Πέτυχε η Ελλάδα την απόκτηση αεροπορικής υπεροχής; Οι πολιτικές σκοπιμότητες της απόκτησης των Rafale

156 mins read

Κωνσταντίνος Λεντάκης, PhD

Στις 19 Ιανουαρίου, η άφιξη των πρώτων Rafale – από τα 18 που έχει παραγγείλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη – έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από όλα τα μέσα ενημέρωσης καθώς και από το μεγαλύτερο κομμάτι του πολιτικού κόσμου. Οι πιο σοβαρές εκφράσεις αντίρρησης εκδηλώθηκαν  από τους προέδρους των κομμάτων της αντιπολίτευσης ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, οι οποίοι κατηγόρησαν τον κ. Πρωθυπουργό πως καπέλωσε την εκδήλωση παραλαβής των Γαλλικών μαχητικών και χρησιμοποίησε το εξοπλιστικό πρόγραμμα για διαφήμιση του κόμματος του. Οι αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης δείχνουν ότι δεν είχαν αντιληφθεί πως η πολιτική εκμετάλλευση των Rafale ήταν εξαρχής ένας από τους λόγους απόκτησης τους. Η πρόθεση για την απόκτηση των Rafale δεν προήλθε μετά από αίτημα της ΠΑ ή ένα διαγωνισμό για νέα μαχητικά, αλλά από το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου. Aγορά νέου τύπου μαχητικού είχε να συμβεί από το 1985, όταν ο Α. Παπανδρέου ανακοίνωσε την Αγορά του Αιώνα με την ταυτόχρονη απόκτηση 40 Γαλλικών Mirage 2000 και 40 Αμερικανικών F-16. Με την άφιξη του νέου μαχητικού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κερδίζει τη στήριξη της πατριωτικής μερίδας των ψηφοφόρων και ακόλουθα στερεί ψήφους από τα μικρά κόμματα που βρίσκονται πιο δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.

Πέρα από την πρόθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να μεγεθύνει το πλεονέκτημα της σε ψήφους ενισχύοντας περισσότερο το προφίλ της ως υπέρμαχος των Ενόπλων Δυνάμεων, η ίδια η κυβέρνηση στόχευε στην ενδυνάμωση της αμυντικής της σχέσης με τη Γαλλία. Παράλληλα, έδειξε να πιστεύει ότι με τα Γαλλικά μαχητικά η ΠΑ θα ανακτούσε αεροπορική υπεροχή έναντι της Τουρκικής Αεροπορίας. Κρίνοντας από πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πράγματι φαίνεται να έχει πετύχει τον στόχο της κερδίζοντας ψήφους έναντι της αντιπολίτευσης.

Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν ασκώ κριτική στην κυβέρνηση ως προς το ότι οικειοποιήθηκε τα Rafale. Η πολιτική στην Ελλάδα παίζεται με αυτόν τον τρόπο από τότε που ο Α. Παπανδρέου έφερε δύο νέους τύπους μαχητικών στην Ελλάδα. Η κριτική του κ. Ανδρουλάκη προς τον κ. Πρωθυπουργό είναι υποκριτική, αφού κανένας από το ΚΙΝΑΛ ουδέποτε απολογήθηκε για την πολιτική εκμετάλλευση των F-16 και των Mirage 2000 από τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Ο δε κ. Τσίπρας πρόβαλε ως επιτεύγματα της δικής του κυβέρνησης έργα που είχαν ξεκινήσει οι προκάτοχοι του, όπως τους αυτοκινητοδρόμους της Ολυμπίας Οδού και της Ιόνιας Οδού. Επιπρόσθετα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, προτού αποκτήσουν την εξουσία το 2015, εκμεταλλεύτηκαν πολιτικά, από αυτοκτονίες μέχρι θανατηφόρα ατυχήματα και σήμερα επαναλαμβάνουν την ίδια τακτική με ποινικές υποθέσεις.  Είναι συνεπώς οξύμωρο το να απαιτούν σήμερα οι πρόεδροι των ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ από τον Κ. Μητσοτάκη να μην αξιοποιήσει πολιτικά την απόκτηση των Rafale, τα οποία ήταν προσωπική του πρωτοβουλία.

Ως προς τους άλλους δύο στόχους της κυβέρνησης Μητσοτάκη, σχετικά με την ενδυνάμωση των Ελληνογαλλικών αμυντικών σχέσεων και την ανάκτηση της αεροπορικής υπεροχής, η κυβέρνηση πέτυχε μεν τον πρώτο, με τα Rafale να οδηγούν στη σύναψη της Ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας. Δυστυχώς, απέτυχε στον τελευταίο και πιο σημαντικό στόχο από όλους. Συγκρίνοντας το εξοπλιστικό πρόγραμμα της ΠΑ με το αντίστοιχο της Τουρκίας, το οποίο αφορά στην αναβάθμιση 80 F-16 στην τελευταία τους έκδοση, καθώς και στην αγορά 40 καινούργιων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν ικανοποιείται το ζητούμενο της ανάκτησης αεροπορικής υπεροχής της ΠΑ έναντι της Τουρκικής Αεροπορίας.

 

Σύγκριση του κόστους Rafale με F-16

Αφότου η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξήγγειλε την πρόθεση της να προμηθεύσει την ΠΑ με Rafale, τα Ελληνικά μέσα ενημέρωσης ουδέποτε αναρωτήθηκαν γιατί τα συγκεκριμένα αεροσκάφη εδώ και 20 χρόνια έχουν αποτύχει σε όλους τους διαγωνισμούς που έχουν λάβει μέρος σε δυτικά κράτη, με πολύ πρόσφατες τις περιπτώσεις του Βελγίου, της Ελβετίας, του Καναδά και της Φινλανδίας, ενώ οι μοναδικοί τους αγοραστές είναι χώρες του Τρίτου Κόσμου. Τα Ελληνικά μέσα ενημέρωσης απέδιδαν στα Rafale μυθικά πλεονεκτήματα έναντι των πιο σύγχρονων F-16, όπως επιχειρησιακή εμβέλεια 2.800 μιλίων, μικρότερο ίχνος στα ραντάρ, ακόμη και ταυτόχρονες δυνατότητες αεροπορικής υπεροχής, κρούσης και αναγνώρισης. Δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ υπερηφανευόταν ότι το Rafale είναι βαρύ δικινητήριο μαχητικό, παρότι αυτό συνεπάγεται ότι το Γαλλικό μαχητικό έχει υψηλό κόστος πτήσης και συντήρησης. Η αλήθεια είναι ότι τα Rafale έχουν παρόμοια επιχειρησιακή εμβέλεια με τα F-16 4.5 γενιάς (Block 70/72) γύρω στα 700 ναυτικά μίλια – για την ακρίβεια, δεν υπάρχει κανένα μαχητικό στον κόσμο με εμβέλεια 2.800 μιλίων. Tα F-16 block 70/72 έχουν δέκα φορές πιο μικρό ίχνος εντοπισμού στα ραντάρ από τα Rafale – 0,1m2 έναντι 1m2 – και όλες οι εκδόσεις των F-16 που υπηρετούν στην ΠΑ διαθέτουν δυνατότητες αεροπορικής υπεροχής, κρούσης και αναγνώρισης. Τα F-16 Block 70/72, όπως και τα Rafale, έχουν ως μέγιστο επιχειρησιακό υψόμετρο τα 50.000 πόδια, αλλά τα Αμερικανικά μαχητικά υπερέχουν σε ταχύτητα καθώς μπορούν να ξεπεράσουν τα 2 Mach έναντι των Γαλλικών που έχουν μέγιστη ταχύτητα τα 1,8 Mach. Το πρόβλημα με την απόκτηση των Rafale δεν είναι πως υστερούν στις δυνατότητες τους έναντι των αντίστοιχων F-16 Block 70/72, αλλά πως ενώ δε διαφέρουν ιδιαίτερα στις επιδόσεις τους κοστίζουν πολύ περισσότερο, μειώνουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα του στόλου μαχητικών της ΠΑ και λειτουργούν ανταγωνιστικά ως προς τη χρηματοδότηση απέναντι στον Ελληνικό στόλο F-16.

Σχετικά με τα κόστη, τα Rafale παρότι στοιχίζουν περισσότερο και από τα πέμπτης γενιάς F-35A –  80 εκατομύρια ευρώ έναντι 68 εκατομυρίων ευρώ ανά μονάδα – έχουν παρόμοιες επιδόσεις με τα τελευταίας έκδοσης F-16, τα οποία κοστίζουν μόλις 56 εκατομμύρια ευρώ ανά μονάδα (64 εκατομμύρια δολάρια). Επιπρόσθετα, το κόστος πτήσης ανά ώρα των Γαλλικών δικινητήριων μαχητικών είναι διπλάσιο των F-16 – 16.500 δολάρια έναντι 8.000 – με συνολική διάρκεια ζωής μόλις 5.000 ώρες έναντι των 12.000 ωρών των Αμερικανικών μονοκινητήριων μαχητικών. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση ενός F-16 γενιάς 4.5 θα στοιχίσει συνολικά 140,8 εκατομμύρια ευρώ (64.000.000+8.000×12.000=160.000.000$), δηλαδή τα 40 νέα Τουρκικά F-16 θα κοστίσουν συνολικά 5,6 δις ευρώ. Η ΠΑ με τα Rafale – λόγω του διπλάσιου κόστους πτήσης ανά ώρα, του μεγαλύτερου κόστους αγοράς ανά μονάδα και του γεγονότος πως τα Γαλλικά δικινητήρια μαχητικά έχουν διάρκεια ζωής μικρότερη από τη μισή των F-16 τελευταίας έκδοσης – για κάθε νέο Τουρκικό F-16 θα πληρώνει 414 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα (90.910.000×3+16.500×12.000=470.730.000$). Το κόστος των μεταχειρισμένων Rafale – σε κάθε μεταχειρισμένο Rafale θα απομένουν 3.500 ώρες ζωής και το κόστος αγοράς του ανά μονάδα είναι 33 εκατομμύρια ευρώ, εάν δεν υπολογιστεί το κόστος της αναβάθμισης στην τελευταία τους έκδοση F3R –  για κάθε καινούργιο F-16 Block 70/72, αντιστοιχεί σε 306 εκατομμύρια ευρώ (37.500.000×4+16.500×12.000=348.000.000$). Όμως, τα μεταχειρισμένα Rafale ούτως ή άλλως δε θα μπορούσαν να δώσουν λύση σε αυτό το πρόβλημα, παρά μόνο εάν οι Γαλλικές κυβερνήσεις συμφωνήσουν να προμηθεύουν την Ελλάδα με τα Rafale της Γαλλικής Αεροπορίας, πριν αυτά ξεπεράσουν το όριο των 3.500 ωρών ζωής.

Σε περίπτωση που κάποια μελλοντική Ελληνική κυβέρνηση διανοηθεί να αποπειραθεί να ανταγωνιστεί τα 40 καινούργια Τουρκικά F-16 με ίδιο αριθμό Rafale, αυτά θα στοιχίσουν συνολικά στους φορολογούμενους 16,56 δις ευρώ. Η Τουρκική Αεροπορία επενδύοντας στο F-16 θα μπορούσε να αποκτήσει 120 καινούργια μαχητικά και το κόστος τους θα ήταν στα ίδια επίπεδα με εκείνο των 40 Rafale (120 F-16 Block 70/72 θα στοιχίσουν 16,89 δις ευρώ). Ως λύση, κάποιος θα μπορούσε να προτείνει την αναβάθμιση του προσδόκιμου ζωής των Rafale στις 7.000 ή στις 9.000 ώρες. Κάτι τέτοιο όμως θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του κόστους της πτήσης ανά ώρα, εκτός από το κόστος δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ της ίδιας της αναβάθμισης, δηλαδή μακροπρόθεσμα τέτοιες αναβαθμίσεις στοιχίζουν ακόμη περισσότερο από ότι η αντικατάσταση με καινούργια μαχητικά.

Οι αριθμοί αποδεικνύουν ότι με την απόκτηση των Rafale η κυβέρνηση Μητσοτάκη αστόχησε τελείως ως προς την ανάκτηση της αεροπορικής υπεροχής. Ο Erdoğan δε θα παραμείνει Πρόεδρος της Τουρκίας για πάντα και ο διάδοχος του θα αποκαταστήσει τις σχέσεις της χώρας του με τις ΗΠΑ, φέρνοντας τέλος στο εμπάργκο όπλων που ασκεί το Κονγκρέσο έναντι της Τουρκίας από το 2018. Όταν αποκατασταθούν οι σχέσεις Τουρκίας και ΗΠΑ, η Τουρκική Αεροπορία θα αποκτήσει καινούργια F-16 εντός της δεκαετίας και όχι μόνο θα έχει ακυρώσει τα πλεονεκτήματα των Rafale της ΠΑ, αλλά θα έχει γείρει ακόμα περισσότερο τη πλάστιγγα υπέρ της με την απόκτηση πολλαπλάσιων καινούργιων F-16 Block 70/72 έναντι των Ελληνικών Rafale.

Πέρα από το υψηλότερο κόστος των Γαλλικών δικινητήριων μαχητικών σε σύγκριση με τα κόστη των Αμερικανικών μονοκινητήριων F-16, υπάρχουν και άλλοι εξίσου σημαντικοί παράγοντες που απομακρύνουν την ΠΑ από την ανάκτηση της αεροπορικής υπεροχής έναντι της Τουρκικής Αεροπορίας. Τα Γαλλικά Rafale δεν έχουν απολύτως κανένα κοινό με τα F-16, τα οποία αποτελούν το κύριο μαχητικό της ΠΑ. Για την ακρίβεια, τα δύο μαχητικά δε μοιράζονται κινητήρες, οπλισμό, ανταλλακτικά, ούτε καν ατρακτίδια μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι η ΠΑ διαθέτει δύο παράλληλους τύπους μαχητικών, οι οποίοι λειτουργούν απόλυτα ανταγωνιστικά μεταξύ τους ως προς τη χρηματοδότηση και φυσικώ τω λόγω η οιανδήποτε επένδυση στον ένα να στερεί πόρους από τον άλλο.

 

Επιχειρησιακή ετοιμότητα

Σε αυτή την περίπτωση, η πολυτυπία επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις και στην επιχειρησιακή ετοιμότητα. Εξαιτίας της ύπαρξης δύο τελείως ασύμβατων μαχητικών, η επιχειρησιακή ετοιμότητα καθίσταται πιο χαμηλή από την περίπτωση που η ΠΑ διέθετε μόνο έναν τύπο μαχητικού ή έστω πολλαπλών τύπων μαχητικών που είναι συμβατοί μεταξύ τους σε κινητήρες, ανταλλακτικά και οπλισμό. Τον Ιανουάριο του 2022, αποκαλύφθηκε ότι το Rafale πάσχει από πλευράς επιχειρησιακής ετοιμότητας ούτως ή άλλως, με τα δικινητήρια μαχητικά της ίδιας της Γαλλικής Αεροπορίας το 2021 να διαθέτουν χαμηλή επιχειρησιακή ετοιμότητα σε ποσοστό του 55%. Η σημασία της επιχειρησιακής ετοιμότητας έγινε αντιληπτή πέραν πάσης αμφιβολίας από την πολιτική ηγεσία και τους πολίτες κατά τις πυρκαγιές του Αυγούστου του 2021 και τις χιονοπτώσεις του Ιανουαρίου του 2022. Οι μεγάλοι στόλοι πυροσβεστικών αεροσκαφών και εκχιονιστικών οχημάτων δεν έχουν αυθυπόστατη αξία – η απόδοση τους εξαρτάται από το πόσες φορές την ημέρα επιχειρούν. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους στόλους μαχητικών στις πολεμικές αναμετρήσεις. Κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, τα Ισραηλινά μαχητικά εκτελούσαν 4 εξορμήσεις το καθένα σε καθημερινή βάση χαρίζοντας στο Ισραήλ σαφή αεροπορική υπεροχή με 1.360 αεροσκάφη στον αέρα κάθε ημέρα. Τα μαχητικά της Αιγύπτου και της Συρίας με 0,6 εξορμήσεις ανά αεροσκάφος ημερησίως, περιορίζονταν στο να έχουν μόλις 360 μαχητικά στον αέρα. Γι’ αυτό το λόγο, ο συνδυασμός  των αεροπορικών στόλων δύο Αραβικών κρατών δεν μπόρεσε ποτέ να αμφισβητήσει την Ισραηλινή αεροπορική υπεροχή. Η Τουρκική Αεροπορία με 245 F-16 έχει αποδείξει ότι κατανοεί πόσο σημαντική είναι η συνεισφορά της ομοιογένειας στην επιχειρησιακή ετοιμότητα. Όταν γίνει αποδεκτό το νέο εξοπλιστικό της πρόγραμμα, η Άγκυρα θα αυξήσει το μέγεθος αυτού του στόλου στα 285 F-16, εκ των οποίων τα 120 θα είναι 4.5 γενιάς.

 

Η ΕΑΒ ως ο μεγάλος χαμένος

Στη συζήτηση για τα νέα μαχητικά της ΠΑ πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης αποσιώπησαν το γεγονός ότι η Ελλάδα παράγει F-16. Η ΕΑΒ κατασκευάζει τμήματα των F-16 για τις διεθνείς πωλήσεις τους. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίμησε να ενισχύσει τη Γαλλική Dassault αγοράζοντας καινούργια Rafale αντί ενίσχυσης της ΕΑΒ με την απόκτηση των αντίστοιχων F-16 Block 70/72, παραγνωρίζοντας τη συμβολή της Ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στην παραγωγή μαχητικών 4.5 γενιάς. Για οποιαδήποτε Δυτική χώρα που παράγει μαχητικά, θα ήταν σκάνδαλο να αγνοηθεί η εγχώρια βιομηχανία και να προτιμηθεί η απόκτηση μαχητικού άλλου κράτους από την κυβέρνηση. Γι’ αυτό το λόγο, η Ισπανία και η Γερμανία απέρριψαν τα Αμερικανικά F-35 και τα Γαλλικά Rafale και προτίμησαν να αποκτήσουν καινούργια Eurofighter, ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις αεροπορίες τους παράλληλα με την εγχώρια αμυντική τους βιομηχανία. Χώρες όπως η Ταϊβάν, η Σλοβακία και η Βουλγαρία ενισχύουν την Ελληνική βιομηχανία αγοράζοντας τα τελευταία F-16, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτιμά να ενισχύει τη Γαλλική βιομηχανία, και παράλληλα να υπόσχεται ότι θα αναπτύξει την Ελληνική αμυντική βιομηχανία.

Εάν η Ελλάδα είχε παραγγείλει καινούργια F-16, θα είχε αναβαθμίσει τη συνεργασία της με τη Lockheed Martin και θα είχε αναλάβει να συμβάλλει σε μεγαλύτερο βαθμό στην παραγωγή τους.[1] Αντί της Ελλάδας, ανταμείφθηκε η Πολωνία με τη συμβολή της δικής της βιομηχανίας στην παγκόσμια παραγωγή των F-16, παρότι η συγκεκριμένη χώρα έχει παραγγείλει F-35. Ο τρόπος με τον οποίο τα Ελληνικά κόμματα αντιλαμβάνονται τη σημασία της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, αποδεικνύεται στην τωρινή συζήτηση στη Βουλή για την άμυνα. Όχι μόνο δεν αναφέρθηκε το γεγονός, ότι ενώ η Ελληνική βιομηχανία παράγει F-16 η κυβέρνηση παραγγέλνει Rafale, το ΚΙΝΑΛ δε πρότεινε να αγοραστεί και ένας ακόμη τύπος μαχητικού. Αντιθέτως, στην Τουρκία, τα 40 καινούργια F-16 θα παραχθούν εν μέρει από την εγχώρια βιομηχανία και εάν σταθούμε τυχεροί ενδέχεται να συμβάλλει στην κατασκευή τους και η ΕΑΒ.

 

Αμυντικός σχεδιασμός

Πέρα από τα οικονομικά ζητήματα και την απουσία της Ελληνικής βιομηχανίας που συνοδεύουν τις παραγγελίες των Rafale, τα Γαλλικά δικινητήρια μαχητικά κληρονομούν ένα σημαντικό πρόβλημα από τα Mirage 2000. Όλα τα Γαλλικά μαχητικά είναι συγκεντρωμένα στην αεροπορική βάση της Τανάγρας. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι εάν χτυπηθεί η συγκεκριμένη βάση όλα τα Γαλλικά μαχητικά καθηλώνονται, καθώς δεν υπάρχει άλλη τοποθεσία στην οποία θα μπορούσαν να επισκευαστούν και να ανεφοδιαστούν. Αυτό το ζήτημα προκύπτει από το γεγονός ότι η κατανομή των δυνάμεων της ΠΑ είχε σχεδιαστεί επί Ψυχρού Πολέμου και παραμένει ίδια ακόμα και σήμερα, αγνοώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις που ανατρέπουν τέτοιους σχεδιασμούς. Η ανάπτυξη των μη-επανδρωμένων αεροσκαφών και των μεγάλης εμβέλειας πυραύλων cruise σημαίνει ότι εάν μια Ελληνική βάση γίνει στόχος της Τουρκικής Αεροπορίας, θα είναι σχεδόν αδύνατο να μη χτυπηθεί. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες με τις προωθημένες βάσεις επιχειρήσεων στην Κεντρική Ευρώπη και τα αεροπλανοφόρα τους στη Νότια Σινική Θάλασσα. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα είναι η δημιουργία πολλαπλών αεροπορικών βάσεων μακρυά από το σημείο σύγκρουσης και η χρήση εναέριων τάνκερ. Τα μαχητικά της ΠΑ θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να φιλοξενηθούν και να εξυπηρετηθούν από πολλές βάσεις, ώστε να μην αχρηστεύεται ένας αριθμός τους, όταν πλήττεται μία εξ αυτών. Τα εναέρια τάνκερ θα ανεφοδιάζουν τα μαχητικά, επιτρέποντας τους να παραμένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε κρίσιμες περιοχές, ώστε να μη χρειάζεται να επιστρέφουν σε μακρινές βάσεις για συντήρηση δίχως να έχουν χρησιμοποιήσει τον οπλισμό τους. Η Τουρκική Αεροπορία υιοθέτησε αυτό το δόγμα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Σήμερα, ακόμη και εάν καταστραφούν πλήρως όλες οι αεροπορικές τις βάσεις στη Δυτική Τουρκία, τα 245 Τουρκικά F-16 θα εξακολουθούν να παραμένουν εξίσου μάχιμα, επιχειρώντας από αεροπορικές βάσεις στην Ανατολική Τουρκία, ενώ ολόκληρος ο στόλος τους μπορεί να ανεφοδιαστεί με καύσιμα από τα 7 εναέρια τάνκερ της Τουρκικής Αεροπορίας.

 

Συμμαχίες

Σε επίπεδο διπλωματίας η Ελληνογαλλική Αμυντική Συμφωνία είναι ένα μεγαλειώδες επίτευγμα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα των πολεμικών επιχειρήσεων, η Γαλλία δεν είναι σε θέση να προστατεύσει τη δική της επικράτεια με μαχητικά επιχειρησιακής ετοιμότητας στο 55%, πόσο μάλλον την Ελληνική από ένα γιγάντιο στόλο δικτυοκεντρικών F-16 που συνοδεύεται από πλήθος μη-επανδρωμένων αεροσκαφών. Η Ελλάδα οφείλει να ανακτήσει τη θέση του στρατηγικού εταίρου των Ηνωμένων Πολιτειών που είχε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και απώλεσε όταν το 2001 η κυβέρνηση Σημίτη απέσυρε τα τελευταία αεροσκάφη που είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν τη θερμοπυρηνική βόμβα B61, δίχως να εκδηλώσει τη βούληση να τα αντικαταστήσει. Έκτοτε, καμία κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε να ανακτήσει η ΠΑ τη δυνατότητα της χρήσης πυρηνικών όπλων, παρότι η Ελλάδα εξακολουθεί να υποστηρίζει το δόγμα της πυρηνικής αποτροπής στο πλαίσιο της Βορειατλαντικής συμμαχίας. Για αυτό το λόγο, όταν Έλληνες πρωθυπουργοί αποκαλούν την Ελλάδα στρατηγικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών σε συναντήσεις με Αμερικανούς προέδρους, οι τελευταίοι τους κοιτάζουν αμήχανα. Το Βερολίνο, αντιλαμβανόμενο τη σημασία της θέσης του στο ΝΑΤΟ φροντίζει έτσι ώστε η Γερμανική Αεροπορία να κατέχει τη δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων. Γι’ αυτό το λόγο, σκέφτεται να αποκτήσει αμερικανικά F/A-18 Super Hornet ως δεύτερο τύπο μαχητικού με σκοπό τη μεταφορά των Νατοϊκών πυρηνικών όπλων. Το Rafale μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο Γαλλικό πυρηνικό οπλισμό και παρά τη νέα Ελληνογαλλική συμμαχία, το Παρίσι δεν πρόκειται να παράσχει Γαλλικά τακτικά πυρηνικά όπλα στην ΠΑ. Το νέο μαχητικό της ΠΑ όφειλε να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη βόμβα B61 και να μην αναγκάζει το ΝΑΤΟ να βασίζεται στο νοτιοανατολικό άκρο του αποκλειστικά στην Τουρκική Αεροπορία για την αποστολή της πυρηνικής αποτροπής.

 

Η επιλογή του F-35

Το σφάλμα της κυβέρνησης ήταν ότι βασίστηκε στη Γαλλία για την απόκτηση νέου μαχητικού. Πέραν του λάθους να αγνοήσει την εγχώρια βιομηχανία της, η κυβέρνηση δείχνει να μην αντιλαμβάνεται το γεγονός πως δεν υπάρχει καμία χώρα που να πλησιάζει το επίπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών σε αεροπορική τεχνολογία. Οι Ευρωπαίοι – παρότι ξεπερνούν τις ΗΠΑ στη σύγκριση χερσαίων αντιαεροπορικών συστημάτων και πολεμικών πλοίων με εκτόπισμα κάτω των 7.000 τόνων – με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και παρά τη μείωση των Αμερικανικών αμυντικών δαπανών, δεν κατάφεραν να αναπτύξουν μαχητικά με ανάλογη επιτυχία έναντι των Αμερικανικών – μόνη εξαίρεση αποτελούν οι Σουηδοί με το Grippen. Ως προς την αναλογία απόδοσης-κόστους δεν τίθεται σύγκριση μεταξύ Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών μαχητικών. Γι’ αυτό το λόγο, τα 4.5 γενιάς Eurofighter και Rafale κοστίζουν περισσότερο από τα 5ης γενιάς F-35A, ενώ έχουν απόδοση παρόμοια με τα F-16 Block 70/72.

Αυτό δε σημαίνει πως οποιοδήποτε αεροσκάφος προέρχεται από τις ΗΠΑ είναι αυτόματα καλύτερη επιλογή από τα ευρωπαϊκά αντίστοιχα. Η κυβέρνηση σκέφτεται σοβαρά την προσθήκη του F-35 στο στόλο της ΠΑ, αγνοώντας ότι το συγκεκριμένο αεροσκάφος είναι το πιο προβληματικό μαχητικό που έχει σχεδιαστεί ποτέ. Παρά τις παλαιότερες ενστάσεις μου στην προσθήκη του F-35 στην ΠΑ, σήμερα υπάρχουν προϋποθέσεις που θα καθιστούσαν το συγκεκριμένο αεροσκάφος χρήσιμο στις ΕΔ παρά το υπέρογκο κόστος του, τη χαμηλή επιχειρησιακή του ετοιμότητα και το γεγονός ότι υποφέρει με πάνω από 800 προβλήματα.

Ένας μικρός αριθμός Ελληνικών F-35 θα μπορούσε να αποβεί πολύ χρήσιμος για την ΠΑ, εάν η κυβέρνηση αποφασίσει να καταστρέψει το Τουρκικό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων, προτού αυτό ολοκληρωθεί και η Τουρκία αποκτήσει τη δυνατότητα παραγωγής πυρηνικών όπλων. Η Ελλάδα δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα απέναντι σε μια πυρηνικά εξοπλισμένη Τουρκία και εάν βρεθεί σε αυτή την κατάσταση, τότε θα είναι ήδη πολύ αργά για να λάβει μέτρα που θα αποτρέψουν την επιβολή του Τουρκικού επεκτατισμού. Αυτό καθιστά αναγκαίο οι Ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών να παράσχουν πολύ ακριβείς πληροφορίες για την πρόοδο και τις τοποθεσίες του Τουρκικού πυρηνικού προγράμματος. Εάν χτυπηθεί λάθος στόχος, θα ακολουθούσαν κυρώσεις στην Ελλάδα από τους Δυτικούς της συμμάχους καθώς και διπλωματική απομόνωση. Τα F-35 λειτουργούν θετικά σε αυτή την εξίσωση. Επειδή όταν δεν έχει επιβληθεί η Ελληνική αεροπορική κυριαρχία – αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν καταστραφούν η Τουρκική Αεροπορία και τα Τουρκικά αντιαεροπορικά οπλικά συστήματα μεγάλης εμβέλειας – για το πλήγμα ενός στόχου απαιτείται ένα F-35 ή 19 «συμβατικά» αεροσκάφη, όπως τα F-16 και τα Rafale.

Τα F-35 θα εκτροχιάσουν τελείως τις δαπάνες και την αποτρεπτική ικανότητα της ΠΑ, εάν αποκτηθούν με στόχο την ενίσχυση της Ελληνικής αεροπορικής υπεροχής. Παράλληλα, τα F-35 είναι η ιδανικότερη λύση ως προς την αντιμετώπιση του Τουρκικού πυρηνικού προγράμματος και τη διασφάλιση των Ελληνικών συμφερόντων ασφαλείας μέσω της άσκησης περιορισμένων πληγμάτων ή της απειλής άσκησης τους. Σε κάθε περίπτωση, η απόκτηση των F-35 πρέπει να συνοδεύεται από την ισχυρή θέληση της κυβέρνησης να τα χρησιμοποιήσει για να δώσει τέλος στο όραμα μιας πυρηνικά εξοπλισμένης Τουρκίας. Επιπρόσθετα, η σύναψη αμυντικής συμμαχίας με το Ισραήλ πρέπει να θεωρείται μονόδρομος για την αποτροπή της δημιουργίας μιας Τουρκίας οπλισμένης με πυρηνικά όπλα, καθώς η Αθήνα και η Ιερουσαλήμ θα απειλούνται εξίσου.

 

Συμπεράσματα

Ο στόλος των 154 F-16 καταλήγει να ζητιανεύει τους πόρους της ΠΑ μένοντας πίσω σε εξοπλισμούς και εκσυγχρονισμό. Η αναβάθμιση των 85 F-16 της ΠΑ στον τελευταίο τύπο 4.5 γενιάς (Block 70/72) είναι ελλιπής, καθώς οι κινητήρες τους και τα συστήματα αυτοπροστασίας δεν περιλαμβάνονται στην εν λόγω αναβάθμιση. Στο ίδιο πνεύμα, αυτά τα μαχητικά εξακολουθούν να μην έχουν νέο οπλισμό ανάλογο της γενιάς 4.5. Η κυβέρνηση και τα μέσα ενημέρωσης αναφέρουν επανηλειμμένα την απόκτηση των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς Meteor και SCALP για τα 18 Rafale, αλλά όσον αφορά τα 85 F-16 δεν έχει ειπωθεί κουβέντα για την απόκτηση των αντίστοιχων AIM-120D και JASSM. Ο υφυπουργός Α. Συρίγος δήλωνε πρόσφατα πως οι ΗΠΑ δεν παραχωρούν τέτοιο οπλισμό προς την Ελλάδα, βασιζόμενος στα δεδομένα των προεδριών R. Reagan και B. Clinton πριν από 40 και 20 χρόνια αντίστοιχα. Σήμερα, δεν υπάρχει τίποτα που να στηρίζει τέτοιες αβάσιμες θεωρίες. Εάν η κυβέρνηση δε ζητήσει την απόκτηση ανάλογου οπλισμού για τα εκσυγχρονισμένα F-16 της, τα στελέχη της δεν είναι σε θέση να κατηγορούν τις ΗΠΑ χωρίς να έχει υποβληθεί κανένα αίτημα για την απόκτηση του. Να υπενθυμίσω ότι βουλευτές της ΝΔ πανηγύριζαν την εκλογή του Joe Biden στο Λευκό Οίκο και μας εξηγούσαν πόσο εχθρικοί είναι οι Δημοκρατικοί στη Γερουσία προς τον Erdoğan και ταυτόχρονα φιλικοί προς την Ελλάδα. Εάν όλα αυτά ισχύουν, τότε γιατί δεν τα βλέπουμε στην πράξη και η ΠΑ αποκτά γαλλικούς εξοπλισμούς αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τον κύριο στόλο μαχητικών της; Το πρόβλημα είναι ότι εάν οι ισχυρισμοί του κ. Συρίγου αποδειχτούν στην πράξη, τότε όλη η επένδυση στον εκσυγχρονισμό των 85 F-16 πέφτει στο κενό, αφού δε θα αποκτηθεί ανάλογος οπλισμός και η ΠΑ θα βρεθεί σε ακόμα πιο δυσχερή θέση έναντι της Τουρκικής Αεροπορίας.

 

Με την απόκτηση των Rafale η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέτυχε να κερδίσει τις εντυπώσεις, μεγάλο μέρος από τις ψήφους των κεντροδεξιών ψηφοφόρων, καθώς και τη σύναψη αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία. Το τίμημα αυτών των επιτυχιών ήταν η απαξίωση της ΕΑΒ, η μειωμένη επιχειρησιακή ετοιμότητα των μαχητικών της ΠΑ και η μετατροπή του στόλου 154 F-16 σε επαίτη πόρων στην Εθνική Άμυνα. Πρόσθετα, ο μικρός στόλος Γαλλικών μαχητικών παραμένει ευάλωτος με την παραμονή του σε μία μόνο βάση και η κυβέρνηση κατά το σχεδιασμό του εξοπλιστικού της προγράμματος για την ΠΑ δεν έλαβε υπόψιν τον αντίστοιχο σχεδιασμό της Άγκυρας. Εάν η κυβέρνηση συνεχίσει σε αυτό το πνεύμα, έχοντας κριτήρια για την Εθνική Άμυνα τη δημοφιλία της και την εξωτερική πολιτική σε βάρος της εγχώριας βιομηχανίας και του αμυντικού σχεδιασμού, θα πετύχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που στοχεύει, δηλαδή θα ενθαρρύνει την Τουρκική επεκτατικότητα ακόμη περισσότερο αντί να την αποτρέπει.

[1] Η Lockheed Martin είναι η μεγαλύτερη εταιρεία σχεδιασμού και παραγωγής οπλικών συστημάτων στον κόσμο και παράγει τα αεροσκάφη F-16 και F-35 μεταξύ άλλων. Επί χρόνια, η ΕΑΒ παράγει τμήματα των μαχητικών F-16 και των μεταγωγικών C-130 για τις διεθνείς πωλήσεις τους.

Facebook Comments