Η έκδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου σχολιάζεται και σήμερα εκτενώς σε γερμανικά δημοσιεύματα. Στον αυστριακό τύπο επίσης η νέα αθώωση του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου.
Όπως γράφει η Deutsche Welle, την έκδοση δεκαετούς ελληνικού ομολόγου και την υποδοχή του από τον κόσμο των διεθνών επενδυτών σχολιάζει ο γερμανικός τύπος. «Τα ελληνικά χρεόγραφα ήταν περιζήτητα» γράφει η Süddeutsche Zeitung σημειώνοντας: «Μετά την ελληνική κρίση η έκδοση δεκαετούς ομολόγου δείχνει πως έχει αυξηθεί η εμπιστοσύνη προς την Ελλάδα. Έτσι όποιος θέλει να αγοράσει δεκαετές ομόλογο, εμπιστεύεται την Ελλάδα ως προς το ότι θα μπορεί να αποπληρώνει τα χρέη της για τα επόμενα δέκα χρόνια. (…) Τα ελληνικά ομόλογα ήταν επί χρόνια για τους δανειστές συνδεδεμένα με υψηλό ρίσκο: Τα πιθανά κέρδη ήταν πράγματι υψηλά, ωστόσο στα χρόνια της κρίσης θεωρούνταν αμφίβολο κατά πόσο οι δανειστές θα λάμβαναν πίσω τα χρήματά τους. Δεκαετές ομόλογο είχε εκδώσει η Ελλάδα τελευταία φορά τον Μάρτιο 2010, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους. Τότε η χώρα έπρεπε να πληρώσει επιτόκια 6,5%. Τα νέα χρεόγραφα φαίνονται στους πιστωτές λιγότερο επικίνδυνα από εκείνα του 2010. Η εμπιστοσύνη στην φερεγγυότητα της Ελλάδας είναι ξανά υψηλότερη ακόμη και σε σχέση με την εποχή προ κρίσης χρέους».
Η εφημερίδα αναφέρει επίσης ότι: «Και η ελληνική οικονομία μετά από έντονη ύφεση που πέρασε στα χρόνια από το 2008 ανακάμπτει κατά την τελευταία διετία. Για το λόγο αυτό έχει συρρικνωθεί το ποσοστό κρατικού χρέους, δηλαδή η σχέση δημοσίου ελλείμματος προς το ΑΕΠ». Ο αρθρογράφος εξηγεί ότι η σχέση ελλείμματος προς ΑΕΠ λειτουργεί ως δείκτης για το κατά πόσο μια χώρα μπορεί να φέρει το βάρος των χρεών της.
Το μήνυμα που εκπέμπει η έκδοση ομολόγου
Mια από τις διαδηλώσεις κατά της λιτότητας στην Αθήνα του 2010
«Το πρώτο δεκαετές ελληνικό ομόλογο μετά από χρόνια προκαλεί έντονο ενδιαφέρον. Ωστόσο η χώρα δεν έχει εξέλθει ακόμη από την κρίση» αναφέρει η Handelsblatt σε άρθρο της με τον τίτλο «Περιζήτητα τα ελληνικά ομόλογα». «Από την εισαγωγή του ευρώ στη χώρα είναι η έκτη φορά που η Ελλάδα κατάφερε να προσφέρει στις αγορές δεκαετές ομόλογο κάτω από 4%. Τελευταία φορά τον Ιανουάριο του 2006. Την εποχή εκείνη το επιτόκιο κυμαινόταν στο 3,91%. Το ότι αυτή τη φορά το επιτόκιο μπορεί να είναι ακόμη χαμηλότερο, είναι μια ιδιαίτερη επιτυχία» σημειώνει η Handelsblatt συμπληρώνοντας ότι στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν έχει επείγουσα ανάγκη για αναχρηματοδότηση των χρεών της δεδομένου ότι μέχρι το 2021 διαθέτει τα απαραίτητα αποθέματα. Όμως όπως γράφει χαρακτηριστικά η οικονομική εφημερίδα: «Σημαντικό είναι το μήνυμα που εκπέμπεται: οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων θεωρούνται σημείο αναφοράς για την πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας. Έτσι ένας επιτυχής προσδιορισμός τους θα αποτελέσει ορόσημο για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση».
Η εφημερίδα υπενθυμίζει εντούτοις ότι παρά τη διπλή αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας πρόσφατα από τη Moody´s η Ελλάδα, όπως φαίνεται από το επιτόκιο του ομολόγου, βρίσκεται ακόμη σε χειρότερη θέση από άλλες χώρες της ευρωζώνης που πέρασαν επίσης κρίση, όπως η Κύπρος (1,9%), η Πορτογαλία (1,5%), η Ισπανία (1,2%) και η Ιρλανδία (0,8%).
Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και η Tageszeitung σε ανταπόκριση με τίτλο «Η Ελλάδα περνά το τεστ εμπιστοσύνης» χαρακτηρίζοντας τη ζήτηση για το ομόλογο «θεαματική», ενώ για το επιτόκιο του 3,9% σημειώνει ότι μπορεί να ανακουφίσει την Ελλάδα. Σύμφωνα με το άρθρο η έκδοση του ομολόγου «ήταν εν πρώτοις ένα τεστ εμπιστοσύνης», διότι από το 2010 καμία άλλη ελληνική κυβέρνηση δεν το είχε τολμήσει, ενώ και ο Αλέξης Τσίπρας από το καλοκαίρι του 2018 συνεχώς ανέβαλε την «επιστροφή στις αγορές» μέχρι να βρει την κατάλληλη χρονική στιγμή, η οποία ήρθε. Σύμφωνα με ειδικούς, όπως επισημαίνει το άρθρο, «η έκδοση δεκαετών ομολόγων θεωρείται “πραγματική” επιστροφή στις αγορές». Εντούτοις, όπως αναφέρει το άρθρο, μπορεί η αντιπολίτευση να ασκεί κριτική δεδομένου ότι η Ελλάδα ακόμη έχει τα υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, αλλά και προηγουμένως σπάνια η χώρα επετύγχανε επιτόκια κάτω των 4%, ενώ και από τις Βρυξέλλες «δεν έρχονται μόνο έπαινοι» αλλά και η επισήμανση της ανάγκης επίσπευσης των μεταρρυθμίσεων.
Μια από τις πιο «αλλόκοτες δικαστικές υποθέσεις» της ευρωζώνης
O Aνδρέας Γεωργίου, πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ
Στην υπόθεση του Ανδρέα Γεωργίου και συγκεκριμένα στo τρίτο κατά σειρά απαλλακτικό βούλευμα από το δικαστικό Συμβούλιο Εφετών της Αθήνας αναφέρεται η αυστριακή Die Presse σε άρθρο με τίτλο «Πώς η Ελλάδα διώκει πεισματικά την αλήθεια». Η εφημερίδα χαρακτηρίζει την υπόθεση μια από τις πιο «αλλόκοτες δικαστικές υποθέσεις στην ιστορία των χωρών της ευρωζώνης» που όμως σύντομα μπορεί να οδηγηθεί σε «happy end» και σημειώνει: «Ο Ανδρέας Γεωργίου, επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ από το 2010 εως το 2015, απαλλάχθηκε από την κατηγορία της παραποίησης στατιστικών στοιχείων από αθηναϊκό εφετείο. Όχι για πρώτη φορά. Ήδη το 2015 και 2017 δικαστικά Συμβούλια Εφετών είχαν καταλήξει στο ότι οι κατηγορίες που η ελληνική κυβέρνηση φανατικά εξαπέλυε εναντίον του πρώην επικεφαλής στατιστικολόγου, δεν ευσταθούσαν. Αλλά κάθε φορά ο γενικός εισαγγελέας ξεκινούσε εκ νέου την ίδια διαδικασία». Όπως σημειώνει η εφημερίδα, επικαλούμενη ειδικούς, είναι μάλλον απίθανο να ξανασυμβεί το ίδιο για τέταρτη φορά.
«Η υπόθεση έχει ήδη διασύρει αρκετά την αξιοπιστία της Ελλάδας» αναφέρει η Die Presse, και σημειώνει ότι στην υπόθεση Γεωργίου δεν οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη οι πραγματικά υπεύθυνοι που παραποίησαν στοιχεία αλλά αυτός που αποκάλυψε την αλήθεια. Η εφημερίδα αναφέρει επίσης: «Πλέον ήρθε η στιγμή για να μιλήσει κανείς και για τη σημασία ανεξάρτητων από εκάστοτε κυβερνήσεις υπαλλήλων στατιστικών υπηρεσιών: η ΕΛΣΤΑΤ είχε μια πολιτικοποιημένη διοίκηση, η οποία έπρεπε να επιβεβαιώσει κάθε στατιστικό στοιχείο. Συνήθως αποφάσιζαν για τους αριθμούς ανάλογα «με τα συμφέροντα της πατρίδας, όπως έλεγαν». Στον Γεωργίου όμως επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών, σημειώνει τέλος η Die Presse, «γιατί έστειλε στις Βρυξέλλες τα σωστά στατιστικά στοιχεία (ίσως για καλό λόγο)».