ΑρχικήΜε ΆποψηΜετά την πρόταση δυσπιστίας: Η επόμενη μέρα για Μητσοτάκη, Τσίπρα και Ανδρουλάκη

Μετά την πρόταση δυσπιστίας: Η επόμενη μέρα για Μητσοτάκη, Τσίπρα και Ανδρουλάκη

Παρακολουθώντας όσα διαδραματίστηκαν στην Βουλή τις τρεις τελευταίες μέρες, με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να πιστέψει κανείς ότι τίποτα δεν άλλαξε, ότι είχαμε… «μια από τα ίδια» κι όλα από σήμερα θα επανέλθουν στην «κανονικότητα». Κι όμως, ενώ έτσι φαίνεται, δεν είναι ακριβώς έτσι.

Ας δούμε τι αλλάζει:

Πρώτον, ο Μητσοτάκης επαναβεβαίωσε την πολιτική του κυριαρχία αλλά δεν έχει πια περιθώρια αποτυχίας στη διαχείριση κρίσεων.

Η κυβέρνηση θα κριθεί πιο αυστηρά γιατί και η ίδια παραδέχτηκε ότι έκανε λάθη που δεν μπορούν να επαναληφθούν. Δεν υπάρχει πια ούτε πίστωση χρόνου ούτε ανοχή.

Η ΝΔ πιέζεται από προβλήματα (πανδημία, ακρίβεια, ενεργειακή κρίση, κλιματική αλλαγή) για τα οποία δεν υπάρχουν μαγκιές λύσεις και είναι αναπόφευκτο να υποστεί μεγαλύτερη φθορά. Ταυτόχρονα όμως ο Μητσοτάκης ενισχύεται έναντι του Τσίπρα και δεν υπάρχει στον ορίζοντα (πολιτικό, κομματικό) ηγετική προσωπικότητα ικανή να αμφισβητήσει την πολιτική του κυριαρχία.

Δεύτερον, στον άλλο πόλο του κομματικού συστήματος ο ανταγωνισμός Τσίπρα – Ανδρουλάκη θα αποτελέσει το μεγάλο στοίχημα των επόμενων μηνών.

Ο Τσίπρας, όσο κι αν επιμένει για εκλογές, δεν είναι σε θέση να ρίξει την κυβέρνηση ασκώντας κοινωνική πίεση. Θα μπορούσε να έχει κάποιες πιθανότητες, αν το ΚΙΝΑΛ συμπορευόταν με τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κοινό αντιπολιτευτικό μέτωπο. Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται για το αμέσως προσεχές διάστημα.

Τουλάχιστον όχι μέχρι να τελειώσει η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης Νοβάρτις, η οποία εκ των πραγμάτων ακυρώνει στην πράξη οποιοδήποτε σενάριο συμπόρευσης Τσίπρα – Ανδρουλάκη. Αυτό σημαίνει ότι η μεταξύ τους σχέση θα παραμείνει ανταγωνιστική.

Ο μεν Ανδρουλάκης θα προσδοκά να συνεχίσει τη δημοσκοπική του άνοδο, ή έστω να μην «ξεφουσκώσει», ο δε Τσίπρας θα επιδιώξει να εμφανιστεί ως ο μόνος φυσικός ηγέτης του ευρύτερου χώρου, στρέφοντας το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στον ΣΥΡΙΖΑ μέσα από ριζοσπαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες και μέσω του κομματικού του συνεδρίου, με την εκλογή αρχηγού και Κεντρικής Επιτροπής από τα μέλη του κόμματος.

Τρίτον, τα διλήμματα της κάλπης θα αρχίσουν να τίθενται με πιο δραματικό τρόπο. Ακόμη κι αν οι εκλογές γίνουν τον Μάιο του 2023 – κανείς δεν βάζει στοίχημα – είναι βέβαιο ότι μπαίνουμε σε μια μακρά προεκλογική περίοδο. Οι πρώτες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική και προσφέρονται για έκφραση δυσαρέσκειας, με ψήφο στα μικρότερα κόμματα.

Όμως το δίλημμα της κυβερνητικής σταθερότητας θα τεθεί εξ αρχής, εν όψει των δεύτερων εκλογών που θα διεξαχθούν αμέσως, λόγω μη σχηματισμού κυβέρνησης, αυτή τη φορά με ενισχυμένη αναλογική. Εκεί το πλεονέκτημα είναι στο πρώτο κόμμα (ΝΔ, σύμφωνα με τη σημερινή δημοσκοπική εικόνα) που θα επισείει την απειλή της ακυβερνησίας.

Ήδη ο Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει ότι θέλει αυτοδυναμία και μόνο, κλείνοντας την πόρτα για κάθε πιθανή μετεκλογική συνεργασία. Η χθεσινή ομιλία του στην Βουλή, όπου για πρώτη φορά αντιμετώπισε το ΚΙΝΑΛ ως αρωγό του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ενδεικτική της τακτικής που θα ακολουθήσει προσεχώς έναντι του Ανδρουλάκη, τοποθετώντας τον στο ίδιο κάδρο με τον Τσίπρα.

Τέταρτον, τα εσωτερικά προβλήματα των κομμάτων θα ενταθούν όσο πλησιάζουμε στις κάλπες και επίκειται η συγκρότηση των ψηφοδελτίων. Στην ΝΔ η μάχη θα δοθεί με το βλέμμα στα κόμματα που κινούνται στα δεξιά της. Εκεί θα απειλούν να βρουν καταφύγιο οι δυσαρεστημένοι, οι κομμένοι και οι προβληματισμένοι από την ξεκάθαρη στροφή του Μητσοτάκη προς το Κέντρο.

Στον ΣΥΡΙΖΑ η μάχη θα δοθεί ανάμεσα σε προεδρικούς που θέλουν διεύρυνση προς την Κεντροαριστερά και σε στελέχη της Ομπρέλας που θέλουν αριστερή ταυτότητα. Και βέβαια θα συνεχίσει να… σολάρει ο Πολάκης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Στο ΚΙΝΑΛ πολλά θα κριθούν από τη δυνατότητα του νέου αρχηγού να προχωρήσει σε ποιοτική ανανέωση αλλά και να σεβαστεί ιδέες πρόσωπα που έχουν ιδιαίτερη προσφορά και επιρροή στον ευρύτερο χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς. Ήταν ενδεικτική του προβλήματος η αμηχανία του ΚΙΝΑΛ στην αναφορά Μητσοτάκη στην σκευωρία Νοβάρτις.

Ο πρωθυπουργός κάλεσε τον Τσίπρα να ζητήσει συγνώμη από τους 6 πολιτικούς της παράταξης του, που υπήρξαν θύματα της σκευωρίας Νοβάρτις, προκαλώντας την άμεση αντίδραση του Ευάγγελου Βενιζέλου, που επεσήμανε ότι σε αυτό το ζήτημα η στάση του πρωθυπουργού θα έπρεπε να είναι θεσμική και όχι παραταξιακή.

Θα περίμενε κανείς – αν μη τι άλλο – αυτό που δεν είπε ο Μητσοτάκης (τα ονόματα του Βενιζέλου, του Στουρνάρα, του Κουτρουμάνη και του Λοβέρδου) να το έλεγε ο Ανδρουλάκης. Το γεγονός ότι δεν συνέβη αυτό, δείχνει πόσο βαθύ είναι το εσωτερικό πρόβλημα του χώρου, που προς το παρόν ξεχνιέται λόγω των «δημοσκοπήσεων της χαράς», όπως θα έλεγε κι ο Τσίπρας!