δανεικά από τους ευρωπαίους που θα παρακάλαγαν να μας δανείσουν. Τώρα επανέρχεται με υποσχέσεις για αυξήσεις μισθών, τις οποίες χαρακτηρίζει αναπτυξιακό μέτρο και μάλιστα οι κομματικοί δημοσιογράφοι που ανέλαβαν την ανάλυση, υποστηρίζουν ότι προηγουμένως δεν το έκανε (όπως είχε υποσχεθεί) διότι δεν τον άφηναν τα μνημόνια. Μα αν είναι αναπτυξιακό το μέτρο, ποιό ήταν το πρόβλημα των κουτόφραγκων; Εκεί μπαίνουμε στο χώρο των θεωριών συνωμοσίας, οπότε ας πάμε στην… ουσία.

Τις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό θα τις αποφασίσει μεν ο αριστερός υπουργός εργασίας αλλά θα τις πληρώσει ο ιδιώτης επιχειρηματίας. Το δε επίπεδο των αυξήσεων είναι εντελώς αυθαίρετο. Γιατί 751 ή 800 και όχι 3.000 ευρώ για να ξεπεράσουμε και το Λουξεμβούργο; Ο πρώην Πρωθυπουργός ουσιαστικά επιστρέφει στην αυταπάτη της προ 2015 περιόδου. Τότε που ο ίδιος πίστευε ότι αν αυξήσει τους μισθούς θα κινηθεί η οικονομία και θα ανεβεί το ΑΕΠ. Αυτή είναι ξανά η βασική του πρόταση.

Όσο για τις λιγότερες ώρες εργασίας, η απάντηση βρίσκεται σε πρόσφατη ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το οποίο χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η παραγωγικότητα της χώρας βρίσκεται σε σημαντική απόσταση από το όριο παραγωγικότητας των πλέον προηγμένων χωρών της Ευρώπης και παγκοσμίως, και την οδηγούν σε απόκλιση από τις οικονομίες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ούτε και ο ίδιος δεν πίστεψε αρκετά την υπόσχεση για καθολικό 35ωρο, οπότε οι συνεργάτες του αναγκάστηκαν να βάλουν σε παρένθεση τη λέξη “πιλοτικά”.

Η μεγαλύτερη εμμονή του Αλέξη Τσίπρα όμως ήταν για μια ακόμη φορά η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Μάλιστα ποσοτικοποίησε το πρόβλημα, ξεχνώντας ότι οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς. Είπε χαρακτηριστικά ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν το 60% των εργαζομένων στην Ε.Ε. αλλά μόνο το 17% στην Ελλάδα. Αυτό που δεν είπε όμως είναι ότι η ειδοποιός διαφορά της δικής μας οικονομίας είναι ότι δεν έχει αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις και βιομηχανίες. Αυτές που ο ίδιος ονομάζει “μεγάλο κεφάλαιο” και πολεμάει συστηματικά. Στις μεγάλες επιχειρήσεις υπάρχει συνδικαλισμός και εκεί έχουν σημασία οι συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Ενισχύοντας έτι περαιτέρω την εικόνα ενός απόμαχου της πολιτικής ζωής που ζει με τις αναμνήσεις των μεγαλείων του παρελθόντος, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε μια ακόμη ρελάνς. Σε μια από τις αποστροφές του λόγου του, έκανε λόγο για μονιμοποίηση συμβασιούχων. Τιμώντας τον σύντροφο Προκόπη Παυλόπουλο, υποσχέθηκε να κάνει ότι έκανε και εκείνος συμβάλλοντας στην εκτόξευση των δημοσίων δαπανών.

Και ενώ το κοινό στο λιμανάκι της Δραπετσώνας είχε ζεσταθεί (κρατηθείτε τους είπε γιατί έχετε πολλά για τα οποία θα χειροκροτήσετε), ο Αλέξης Τσίπρας σταμάτησε. Δεν αναφέρθηκε ούτε σε πολιτικές για την τόνωση της απασχόλησης, ούτε στη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσει για να καταστήσει δικαιότερη την αγορά εργασίας. Περιέγραψε πολύ εύγλωττα το ζοφερό κλίμα που ο ίδιος βλέπει, είπε ότι θα το αλλάξει αλλά δεν είπε πώς. Περιορίστηκε μόνο σε γενικόλογες υποσχέσεις για “νέο κοινωνικό συμβόλαιο”, “ισχυρό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων”, “αναχαίτιση της ανεργίας και του “brain drain” και “αποτελεσματική αντιμετώπιση των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία”.

Συμφωνούμε σε όλα φυσικά. Φαντάζομαι ότι συμφωνεί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αυτό που διαφοροποιεί τις πολιτικές είναι η μέθοδος την οποία θα ακολουθήσει κανείς. Για τη μέθοδο όμως ο Αλέξης Τσίπρας δεν είπε ούτε κουβέντα. Είναι προφανές ότι ο Τσίπρας “ζήλεψε” την προετοιμασία του Μητσοτάκη, ο οποίος μεθοδικά τους μήνες που προηγήθηκαν των εκλογών του 2019 είχε ετοιμάσει τα πρώτα νομοσχέδια και “μπήκε” με γκολ από τα αποδυτήρια. Κάτι ανάλογο επιχειρεί να κάνει και ο ίδιος. Η αδυναμία όμως να παρουσιάσει προτάσεις, δεν καλύπτεται ούτε από το διάσημο χιούμορ του, ούτε από την λεπτή ειρωνεία του, ούτε φυσικά από την μεταφυσικά πετυχημένη μίμηση της φωνής του Παπανδρέου.

Ο Τσίπρας ελπίζει σε δύο πράγματα. Πρωτίστως στη φθορά της Κυβέρνησης, η οποία χρειάζεται και αντιπολίτευση για να επιτευχθεί. Δευτερεύοντος στο ότι ο κόσμος ξεχνά και αγαπά το εμπόριο ελπιδας. Γι αυτό παλεύει με υποσχέσεις για αυξήσεις και λιγότερη δουλειά. Μόνον που υπάρχει ένα οξύμωρο. Οι συγκεκριμένες υποσχέσεις είναι ταυτόχρονα έωλες αλλά και πολύ “φρέσκες” για να ξεχαστούν…