Αλεύρι: Τζίρους 2019 αναμένουν οι βιομηχανίες παρά την αύξηση της κατανάλωσης στο… ράφι

33 mins read

Στα περυσινά επίπεδα εκτιμούν στελέχη της αλευροβιομηχανίας πως θα κινηθούν οι πωλήσεις του 2020, παρά το… ξεπούλημα των προϊόντων τους στα ράφια των super market.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με σχετική έρευνα της IRI η κατανάλωση στο αλεύρι έχει αυξηθεί το τελευταίο διάστημα κατά 152,4%.

«Πράγματι, το κανάλι του super market κινείται έντονα ανοδικά. Τα έσοδα, ωστόσο, δεν επαρκούν, για να καλύψουν τη… χασούρα, που έχουμε, τόσο από την HoReCa (εστίαση), όσο και από τα αρτοποιεία ή τις βιοτεχνίες παραγωγής άρτου. Εκεί τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα», σχολιάζουν χαρακτηριστικά σε MarketNews.gr και DailyPost.gr.

Προς επίρρωση, για πτώση της παραγωγής και του τζίρου, που φτάνει στο 70%, κάνει λόγο η Ομοσπονδία Αρτοποιών Ελλάδος (ΟΑΕ).

«Πέραν αυτής της πτώσης, υπάρχει και μία σημαντική φύρα στα προϊόντα ημερήσιας κατανάλωσης (πίτες, σάντουιτς, ψωμιά), γιατί είναι αδύνατος ο προγραμματισμός της παραγωγής, ενώ είναι γνωστό πως αυτά τα προϊόντα, μετά το πέρας της ημέρας, αποσύρονται και δεν μπορούν να διατεθούν εκ νέου. Όσο για τα γλυκίσματα, η πώληση είναι σχεδόν μηδενική. Κανείς δεν αγοράζει γλυκά και άλλα παρεμφερή. Στατιστικά στοιχεία συνηγορούν και επιβεβαιώνουν αυτήν την πτώση», επισημαίνει σε σχετική ανακοίνωση και προσθέτει:

«Χαρακτηριστικά δε, αναφέρουμε ότι: Στα super market η πώληση άρτου και αρτοπαρασκευασμάτων μακράς διάρκειας έχει αυξηθεί κατά 40% – 50%. Η πώληση αλεύρου οικιακής χρήσης έχει αυξηθεί κατά 141% και εξακολουθεί να έχει ανοδική τάση. Η επισκεψιμότητα στα αρτοποιεία έχει μειωθεί κατά 50%. Παράλληλα, με την μείωση της επισκεψιμότητας, υπάρχει και μείωση της κατά κεφαλήν διάθεσης χρημάτων στο κατάστημά μας. Επίσης, σχετικά με το κομμάτι της εστίασης, που προμήθευαν οι φούρνοι με φρέσκα προϊόντα φούρνου, η διάθεση είναι τώρα μηδενική».

Αντίστοιχη πτώση βλέπει ήδη από τις πρώτες εβδομάδες εξάπλωσης του ιού και η οργανωμένη εστίαση. «Η οργανωμένη εστίαση είναι κλάδος εντάσεως εργασίας, στον οποίο είναι αδύνατον να εφαρμοστούν οι πρακτικές της εξ αποστάσεως απασχόλησης, γεγονός, που θέτει άμεσα σε κίνδυνο τη λειτουργία και, κατ’ επέκταση, τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, καθώς ουδείς μπορεί να προβλέψει τον χρόνο, που θα απαιτηθεί, για να επανέλθει η κοινωνική και οικονομική ζωή σε φυσιολογικούς ρυθμούς», τονίζουν εκπρόσωποί της.

Προσαρμογή της παραγωγής

Υπό αυτό το πρίσμα, οι αλευροβιομηχανίες έχουν προχωρήσει σε προσαρμογή της παραγωγής, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες στο ράφι. «Μέχρι στιγμής δεν τίθεται ζήτημα αύξησης της παραγωγής. Αυτό, που έχουμε φροντίσει να κάνουμε, είναι να αναπροσαρμόσουμε τα μηχανήματά μας, αλλά και το προσωπικό, η πλειονότητα του οποίου πλέον εστιάζει στην παραγωγή πακέτων αλεύρων, που πωλούνται στα super market», εξηγούν τα παραπάνω στελέχη και καταλήγουν: «Είμαστε τυχεροί, που θα διατηρήσουμε τον ίδιο πάνω – κάτω τζίρο με πέρυσι. Υπάρχουν κλάδοι, που θα ‘ματώσουν’ πολύ από την όλη κατάσταση».

Το top5 των αλευρόμυλων

Με τέσσερις υπερσύγχρονες μονάδες σε Ελλάδα (Σούρπη, Κερατσίνι και Θήβα), αλλά και Βουλγαρία (Toshevo) και δυνατότητα παραγωγής άνω των 170 τελικών προϊόντων αλεύρων, δικαίως οι Μύλοι Λούλη κατέχουν την πρώτη θέση στην ελληνική αλευροβιομηχανία. Από το 1782, άλλωστε, οπότε και ο Ζώης Λούλης έχτισε στην Αετορράχη Ιωαννίνων ένα μικρό πετρόμυλο έως και σήμερα, που τα ηνία της εταιρείας έχει αναλάβει η 7η γενιά, πολλά έχουν αλλάξει.

Σε εποχές κρίσης, η εταιρεία κατάφερε, όχι μόνο να σταθεί όρθια, αλλά και να προβεί σε εξαγορές, όπως αυτή της ελληνικής Kenfood, ισχυροποιώντας ακόμη περισσότερο την γκάμα των προϊόντων και τις υπηρεσίες προς τους επαγγελματίες αρτοποιούς και ζαχαροπλάστες.

Ακολουθούν οι Μύλοι Παπαφίλη, που κατάφεραν με μία σειρά επιτυχημένων επενδύσεων να εξελιχθούν από έναν πετρόμυλο στο Αγγελόκαστρο Κορινθίας σε μία από τις πιο σημαντικές αλευροβιομηχανίες στην Ελλάδα, με αξιοσημείωτο εξαγωγικό χαρακτήρα.

Στην τρίτη θέση φιγουράρουν οι Μύλοι Κεπενού. «Ο σπόρος έπεσε το 1952. Από αυτόν φύτρωσε η εταιρεία Μύλοι Κεπενού ΑΒΕΕ, σε μία ελληνική γη, που είχε ανάγκη για οράματα, δημιουργία, νέους προσανατολισμούς, σταθερότητα και συλλογική δράση», τονίζεται στην ιστοσελίδα της εταιρείας και προστίθεται: «Η σπορά φαίνεται ότι έγινε σωστά. Οι ρίζες έπιασαν στο χώμα. Ο καρπός ήρθε γρήγορα. Οι Μύλοι Κεπενού γνώρισαν επιτυχία και ανταπόκριση, που τους επέτρεψε να αποκτήσουν και να διατηρήσουν ανοδική τροχιά».

Τέλος, την πεντάδα συμπληρώνουν οι Μύλοι Θράκης και Χαλκιδικής. Το ταξίδι για τους πρώτους ξεκινά τη δεκαετία του 1920, όταν ο Γεώργιος Ουζουνόπουλος, εμποροβιομήχανος από τα Μάλγαρα της Ανατολικής Θράκης, ακολουθώντας τον δρόμο της προσφυγιάς, εγκαθίσταται στις Φέρρες της Δυτικής Θράκης και θεμελιώνει τον πιο σύγχρονο μύλος της περιοχής.

Όσον αφορά στους δεύτερους, η αρχή έγινε το 1928 στη Νέα Τρίγλια Χαλκιδικής από την οικογένεια Ευγενίου, που έχει μακρόχρονη παράδοση στην αλευροποιία και γνωρίζει καλά την επεξεργασία των δημητριακών. Σήμερα την εταιρεία «τρέχει» η 3η γενιά της οικογένειας.

 

Facebook Comments