✍Ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, διεθνολόγος, Ερευνητής στο τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η επικείμενη επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ έχει προκαλέσει αναλύσεις και προβληματισμούς για το πώς μπορεί να επηρεάσει τις διεθνείς σχέσεις, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Αν και κάθε υπόθεση συνοδεύεται από αβεβαιότητες, η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί σε ευνοϊκή θέση χάρη σε συγκεκριμένες γεωπολιτικές και οικονομικές παραμέτρους. Κεντρικό ρόλο σε αυτό το σενάριο διαδραματίζουν οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Χαμάς, η στενή συμμαχία του Τραμπ με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, καθώς και οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ είχε αναπτύξει στενή σχέση με το Ισραήλ, προσφέροντας ισχυρή υποστήριξη στην κυβέρνηση Νετανιάχου. Αυτή η συμμαχία είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της επιρροής του Ισραήλ στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούν τις ισορροπίες με την Τουρκία.
Η Ελλάδα, ως στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ και στενός σύμμαχος του Ισραήλ, μπορεί να επωφεληθεί από την αναθέρμανση αυτής της σχέσης. Η στροφή της Τουρκίας προς τον μουσουλμανικό κόσμο, με την ανοιχτή υποστήριξη της Χαμάς και τη ρητορική αντιπαράθεση με το Ισραήλ, έχει θέσει την Άγκυρα σε αντιπαλότητα με τους αμερικανοϊσραηλινούς στόχους στην περιοχή.
Η επανεκλογή του κ. Τραμπ πιθανά θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποξένωση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ, εφόσον η τελευταία ενισχύσει τη στήριξή της προς το Ισραήλ. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κενό το οποίο η Ελλάδα είναι σε θέση να καλύψει, ενισχύοντας τον ρόλο της ως περιφερειακός σύμμαχος των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Επίσης, ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στους συμμάχους του ΝΑΤΟ είναι η συμβολή τους στις αμυντικές δαπάνες. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα επικρίνει χώρες που δεν τηρούν τη δέσμευσή τους για δαπάνες ύψους τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ στον τομέα της άμυνας.
Η Ελλάδα, ωστόσο, βρίσκεται ανάμεσα στις λίγες χώρες που υπερβαίνουν αυτό το όριο, φτάνοντας σε επίπεδα της τάξης του 3%-4% του ΑΕΠ. Η προσήλωση της χώρας μας στην ενίσχυση της αμυντικής της ισχύος αποτελεί ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί έναντι μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης Τραμπ, που θα επιδιώξει να ενισχύσει τη στρατιωτική ικανότητα των συμμάχων της. Έτσι, η Αθήνα μπορεί να αναμένει περαιτέρω στήριξη από την Ουάσιγκτον, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Την ίδια στιγμή, ένα από τα μεγαλύτερα ανοιχτά ζητήματα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ενώ ο Τραμπ έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μειώσει την αμερικανική εμπλοκή, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ανακατατάξεις στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Για την Ελλάδα, η οποία έχει ήδη επενδύσει στη βελτίωση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον, η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για να πιέσει την Ευρώπη να αναπτύξει τον δικό της στρατιωτικό βραχίωνα και να ενισχύσει τον ρόλο της Ελλάδας ως πυλώνα σταθερότητας στη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Παράλληλα, η στρατηγική θέση της Ελλάδας ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης θα μπορούσε να αναβαθμιστεί, ειδικά σε περίπτωση που οι ΗΠΑ επιδιώξουν να περιορίσουν την επιρροή της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Αθήνα θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτή την κατάσταση, ενισχύοντας την αμυντική και ενεργειακή της συνεργασία με την Ουάσιγκτον.
Μια ακόμη αβεβαιότητα αφορά το εξοπλιστικό πρόγραμμα των F-35 μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας. Η συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα είχε ανασταλεί εξαιτίας της απόκτησης ρωσικών συστημάτων S-400, γεγονός που είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από την Ουάσιγκτον. Μοιάζει απίθανο, στην παρούσα συγκυρία, η διοίκηση Τραμπ να επανεξετάσει τη συμφωνία αυτή, δεδομένης της αντιπαλότητας της Τουρκίας με το Ισραήλ.
Η Ελλάδα, έχοντας ήδη ενταχθεί στο πρόγραμμα των F-35 και βελτιώνοντας συνεχώς τις αμυντικές της δυνατότητες, μπορεί να αξιοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα για να εδραιώσει τη θέση της ως αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ. Παράλληλα, θα μπορούσε να επωφεληθεί από τις αμυντικές προκλήσεις της Τουρκίας, ενισχύοντας την αποτρεπτική της ισχύ στο Αιγαίο. Η επιτάχυνση των διαδικασιών για την απόκτηση από την χώρα μας των F-35 είναι μία από τις άμεσες προτεραιότητές μας.